Ζακέτα (Έκτο και τελευταίο κεφάλαιο)

Όταν γύρισε ο Κυριάκος ο Αργύρης είχε στα πόδια του τη μια πουτάνα και το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο από τη καύλα. Σαν να ντράπηκε όμως που σκέφτηκε πως του Κυριάκου δεν του άρεσαν οι γυναίκες και της είπε να καθίσει δίπλα. Χωρίς να πάρει όμως το χέρι του από πάνω της. Διαβάστε περισσότερα “Ζακέτα (Έκτο και τελευταίο κεφάλαιο)”

Ζακέτα (Πέμπτο κεφάλαιο)

Τώρα είναι που δεν καταλάβαινε τίποτα ο Αργύρης. Ήταν σίγουρος πια πως δεν ήταν στα καλά του ο Κυριάκος. Από εκεί που περίμενε να πάει στρατοδικείο, τον στέλνουν στο θάλαμο και μάλιστα με απαίτηση του Κυριάκου. Δεν είπε τίποτα, ήθελε και αυτός να σκεφτεί τι γινόταν και πήγε στο θάλαμο.
Όταν συνήλθε κάπως ο Κυριάκος, έδιωξε και τον Παύλο που έτρεμε ακόμα. Δεν του μίλησε όμως απότομα όπως περίμενε, του το ζήτησε κανονικά, σαν φίλος. Διαβάστε περισσότερα “Ζακέτα (Πέμπτο κεφάλαιο)”

Ζακέτα (τέταρτο κεφάλαιο)

Αυτά σκεφτόταν ο Κυριάκος κοιτάζοντας τον Αργύρη. Του φάνηκε σαν πίνακας αυτός ο άντρας που σαπουνιζόταν, με τις κινήσεις που κάνει κάποιος που ξέρει πως δεν τον βλέπει κανείς όταν πλένεται. Αυτές τις τόσο προσωπικές και ηδονικές κινήσεις που δεν περνάει απλά το σαπούνι πάνω στο σώμα, αλλά το αγκαλιάζει και το χαϊδεύει ερωτικά. Που αν τον έβλεπε κάποιος αυτή την ώρα θα ήταν κινήσεις χωρίς ερωτισμό. Κινήσεις ανάγκης και υποχρέωσης. Βιαστικές και με λίγη ντροπή. Κινήσεις αυτές είναι διαφορετικές στον κάθε ένα. Γιατί η ομορφιά είναι στο διαφορετικό όχι στο ίδιο. Διαβάστε περισσότερα “Ζακέτα (τέταρτο κεφάλαιο)”

Ζακέτα (Κεφάλαιο τρίτο)

Το λεωφορείο τον άφησε στη μέση του πουθενά και από εκεί έπρεπε να περπατήσει, κουβαλώντας και τα πράγματά του. Κοίταζε το έρημο μέρος με απόγνωση. Φορτώθηκε το σακίδιό του και άρχισε να περπατάει, το στρατόπεδο ήταν μισή ώρα με τα πόδια. Ευτυχώς λίγο μετά εμφανίστηκε ένα αγροτικό αυτοκίνητο και σταμάτησε δίπλα του.
– Έλα φιλάρα μπες μέσα, όλοι οι μαλάκες οδηγοί εδώ αφήνουν τους φαντάρους και αναγκάζονται να πηγαίνουν με τα πόδια. Το ξέρω το στρατόπεδο θα σε πάω εγώ, του είπε ο οδηγός, ένα καλοφτιαγμένος τριανταπεντάρης αγρότης με ηλιοκαμένο από τη δουλειά στα χωράφια πρόσωπο. Διαβάστε περισσότερα “Ζακέτα (Κεφάλαιο τρίτο)”

ΖΑΚΕΤΑ (Δεύτερο κεφάλαιο)

Όταν γύρισαν στην Αθήνα ο Παντελής, ο συμμαθητής του που είχε μείνει μετεξεταστέος τον περίμενε πώς και πώς. Ανησυχούσε μήπως δεν περάσει και θα τον έσπαγε στο ξύλο ο πατέρας του. Όλο το καλοκαίρι δεν είχε ανοίξει βιβλίο. Αλλά ο Κυριάκος το είχε κανονίσει και αυτό. Είχε έναν μεγαλύτερο γείτονα που του άρεσε ν’ ασχολείται με τα ηλεκτρονικά. Διαβάστε περισσότερα “ΖΑΚΕΤΑ (Δεύτερο κεφάλαιο)”

ΖΑΚΕΤΑ (Πρώτο κεφάλαιο)

Μεγάλο γεγονός για την γειτονιά. Παντρευόταν η καλύτερη φίλη της μάνας του Κυριάκου. Η Ασπασία. Πολύ μικρότερη από τη μάνα του, όμορφη ψηλή και σπουδαγμένη. Παντρευόταν τον Δημήτρη τον υδραυλικό. Είχε μια αδυναμία στους υδραυλικούς ο Κυριάκος από τότε που χρειάστηκε να επισκευάσουν την αποχέτευση στο σπίτι του. Εμφανίστηκαν δυο υδραυλικοί παίδαροι με τα σορτσάκια τους και τις ποδάρες τους γεμάτες τρίχες. Λες και επίτηδες έκαναν συνέχεια ότι μπορούσαν για να φαίνεται λίγο το άσπρο σλιπάκι από μέσα από το σορτσάκι και να λιγώνονται οι νοικοκυρές. Διαβάστε περισσότερα “ΖΑΚΕΤΑ (Πρώτο κεφάλαιο)”

ΖΑΚΕΤΑ (Πρόλογος)

Μικρό τριάρι διαμέρισμα σε εργατικές πολυκατοικίες.
Απόγευμα φθινοπώρου, η μάνα στην κουζίνα, ο γιος και η κοπέλα του ετοιμάζονται να φύγουν.
Η κοπέλα τόλμησε να ψελλίσει πως ίσως να έχει ψύχρα έξω και είναι ελαφριά ντυμένη.
Η μάνα παρατάει την κουζίνα, βγαίνει σκουπίζοντας τα χέρια της και με δυναμικό τρόπο παρεμβαίνει:
-Βάλε μια ζακέτα, θα κρυώσεις.
Στις αμήχανες αντιδράσεις της κοπέλας πως δεν είναι και τόσο αναγκαίο, το επανέλαβε δεκαεφτά φορές από το σαλόνι μέχρι την πόρτα του ασανσέρ.
Δεκαεφτά φορές μετρημένες μια – μία.
Εννοείται πως η κοπέλα δεν ξέρει να προστατέψει τον εαυτό της.
Εννοείται πως είναι ανίκανη ν’ αντιληφθεί τον κίνδυνο του να κρυώσει και να τρέχουν.
Εννοείται πως μόνο η μάνα που έχει περάσει πολλά μπορεί να γνωρίζει πιο είναι το σωστό.
Εννοείται πως ο γιος άκουγε και παρακολουθούσε με δέος την μάνα που «ήξερε» και την κοπέλα του με απορία που δεν εφάρμοζε τις εντολές της.
Όταν έφυγαν τα παιδιά η μάνα μονολογούσε έντρομη: «πάλι εγώ θα τρέχω, αυτά τα παιδιά δεν ακούν κανέναν».
Ήμουν άφωνος παρατηρητής σ’ αυτήν την τόσο συνηθισμένη και κανονική σκηνή.
Τρόμαξα. Είδα την επιθετικότητα στο βλέμμα της μάνας, την άυλη βία προς την κοπέλα, την υπερβολή, την ακύρωση και το πνίξιμο της προσωπικότητάς της.
Ήταν δεδομένο πως η κοπέλα ήταν τουλάχιστον «ανίκανη» για το γιο της, εκτός αν εφάρμοζε τις συμβουλές της.
Ήταν δεδομένο για το γιο της πως οι συμβουλές της μάνας ήταν ιερές.
Με αφορμή αυτό το περιστατικό ξεκίνησα ν’ αναζητώ τη βία που ασκούν με τον τίτλο της «προστασίας» οι πάντες.
Κατέγραψα και προσέγγισα μέσα από τις σελίδες που θα διαβάσετε τον χειριστικό τύπο ανθρώπου.
Αυτούς που θέλουν να ελέγχουν τα πάντα στους γύρω τους, τους τρόπους και τις μεθόδους που μηχανεύονται «για το καλό τους».
Αυτούς που πνίγουν συνειδήσεις και αυθόρμητες συμπεριφορές.
Αυτούς που το να θέλει κανείς να είναι ανεξάρτητος και ελεύθερος να επιλέγει το πώς θα ζήσει το θεωρούν έγκλημα.
«Η ζακέτα» λοιπόν, μια μυθοπλασία που γράφηκε με αφορμή ένα καθημερινό περιστατικό.
Μια μυθοπλασία ενός χειριστικού ομοφυλόφιλου προς τους συντρόφους του.