Ο χορός των Ποντίων

Κάθε δημοτικός χορός έχει την ιδιαιτερότητά του.

Οι κινήσεις των χορευτών, ο ρυθμός του σώματός τους, οι φιγούρες, η ταχύτητα του χορού αλλά και η γλύκα, η πίκρα, ο θυμός ή πραότητα που αποπνέουν, έχουν άμεση σχέση με τον τόπο που γεννήθηκε η μουσική, και με τον τρόπο ζωής των κατοίκων της.

Για παράδειγμα ο νησιώτικος χορός είναι ανάλαφρος όπως η θάλασσα, περιέχει λύπη για τους ναυτικούς που λείπουν, αλλά και έρωτα σαν εκείνους τους σύντομους του καλοκαιριού.

Τα λικνίσματα των χορευτών είναι αέρινα, ελαφριά σαν την καλοκαιρινή αύρα.

Σε αντίθεση με τον ηπειρώτικο που είναι βαρύς, όπως τα βουνά που πάνω τους και γύρω τους δημιουργήθηκε, είναι σκληρός σαν τους χειμώνες τους, είναι στακάτος σαν τον τρόπο που είναι υποχρεωμένοι οι ορεσίβιοι κάτοικοι να επιβιώνουν.

Ο μοναδικός χορός που περιέχει σε όλη του τη διάρκεια τον πόλεμο είναι ο ποντιακός.

Όταν βλέπεις να τον χορεύουν έχεις την αίσθηση πως τώρα θα επιτεθούν στον εχθρό. Κάθε κίνηση των χορευτών είναι σαν μόλις να δόθηκε το σύνθημα για αντίσταση και πόλεμο.

Έστω κι αν είναι μικρά τα βήματα, τα χέρια δίνουν διαρκώς την εντύπωση της πάλης σώμα με σώμα. Όταν κάνουν την ανάταση όλοι μαζί δείχνουν την αποφασιστικότητα για την μάχη. Δείχνουν τη βεβαιότητα της νίκης ή του θανάτου. Και ο πιο θαρραλέος αντίπαλος σίγουρα θα νιώσει δέος μπροστά τους.

Το βλέμμα των χορευτών είναι προς τα κάτω, όχι από ντροπή, μα σαν να προσπαθούν να πάρουν δύναμη από την Μάνα Γη.

Όταν όμως αυτά τα βλέμματα κοιτάξουν στον ουρανό, είναι έτοιμοι για έναν δρόμο περηφάνιας. Έτοιμοι για να προστατέψουν με κάθε θυσία τα ιερά και τα όσιά τους. Τα εδάφη τους και τις οικογένειές τους από τον ανίερο εισβολέα.

Δεν είναι χορός άμυνας ή ουδετερότητας.

Είναι χορός επίθεσης.

Είναι χορός που περιέχει ρυθμό απ’ όλη την ιστορία των κατοίκων του Πόντου, από την αρχαία Ελλάδα, το Βυζάντιο μέχρι τη γενοκτονία τους.

Συγκλονιστικός. Απαιτεί όταν τον παρακολουθεί κανείς σιωπή και σέβας.

Ο αληθινός χαρακτήρας φαίνεται στο χωρισμό

Πόσο μισάνθρωπος μπορεί να είναι κάποιος που χωρίζει προκαλώντας στον πρώην αγαπημένο του πόνο συνειδητά.
Που φεύγει από μια σχέση σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Αυτός που είναι ανίκανος να πει ένα ευχαριστώ γι’ αυτά που έζησε.
Υπάρχουν τρία στάδια σε μια σχέση: η γνωριμία, το διάστημα που θα είναι το ζευγάρι μαζί και ο (πιθανός) χωρισμός.
Στο χωρισμό φαίνεται ξεκάθαρα το είδος του ανθρώπου. Εκεί αποκαλύπτεται ο πραγματικός του χαρακτήρας, αν είναι έντιμος, αν είναι καλός, αν είναι συμπονετικός ή τίποτε απ’ όλα αυτά.
Σπάνια συναντά πλέον κανείς ανθρώπους που χωρίζουν χωρίς να έχουν τη συναισθηματική τους «καβάντζα».
Δειλοί, φοβισμένοι και ανίκανοι να μείνουν μόνοι τους για ένα διάστημα μέχρι να ξεκαθαρίσει μέσα τους το τι θέλουν από την επόμενη σχέση που θα κάνουν, πριν φύγουν δημιουργούν ένα υποκατάστατο της σχέσης που έχουν ώστε να μην αλλάξει τίποτε.
Έτσι χώρισαν και ο Λευτέρης με το Δήμο.
Μπήκε απόγευμα ο Δήμος στο σπίτι και το βρήκε άδειο.
Είχε πάρει φεύγοντας ο Λευτέρης τα πάντα. Σε μια χαρτοπετσέτα του έγραφε πως τα πήρε γιατί εκείνος τα είχε πληρώσει.
Εργαζόταν σαν επιστάτης σε μια μεγάλη φυτεία λαχανικών και κέρδιζε πολλά, λίγο περίεργο βέβαια το μεγάλο ποσό που έπαιρνε κάθε μήνα, αλλά ο Δήμος δεν ασχολιόταν και πολύ.
Ο Δήμος κάθισε σε μια καρέκλα για να μη σωριαστεί. Ένιωθε δύσπνοια από τον κόμπο στο λαιμό που προσπαθούσε να γίνει δάκρυ.
Ναι, είναι πολύ δύσκολη κατάσταση ο οποιοσδήποτε χωρισμός και αφήνει πληγές που ίσως να μην επουλωθούν σύντομα.
Η μεγάλη δυσκολία είναι πως αυτός που φεύγει ήταν ένα σημείο αναφοράς για τη ζωή εκείνου που μένει. Σημείο αναφοράς για τα πιο απλά, μια βόλτα, μια ταινία στην τηλεόραση, μέχρι τα πιο σημαντικά όπως το σεξ, το κοινό ταμείο στο σπίτι, ή η συμπαράσταση σε μια δύσκολη κατάσταση.
Αυτή η έλλειψη του σημείου αναφοράς δημιουργεί και τον πανικό ή τον φόβο.
Ειδικά στη συναισθηματική δέσμευση, όπως το να τον σκέφτεται και να τον ποθεί, να ελπίζει και να οραματίζεται το μέλλον μαζί του, κάτι γινόταν όσο ήταν μαζί.
Είναι αυτό που δημιουργεί το κενό, το δυσβάσταχτο ψυχικό κενό τον πρώτο καιρό.
Είναι αυτό που ζητούν όλοι όσοι χώρισαν ν’ αναπληρώσουν: ένα σημείο αναφοράς αντίστοιχης δύναμης και έντασης.
Ο χαρακτήρας λοιπόν του ανθρώπου φαίνεται με τον τρόπο που φεύγει από μια τέτοια σχέση.
Ο χαρακτήρας όμως δεν δημιουργείται τη στιγμή του χωρισμού.
Τον είχε ο Λευτέρης και πριν χωρίσουν. Τον είχε για όσα χρόνια έμειναν μαζί μα ο Δήμος είτε έκανε πως δεν τον έβλεπε, είτε δεν πίστευε πως είναι τίποτε κακό. Και ο Λευτέρης είχε και την άτυπη και ανομολόγητη «έγκρισή» του γι’ αυτό που είναι.
Δηλαδή τι φανταζόταν πως έκανε ο Λευτέρης σαν επιστάτης; Έδινε μαθήματα χορού στους εργάτες; Αφού είχαν φτάσει στ’ αυτιά του διάφορα περίεργα για την απότομη και βίαιη συμπεριφορά του. Γιατί δηλαδή τα προσπέρασε σαν «κακοήθειες» και «κακόβουλα ψέματα»; Γιατί δεν αναρωτήθηκε ποτέ πώς είναι δυνατόν να αμείβεται τόσο καλά; Ποιες ειδικές υπηρεσίες παρείχε στους εργοδότες του και τους ήταν τόσο απαραίτητος; Και όταν συναντήθηκε με έναν κοινό τους φίλο, πρώην εργάτη στις φυτείες και τόλμησε να του πει κάτι για τη συμπεριφορά του, γιατί τον διαολόστειλε και το είπε και στο Λευτέρη. Ούτε τότε προβληματίστηκε;
Ναι, μπορεί να συμβεί και αυτό.
Έναν άνθρωπο που του δείχνουμε εμπιστοσύνη, που τον αποδεχόμαστε, είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε μετά πως δεν είναι αυτό που είδαμε στην αρχή.
Ή μπορεί ο Λευτέρης να άλλαξε με τον καιρό.
Πάλι ναι, μπορεί. Ο άνθρωπος αλλάζει συνέχεια μα η πιο συνηθισμένη τάση είναι να κρατάμε την πρώτη εικόνα.
Την εικόνα που είχε όταν γνωρίστηκαν.
Και τότε αρχίζει ένα από τα πιο άσχημα ανθρώπινα συναισθήματα:
Η εξοικείωση.
Ένα συναίσθημα που περιέχει βία, ασχήμια, πόνο.
Αυτό που σε κάνει να σου είναι οικεία τα πιο σκληρά που συμβαίνουν γύρω σου.
Αυτό που σε κάνει να μην αντιδράς, να μην κινητοποιείσαι για ό,τι πριν σε θύμωνε, σε εξόργιζε, σε έκανε να πονάς ή να θλίβεσαι.
Το συναίσθημα της αδράνειας, του τέλματος, της αδιαφορίας.
Είναι σίγουρα αυτό που θα σε κάνει να μην δώσεις καμιά μάχη πλέον για ό,τι πριν πίστευες βαθιά.
Για ό,τι σου ήταν αδιανόητο.
Αυτό που μπορεί να συνυπάρχει αρμονικά μόνο με κάτι κακό.
Ίσως το πιο απάνθρωπο συναίσθημα.
Ένα συναίσθημα που το προκαλεί πολλές φορές η αδυναμία ν’ αντιδράσεις. Ή και ο φόβος ακόμα. Ή και η άγνοια του τι πρέπει να κάνεις.
Και τότε το κακό γιγαντώνεται και γίνεται μέρος της καθημερινότητας.
Όχι δεν είναι έτσι. Δεν είναι δυνατόν να είναι οικείο μόνο το κακό. Υπάρχει και το καλό. Ποτέ δεν υπάρχει μόνο του το ένα. Η μαγεία της ζωής είναι προς τα πού θα κοιτάξεις.
Δυστυχώς τις περισσότερες φορές μόνο ένα μεγάλο ταρακούνημα μπορεί να στρέψει το βλέμμα και προς την άλλη κατεύθυνση.
Κάτι αντίστοιχο ένιωσε και ο Δήμος στο άδειο σπίτι.
Σαν μια σπίθα, μικρό και σχεδόν αδιόρατο.
Μα αυτό τον ηρέμησε κάπως. Αυτό τον έκανε να σηκωθεί και χωρίς να πάρει τίποτε από το σπίτι, έφυγε.
Περπατούσε και στο μυαλό του γύριζαν όλα όσα ανέχτηκε, όλα όσα δεν ήθελε να δει.
Όλες αυτές τις αξίες που έβαλε τόσα χρόνια στο μπαούλο μην τυχόν και διαταράξει την καλή σχέση που πίστευε πως είχε.
Αυτή η σπίθα τον έκανε να δει ξεκάθαρα πόσο πιο δυστυχισμένος ήταν ο Λευτέρης. Πόση απόγνωση θα του φέρει σύντομα η «καβάντζα» του.
Πόσο πόνο θα περάσει στην υπόλοιπη ζωή του με τον τρόπο που έμαθε να επιβιώνει.
Χωρίς να καταλαβαίνει γιατί, ένιωθε πως πέρασε μια μεγάλη αρρώστια.
Ανακουφισμένος κάθισε στο παγκάκι του πάρκου. Οι ανάσες του ήταν βαθιές, λυτρωτικές.
Ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβε πως δεν έχασε τον καιρό του, αλλά κέρδισε τόσα πολλά μέσα από αυτήν τη σχέση.
Μετά από πολλά χρόνια ένιωθε πάλι σαν έφηβος.
Έμεινε στο ξενοδοχείο εκείνο το βράδυ, ήρεμος και δυνατός.
Και σαν να του φάνηκε πως το παιδί που τον πήγε μέχρι το δωμάτιό του, τον γλυκοκοίταζε.
Και ναι, καλά έκανε και πήρε τα πράγματα. Δεν θα μπορούσε ούτε να τ’ αγγίξει με την τόση βρώμα που είχαν πάνω τους.
Καθαρές ματιές σαν του αγοριού στο ξενοδοχείο και καθαρό κρεβάτι να κοιμάται χρειαζόταν.
Τίποτε άλλο.

Ο εαυτός σου και ο ρόλος σου

Συναντιέσαι με κάποιον. Σου έρχεται με αυτό που φαντάζεται πως είναι.
Τις περισσότερες φορές με ένα ψεύτικο ύφος, τρόπο συμπεριφορά, ντύσιμο, όλα.
Πρέπει να ταιριάζει με αυτό που είδε στο περιοδικό, στην τσόντα ή στον κόσμο που συχνάζει μαζί του, ή σ’ αυτά που θα ήταν αποδεκτά.
Η προσωπική του βαθειά επιθυμία, θαμμένη στα έγκατα του είναι του.
Κοιτάζεις λίγο πιο προσεκτικά το βλέμμα του και νιώθεις αυτό που θέλει, αυτό που ποθεί.
Δοκιμάζεις να του το βγάλεις, επειδή κι εσύ θέλεις τον πραγματικό του εαυτό, δεν σ’ ενδιαφέρει ο ψεύτικος.
Τρόμος.
Σαν να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του, έστω κι αν αυτό που με τόση αγάπη του βγάζεις, έστω κι αν το κάνεις προσεκτικά και χωρίς βιασύνη, δεν το θέλει. Φοβάται τον ίδιο του τον εαυτό περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο.
Εξαφανίζεται.
Είσαι σίγουρος πως θα σε σκέφτεται για πολύ καιρό ακόμα, οι πιο τολμηροί εμφανίζονται αργότερα.
Οι επιλογές που έχεις είναι δυο: ή παίζεις κι εσύ έναν ψεύτικο ρόλο ή κάθεσαι σπίτι και γράφεις στάτους.
Τις περισσότερες φορές προτιμάς το δεύτερο, είναι λιγότερο ψυχοφθόρο.
Ξέρεις πως η ερωτική συμπεριφορά είναι απόρροια της κοινωνικής κατάστασης που ζει ο καθένας.
Ο απόλυτος συντηρητισμός που έχει επικρατήσει, έχει περάσει και στη κρεβατοκάμαρα πάλι μετά από δεκαετίες.

Η Καινούρια Χρονιά

Ήθελε να αλλάξει μόνος του την καινούρια χρονιά.
Κοιμήθηκε νωρίς το βράδυ, η ημέρα ήταν για εκείνον η αλλαγή, όχι η νύχτα.
Όταν ξημέρωσε σηκώθηκε για να κάνει την τελετή που ήταν αφιερωμένη στο μέσα και στο έξω του.
Θέρμανε το σπίτι, σιδέρωσε τα καθαρά ρούχα και γέμισε την μπανιέρα.
Ήθελε να καθαριστεί κάθε σημείο του σώματός του.
Μούλιασε αρκετή ώρα στα αφρόλουτρα και στις μυρωδιές τους, νιώθοντας πως τώρα φεύγει από πάνω του η παλιά χρονιά. Μαζί της και κάθε τι ακάθαρτο αλλά και καθαρό.
Τα αποχαιρετούσε παρατηρώντας τα με αγάπη, ήταν κομμάτια του εαυτού του, είτε ήταν εύκολα είτε δύσκολα.
Η καθαριότητα ήταν επιμελημένη και κρατούσε πολλή ώρα.
Λούσιμο, σφουγγάρι με σαπούνι σε όλο το σώμα, περιποίηση νυχιών, ποδιών και χεριών, πλύσιμο δοντιών, όλα.
Έπαιζε σε όλη τη διάρκεια της κάθαρσης χαρούμενη κλασική μουσική, με τα τηλέφωνα κλειστά. Δεν ήθελε να τον διακόψει κανείς στη δική του ώρα.
Ήταν η πιο σημαντική μέρα της ζωής του, όχι απολογισμού μα κάθαρσης.
Μάλλον ξεκαθαρίσματος.
Ήταν η μόνη μέρα που είχε το ρόλο του θεατή με πρωταγωνιστή τον εαυτό του και όχι του σκηνοθέτη.
Τελείωσε, σκουπίστηκε προσεκτικά να μην μείνει καθόλου υγρασία πάνω του με την καθαρή πετσέτα.
Ντύθηκε ζεστά και μόνο τότε έφτιαξε έναν καφέ να πιει, κοιτάζοντας από το παράθυρο τον ουρανό αρκετή ώρα, με το μυαλό να αδειάζει, να καθάρεται όπως λίγο πριν το σώμα του.
Ένιωσε ευγνωμοσύνη και μόνο που υπάρχει.
Πάμε! Είπε μέσα του, να γνωρίσουμε την Καινούρια Χρονιά.

Το γλυκό και ο έρωτας

Τα στρογγυλά παλιομοδίτικα αλλά βαμμένα μπλε τραπεζάκια ήταν πάνω και κάτω από το πεζοδρόμιο με τις ψάθινες καρέκλες να τ’ αγκαλιάζουν με φροντίδα περιμένοντας να καθίσουμε.
Κάτι πήρε το μάτι μου μέσα στο μικρό ζαχαροπλαστείο και η εικόνα με τραβούσε σαν μαγνήτης.
Δεν πρόσεξα τον καλοβαλμένο σαραντάρη που με ακολουθούσε, σαν να ήθελε να με υποδεχτεί και να με ξεναγήσει.
Μπροστά μου ήταν μια βιτρίνα γεμάτη με ό,τι γλυκό είχα φανταστεί, το ένα ταψί δίπλα στο άλλο. Γλυκά σοκολατένια, σιροπιαστά, με άχνη, στρογγυλά, τετράγωνα, τρίγωνα, με κρέμα, με καρύδια και αμύγδαλα.
Ακούστηκε η φωνή του σαν από μακριά όταν άρχισε να μου παρουσιάζει τα δημιουργήματά του ένα – ένα, τις γευστικές ιδιαιτερότητές του, την πυκνότητα της κάθε κρέμας, τα υλικά που είχε φτιαχτεί.
Η φωνή αγκάλιαζε τις ηδονικές μου σκέψεις όταν θα είχα ένα από αυτά μπροστά μου.
Δεν αντιδρούσα καθόλου σε ό,τι έλεγε και προσπαθούσε με αγωνία να διερευνήσει ποιο θα ήταν εκείνο που θα με ικανοποιούσε.
Τα ήθελα όλα. Ήταν αδύνατο να διαλέξω αλλά μια φωνή έλεγε μέσα μου πως δεν είχα δει ακόμα το τέλειο. Συνέχιζε κάπως απογοητευμένος μέχρι που το μάτι μου έπεσε στα ταψιά που ήταν πάνω στη βιτρίνα.
Κάτι σκίρτησε μέσα μου και ρώτησα βέβαιος για την αρνητική του απάντηση:
– Το γαλακτομπούρεκο έχει φρέσκο βούτυρο μέσα;
Θίχτηκε. Έκανε ένα βήμα πίσω πειραγμένος και με φανερή την έκπληξη για το πώς φαντάστηκα πως δεν έχει φρέσκο βούτυρο μέσα.
Το παρήγγειλα για να μην συνεχιστεί η ένταση, αλλά δεν τον πίστεψα.
Σε λίγο μέσα σ’ ένα πανέμορφο μικρό πιάτο ένα μεγάλο όσο έπρεπε κομμάτι ήταν καθισμένο πάνω στο σιρόπι του με το πιρουνάκι δίπλα του.
Την κανάτα με το φρέσκο νερό ούτε που την πρόσεξα, το βλέμμα μου είχε επικεντρωθεί στο γλυκό. Ήταν από τη γωνιά του ταψιού κομμένο που πάντα μου άρεσε, γιατί αυτά που είναι στις γωνίες δεν είναι ξεδιάντροπα και άσεμνα όπως αυτά του κέντρου που θέλουν να επιδεικνύονται.
Καλό σημάδι σκέφτηκα.
Προσπάθησα να το κόψω με το πιρούνι αλλά έλειωσε όπως το πίεσα. Μόλις είχε βγει από το φούρνο. Ή έκπληξη άρχισε να γίνεται θαυμασμός. Ένα μικρό κομμάτι κατάφερα να το φέρω στο στόμα μου.
Αποσβολώθηκα. Ήταν ζεστό και μοσχομύριζε βούτυρο.
Το άφησα στο στόμα μου για λίγο δίχως να μασάω. Ήθελα να πειστώ πως πράγματι ήταν ό,τι ακριβώς είχα φανταστεί.
Προσπαθούσα να εντοπίσω τα αρώματα από τα υλικά της κρέμας και κατάφερα μόνο να νιώσω το ξύσμα πορτοκαλιού, τα υπόλοιπα σαν να μην μου το επέτρεπαν, προτιμούσαν να παραμείνουν μυστικά για να πετύχουν το στόχο τους που ήταν η απόλαυση. Έτσι έπρεπε, για να μην γίνει η απόλαυση μια ρουτινιάρικη διαδικασία τροφής.
Μασούσα αργά και προσεκτικά σαν να άκουγα κλασική μουσική και φοβόμουν μήπως χάσω την ιερότητα της κάθε νότας.
Το γλυκό γυρνούσε στο στόμα μου προσπαθώντας να ευχαριστήσει τον ουρανίσκο και τη γλώσσα μου.
Δεν μιλούσα, δεν σκεφτόμουν τίποτα είχε επικεντρωθεί όλο μου το είναι στη γεύση, οι υπόλοιπες αισθήσεις παρακολουθούσαν το γεγονός σιωπηλά.
Τα αρώματα και η γευστική τους ερμηνεία είναι πολύ προσωπική υπόθεση, το πώς δηλαδή θα μείνει χαραγμένο στη μνήμη του καθένα, ποια συναισθήματα θα του προκαλέσει, πόση ηδονική ανάμνηση θ’ αποθηκεύσει, με ποιες παλιότερες στιγμές της ζωής του θα το συνδέσει, αλλά κυρίως την επιθυμία να υπάρχει μια τέτοια γεύση στη ζωή του πάντα.
Μου πήρε αρκετή ώρα μέχρι να τελειώσω και να αισθανθώ ευτυχής.
Δεν έβλεπα και δεν άκουγα τίποτε γύρω μου και μόνο όταν πια επανήλθα από την ηδονική απόλαυση κατάλαβα πως ο ζαχαροπλάστης με κοίταζε διακριτικά και το βλέμμα του είχε την χαρά της επιβεβαίωσης.
Τον κοίταξα και συμφώνησα με τα μάτια πως είχε δίκιο όταν θύμωσε από τις ανάγωγες ερωτήσεις μου για την ποιότητα.
Έμεινα λίγο ακόμα, πλήρωσα και έφυγα.
Περπατώντας σκεφτόμουν πως όλο αυτό που έζησα έμοιαζε με τον έρωτα.
Που τον ψάχνεις στη βιτρίνα και βρίσκεται στο πιο αναπάντεχο σημείο.
Στη θέση του γλυκού είναι το αντικείμενο του πόθου.
Όταν το κομμάτι είναι από τη γωνία του ταψιού, έχεις να κάνεις με σεμνό άνθρωπο που δεν του αρέσει να επιδεικνύεται.
Στη θέση του ζαχαροπλάστη η αόρατη δύναμη που σε καθοδηγεί εκεί που ποθείς.
Που στο φέρνει μπροστά σου όταν δεν το περιμένεις.
Η μοναδική διαφορά είναι πως όταν ερωτεύεσαι το τελετουργικό της γεύσης το τηρούν εξ’ ίσου ευλαβικά όλες οι αισθήσεις. Σαν ιέρειες σε αρχαίο ναό.
Τα βλέμματα που ανταλλάσσονται, οι ήχοι από τα λόγια αγάπης, το άγγιγμα όλου του κορμιού και οι μοναδικές μυρωδιές που αποπνέει το αντικείμενο του πόθου σε κάνει να νοιώσεις ολοκληρωμένος.

Χρόνια σας πολλά!

Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή

Παντρεμένος ο Παιδής που λέτε και με λίγες “εμπειρίες” απ’ ότι έλεγε.
Γενικά είσαι επιφυλακτικός μ’ εκείνους που έχουν σχέση ή γάμο γιατί σε βλέπουν σαν ερωτικό συμπλήρωμα της ασφάλειάς τους και της “κανονικότητάς” τους.
Λες δε πάει στα κομμάτια ας πιω ένα ρημαδοκαφέ και βλέπουμε.
Συναντιέσαι λοιπόν και καθόσαστε σ’ ένα απόμερο καφέ, μην τους δει και κανένα μάτι.
Τον βλέπεις ταραγμένο και προσπαθείς να τον ηρεμήσεις με επιχειρήματα του τύπου “και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή”.
Η ταραχή μεγαλώνει περισσότερο.
Λες κάτι θα είπα που δεν έπρεπε και σταματάς να μιλάς γιατί όσο τα σκαλίζεις κλπ
Ξαφνικά, μα εντελώς όμως, σου λέει “φεύγω” εκεί στη μέση του καφέ.
Και φεύγει. Έτσι χωρίς εξήγηση, χωρίς μια συγγνώμη.
Αν δεν έχεις ξαναδεί το έργο θα γινόσουν έξαλλος.
Οι παντρεμένοι Παιδήδες δεν αντέχουν τον εαυτό τους.
Ούτε τον παντρεμένο εαυτό τους ούτε τον άπιστο.
Είναι σε μια διαρκή εσωτερική σύγκρουση που όση κατανόηση και συμπόνια να δείξεις, δεν ηρεμούν. Νιώθουν διαρκώς κατατρεγμένοι.
Συνεχίζεις και απολαμβάνεις τον καφέ σου μόνος. Ό,τι μπόρεσα έκανα σκέφτεσαι.
Τα υπόλοιπα ας τα βρει με τον ψυχολόγο του.

Η εσωτερική μετανάστευση των ομοφυλόφιλων

Οι λόγοι για τους οποίους μεταναστεύει κάποιος ή ένας ολόκληρος πληθυσμός, είναι κυρίως η αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής ή η επιβίωση. Έχουν μελετηθεί και καταγραφεί επιστημονικά πάρα πολλά σχετικά με τον τρόπο αλλά και τις συνθήκες με τις οποίες μεταναστεύει κανείς. Μπορεί να μεταναστεύσει σε άλλη χώρα ή στη δική του. Σ’ αυτήν την περίπτωση, η μετανάστευση ονομάζεται εσωτερική.

Είναι αυτή που δημιούργησε την αστυφιλία, όταν ο περισσότερος πληθυσμός εγκατέλειψε την περιφέρεια αναζητώντας εργασία και καλύτερες συνθήκες ζωής. Το είδος της εσωτερικής μετανάστευσης που όχι μόνο δεν έχει καταγραφεί ποτέ και πουθενά, είναι η μόνιμη μετανάστευση των ομοφυλόφιλων. Παρόλο που αποτελούν περίπου το 10% του πληθυσμού, μόνο αποσπασματικά και σαν μεμονωμένες ιστορίες καταγράφονται. Η μετανάστευση είναι σχεδόν πάντα ακούσια, κανείς δεν επιθυμεί να φύγει από την πατρίδα του, τους οικείους, τους φίλους του. Ή κι αν αναγκαστεί να το κάνει, πάντα θα υπάρχει η ελπίδα και η επιθυμία του επαναπατρισμού, της επανόδου όταν οι συνθήκες της ζωής του θα έχουν βελτιωθεί.

Μπορεί να λείψει και για δεκαετίες ακόμα, να κάνει οικογένεια, παιδιά ή ό,τι άλλο θέλει ο καθένας. Η πρώτη του πατρίδα όμως, η γενέτειρά του θα είναι βαθιά ριζωμένη στην ψυχή του και πάντα θα τη σκέφτεται με νοσταλγία. Όλα αυτά είναι απαγορευμένα για όλους τους ομοφυλόφιλους. Θα φύγουν από την ιδιαίτερη πατρίδα τους, από το χωριό τους, σαν διωγμένοι επειδή δεν είναι δυνατόν μέσα σε μια τόσο συντηρητική χώρα να δημιουργήσουν τη δική τους οικογένεια.

Όλοι γνωρίζουμε κάποιο τέτοιο παράδειγμα. Σκεφτείτε να είναι η καταγωγή κάποιου ομοφυλόφιλου από τα Καλάβρυτα για παράδειγμα. Να έχει όλη την κοινωνία απέναντί του σαν εχθρό. Να μην τολμάει να κυκλοφορήσει γιατί σίγουρα πάντα θα βρεθεί κάποιος «πιστός» να ασκήσει βία πάνω του, να τον χλευάσει ή ακόμα και να τον δείρει, ειδικά όταν οι ιεροί πατέρες προτρέπουν με τόσο μίσος τους υπόλοιπους να το πράξουν. Αλλά και χωρίς να το κάνουν οι ιερείς, τα παιδιά αυτά δεν τα θέλουν πολλές φορές, να μην πω τις περισσότερες, ούτε οι ίδιοι τους οι γονείς. Να ντρέπονται οι γονείς σου γι’ αυτό που είσαι και να ησυχάζουν όταν φεύγεις. Είναι ένας διαρκής και ακήρυχτος πόλεμος. Και όπως κάθε πόλεμος έχει πόνο, βία και ακόμα και θάνατο. Αμέτρητες και αχαρτογράφητες οι αυτοκτονίες παιδιών που δεν άντεξαν τόση κακοποίηση, που δεν άντεξαν τόση βία ή που δεν μπόρεσαν να μεγαλώσουν και να φύγουν από το χωριό τους ή την μικρή επαρχιακή πόλη που γεννήθηκαν. Αμέτρητα τα παιδιά που πήραν την πρώτη τους ανάσα ελευθερίας όταν κατέφεραν να εισαχθούν σε κάποιο πανεπιστήμιο άλλης πόλης. Που μπόρεσαν να ερωτευτούν δίχως να είναι δακτυλοδεικτούμενοι για τη σεξουαλική τους συμπεριφορά. Μόνο όταν μεγαλώνοντας λίγο ακόμα μπόρεσαν να φύγουν από το περιβάλλον που μεγάλωσαν, κατάφεραν να κάνουν σχέσεις μακροχρόνιες, να μοιραστούν με τον άνθρωπό τους τη ζωή τους, να ταξιδέψουν και ν’ απολαύσουν όλα όσα απολαμβάνουν και οι «κανονικοί» πολίτες.

Θα σκεφτείτε πώς αυτό μπορεί να συμβαίνει στις μικρές κοινωνίες αλλά όχι στις μεγάλες πόλεις. Η γειτονιά που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο καθένας είναι ένα μικρό χωριό, με ελάχιστες διαφορές. Κοιτάξτε γύρω σας και αναζητείστε κάποιον που τον γνωρίζετε από παλιά και γνωρίζατε πως ήταν ομοφυλόφιλος. Δείτε αν αυτός παρέμεινε στη γειτονιά, όπως ίσως εσείς που κληρονομήσατε το πατρικό σας, ή που δε θελήσατε να φύγετε. Δε θα βρείτε σχεδόν κανέναν. Οι λόγοι; Πολλοί: Είσαι έφηβος και επειδή σου αρέσουν τ’ αγόρια σε κοιτάζουν με μισό μάτι οι γονείς σου και όλο το σόι. Μιλάνε κρυφά για σένα οι φίλοι σου. Στο στρατό θα πρέπει να καταφέρεις να μη φας ξύλο από κάποιον ομοφοβικό. Όταν πιάσεις κάπου δουλειά θα πρέπει να βρίσκεις ένα σωρό ψέματα για να μη σε διώξουν. Αν συγκατοικήσεις με τον άνθρωπό σου θα πρέπει να εξηγείς στον καθένα πως είσαστε απλώς φίλοι. Θα πρέπει να μεταναστεύσεις σε άλλη γειτονιά για να μη σε ρωτούν οι παιδικοί σου φίλοι συνέχεια.

Είναι μερικά από όσα συμβαίνουν στον κάθε ομοφυλόφιλο. Ρωτήστε και εκείνους του λίγους που επέλεξαν να το ανοίξουν στον κοινωνικό τους περίγυρο, πόση βία, πόσο πόνο και πόση επίθεση δέχτηκαν. Γιατί μη μου πείτε πως η κοινωνία δεν είναι ομοφοβική. Πως αντέχουν όλοι μια κοινωνική επίθεση, μια απομόνωση. Ή μήπως φαντάζεστε πως το επέλεξαν, ή το απολαμβάνουν. Αν είναι έτσι, τότε καλέστε την ημέρα του οικογενειακού σας χριστουγεννιάτικου ρεβεγιόν ένα ζευγάρι και ανακοινώστε το κιόλας. Αν, παρ’ όλα αυτά, πιστεύετε πως σήμερα η κατάσταση είναι καλύτερη, τότε κοιτάξτε ακόμα μια φορά γύρω σας και αναζητείστε στην πολυκατοικία που μένετε ή στη γειτονιά σας ένα ζευγάρι ομοφυλόφιλων. Ένα ζευγάρι που θα κάνετε παρέα, που θα γνωριστείτε καλύτερα, που δεν θα φοβηθείτε, έστω και αν δεν το ομολογήσετε, μήπως κάνει «κακό» στα παιδιά σας. Αν πράγματι ανήκετε σ’ αυτήν την κατηγορία, τότε μπράβο σας. Είστε όμως ελάχιστοι δυστυχώς.

Η οντισιόν

Συναντιέσαι και λες ωραίος είναι.
Από την πρώτη στιγμή της συνάντησης βλέπεις πως παίζει ένα ρόλο. Του είναι αδύνατο να “παίξει” τον εαυτό του.
Ένα ρόλο χιλιοπαιγμένο αλλά πάντα στην μόδα.
Τον έχει μάθει καλά, τον σπούδασαν οι παρέες του, η τηλεόραση, το φιλικό του ή επαγγελματικό του περιβάλλον.
Ένα ρόλο πιασάρικο ψάχνοντας να βρει απεγνωσμένα με ποια ατάκα, με ποια κίνηση θα τραβήξει την ερωτική σου διάθεση.
Βαριέσαι και για να μη πάει χαμένη η βραδιά λες ας σκηνοθετήσω λίγο την παράσταση.
Στην αρχή ξαφνιάζεται και μετά τρομάζει όταν ανακαλύπτει πως προσπαθείς να τον βάλεις στο δικό του εαυτό, πως ψάχνεις έστω και λίγο ένα κομμάτι του που δεν είναι αντίγραφο μιας διαφήμισης ή μιας ταινίας πορνό.
Αισθάνεται πως καταρρέει και από άμυνα περνάει στην επίθεση μήπως μπορέσει και σου κρυφτεί.
Κι εσύ απλά του λες πως θα συνεχίσω την ερωτική οντισιόν μέχρι να βρω εκείνον που τουλάχιστον θα υποδυθεί τον εαυτό του για λίγο έστω.
Η παράσταση αναβλήθηκε.

Το sex και το αυτοκίνητο

Ημέρα του σεξ λέει σήμερα.

Για να καταλάβετε τον τρόπο που κάνει σεξ ένας άντρας, ρωτήστε τον ποια μάρκα αυτοκινήτου του αρέσει πολύ (πόσο μάλλον να έχει και τέτοιο).
Μερικά παραδείγματα:
Αν του αρέσουν τα βρετανικά (Jaguar, Bentley, κλπ) στο κρεβάτι θα είναι υπερόπτης και θα θέλει και υπηρέτη για να κάνει τα απαραίτητα. Θα βογκήξει με προσοχή για να μην εκτεθεί, δεν θα καπνίσει μετά και φεύγοντας μ’ ένα πεταχτό φιλί θα πει μ’ ένα αδιόρατο χαμόγελο: «καλά ήταν».
Αν του αρέσουν τα γερμανικά (Mercedes, Audi, BMV κλπ) θα είναι τέλειος εραστής, αλλά μέχρι εκεί. Το τι ένιωσε δεν θα το μάθετε ποτέ. Αμέσως μετά το σεξ μπορεί ν’ αρχίσει να συζητάει για τον καιρό. Το ύφος δηλαδή που έχουν και τα γερμανικά αυτοκίνητα: τέλειες κατασκευές και ψυχρές.
Αν του αρέσουν τα ιαπωνικά, ετοιμαστείτε για γκρίνια. Δεν πρέπει να κάνω πολύ σεξ για να μην κουραστώ, είναι αργά ας το αφήσουμε γι’ αύριο, έφαγα πολύ και δεν έχω διάθεση κλπ, όπως συμπεριφέρεται στο δρόμο και μια Toyota για παράδειγμα. Μετρημένο, φτηνό και αμφίβολης ποιότητας στην οδική του συμπεριφορά. Έτσι θα είναι κι αυτός.
Αν τέλος του αρέσουν τα ρώσικα (Lada πχ), θα μπουκάρει στο δωμάτιο, θα τα κάνει όλα λίμπα και στο τέλος μπορεί και να ρευτεί δυνατά.
Η εικόνα και η συμπεριφορά των αυτοκινήτων στο δρόμο, μοιάζει πολύ με το χαρακτήρα εκείνου που το έχει.
Η επιλογή του χρώματος επίσης δείχνει κάτι από τον χαρακτήρα του.

Μια αυτοκινητοβιομηχανική-σεξουαλική ανάλυση λόγω της ημέρας.

Ερωτήσεις – απορίες:

-Και αν δεν του αρέσουν τα αμάξια αλλά οι μηχανές;
-Στις μηχανές υπάρχει μια αντιστοιχία με αυτήν του καβαλάρη. Σε άλλον αρέσουν τα μεγάλα άλογα, σε άλλον τα γαϊδουράκια και σε άλλον τα πόνι. Ανάλογα με το τι μηχανή έχει (μεγάλη ή παπάκι), το ίδιο θα συμπεριφέρεται και στο κρεβάτι.
-Αν του αρέσουν οι Ferrari;
-Πολυλογάς και επιδειξίας
– Αν έχει παπάκι;
-Ξέρει τι θέλει και το δείχνει μόνο εκεί που χρειάζεται. Αν όμως έχει κομμένες εξατμίσεις, μακριά. Φασαρία χωρίς λόγο.
-Tα Γαλλικά τα ξέχασες!
-Αν προτιμά τα γαλλικά τότε μάλλον θα κάνει σεξ φορώντας φουλάρι και αφού έχει απαγγείλει ένα καταθλιπτικό ποίημα πριν πέσει στο κρεβάτι. Μπορεί και να βάλει τα κλάματα από συγκίνηση για την ανωτερότητα της ύπαρξής του που δεν τον καταλαβαίνει κανείς.
-Αν δεν του αρέσουν γενικώς τα μηχανοκίνητα, και προτιμά τα μέσα;
-Τότε μάλλον μιλάμε για μαμάκια που θα πρέπει να ρωτήσει την μάνα του πριν μπει στην κρεβατοκάμαρα
-Αν του αρέσουν τα Yugo;
-Δεν θα έχει και πολύ σε εκτίμηση το νερό, οπότε ας αφήσει τις κάλτσες του έξω από την κρεβατοκάμαρα γιατί έρχεται κατ’ ευθείαν από το εργοστάσιο..

Ενδεικτικά είναι όλα τα παραπάνω, αλλά αν μιλήσετε με τους κατόχους των αυτοκινήτων, ίσως δεν απέχουν και πολύ από την πραγματικότητα, μιας και το αυτοκίνητο είναι για τους περισσότερους μια επέκταση ή μια έκφραση του χαρακτήρα τους.