Φίλος ή εισαγγελέας;


Τριανταπεντάρης, άσχημο δεν τον έλεγες, από εκείνους τους άντρες που απολάμβαναν τη ζωή τους.
Είχε το σπίτι του, εργαζόταν πολλά χρόνια σε μια μεγάλη εταιρεία, σταθερή σχέση δεν είχε αλλά ήταν πολύ ερωτικός και από το κρεβάτι του είχαν περάσει πολλά όμορφα αγόρια.
Όλα πήγαιναν μια χαρά όταν μια Δευτέρα πρωί τον ειδοποίησαν να περάσει από το λογιστήριο.
Του ανακοίνωσαν την απόλυσή του.
Του ζήτησαν μέχρι την επομένη ν’ αδειάσει το γραφείο του και ν’ αποχωρήσει.
Ήταν σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα.
Το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει ήταν ένα «γιατί;».
Του εξήγησαν πως η εταιρεία συγχωνεύτηκε με μια άλλη και θα έκανε περικοπές εξόδων και απολύσεις.
Δεν πίστευε στ’ αυτιά του, είχε παγώσει, είχε αρχίσει να ιδρώνει και κοίταζε τον διευθυντή που του το ανακοίνωσε σαν χαμένος με το στόμα μισάνοιχτο.
Παραπατώντας σχεδόν, κατάφερε να βγει από το κτίριο.
Το πρώτο πράγμα που κάνει κάποιος που είναι άνεργος, είναι ν’ αρχίσει να κατηγορεί τον εαυτό του.
Όλα τα ρίχνει πάνω του και αυτό αρχίζει να γίνεται από βασανιστικό έως πνιγηρό.
Πόσο μάλλον όταν είναι σχεδόν βέβαιο πως πολύ δύσκολα θα ξαναβρεί κάπου να εργαστεί με τόση ανεργία.
Ο πανικός που δημιουργεί η απόλυση μοιάζει με θηρίο που σου επιτίθεται ξαφνικά. Εκείνη την ώρα που ακινητοποιείσαι από το φόβο.
Μια βδομάδα πέρασε και ήταν χάλια.
Δεν είχε διάθεση για τίποτε, ένιωθε απογοητευμένος απ’ όλα και μια παραίτηση τον έκανε να μη θέλει να σηκωθεί από το κρεβάτι, με κλειστά παράθυρα μέρα νύχτα.
Βρώμικος και το σπίτι του σαν εγκαταλελειμμένο.
Για έρωτα και σεξ ούτε να το σκεφτεί, μερικές φορές δε για να μην τον ενοχλούν έκλεινε και το τηλέφωνο ακόμα.
Ένας κόμπος λίγο πριν το λυγμό κυκλοφορούσε μέσα του χωρίς να μπορεί να εκφραστεί. Ένιωθε πως είχε αποτύχει σε ότι είχε κάνει μέχρι τώρα στη ζωή και η αυτοκτονία του άρχισε να γίνεται μια συνεχής σκέψη, όχι όπως άλλοτε που δεν μπορούσε να καταλάβει τους αυτόχειρες.
Μέχρι λίγο πριν ήταν ένα άνθρωπος πολύ ζωντανός, επιθετικός με τη ζωή του και οι περισσότεροι θαύμαζαν πώς είχε αντέξει τόσο δύσκολα πράγματα που του έτυχαν. Δοτικός και φροντιστικός με τους γύρω του, φίλος καλός, συντρέχτης. Είχε τις αδυναμίες του, τις εξαρτήσεις του τα κολλήματά του, όλα αυτά που τον έκαναν ανθρώπινο.
Μέρες μετά πήγε στον κολλητό του να του μιλήσει. Στην μακρόχρονη γνωριμία τους η επικοινωνία τους είχε γίνει πολύ βαθειά. Ήθελε κάποιον να βγάλει αυτό που είχε μέσα του γιατί θα έσκαγε.
Ατύχησε.
Ο κολλητός του έπασχε από το σύνδρομο του «εισαγγελέα».
Σήκωσε το δάχτυλο και άνοιξε τον κατάλογο με τα ελαττώματα που είχε καταγράψει. Τον επέκρινε πως αν είχε κάνει εκείνο, αν δεν είχε κάνει το άλλο τώρα δεν θα ήταν σ’ αυτήν την κατάσταση.
Η διάθεση γι’ αυτοκτονία έγινε βεβαιότητα. Τον ακύρωσε σε όλα τα επίπεδα. Δεν ήθελε να πάει σε δικαστήριο, στη συναισθηματική αγκαλιά του φίλου του ήθελε να βρεθεί για μια καλή κουβέντα. Για λίγη τόνωση πήγε και όταν θα ήταν πιο δυνατός μπορούσαν να συζητήσουν ό,τι ήθελε. Όχι τώρα μέσα στην κρίση.
-Μα σου προσφέρω σκληρή αγάπη, επέμενε, και σε ρώτησα αν θέλεις να σου πω αλήθειες πριν σου μιλήσω.
-Τι εννοείς σκληρή αγάπη;
-Θα πω τη γνώμη μου λογικά και ψύχραιμα γιατί έτσι πρέπει να κάνει ένας φίλος.
Λες και μπορούσε μέσα σε τόση ψυχική σύγχυση να καταλάβει τι σημαίνει λογικό επιχείρημα. Λες και η συνάντηση έγινε για να δικαιωθεί ο εισαγγελέας.
Είναι από εκείνους που σε περιμένουν στη γωνία να κάνεις το λάθος, και συνήθως μόνο αυτό βλέπουν, σπάνια θα σ’ επαινέσουν για κάτι καλό.
Η απογοήτευση μετά τη συνάντηση μετατράπηκε σε θυμό. Πολύ θυμό που απείχε λίγο από το να γίνει ανεξέλεγκτος. Τον έστρεψε και αυτόν στον εαυτό του και ο πνιγμός δυνάμωσε τόσο που δυσκόλευε την αναπνοή. Ένιωθε σαν να πήγε στο φαρμακείο να ζητήσει παυσίπονο και τον έβαλαν στο χειρουργείο. Αυτά τα ψυχικά χειρουργεία που αφαιρούν βίαια εσωτερική δύναμη και αφήνουν σίγουρα κάποιο κουσούρι.
Αυτά τα χειρουργεία που ίσως μετά να μην αναρρώσεις ποτέ.
Ούτε που κατάλαβε πώς έφτασε σπίτι του. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και του έστειλε ένα μήνυμα:
-Δεν έψαχνα ούτε σκληρή ούτε μαλακή αγάπη. Σκέτη αγάπη έψαχνα μαλάκα.
Βυθίστηκε σε λήθαργο για δυο μέρες γεμάτους εφιάλτες.
Δεν ήταν από τους ανθρώπους που έψαχνε πάντα στήριξη από τους άλλους, πάντα σκεφτόταν πως κι εκείνοι έχουν τα δικά τους και προσπαθούσε να μην τους επιβαρύνει.
Αυτόν το φίλο πάντως τον διέγραψε από τη ζωή του.
Χωρίς να μπορέσει μέσα στη σύγχυσή του να το ερμηνεύσει, τον θεώρησε «επικίνδυνο».
Αισθάνθηκε πιο ήσυχος, άρχισε ν’ ανασαίνει.
Η επιβίωση είναι μια μάχη, ένας διαρκής πόλεμος.
Και στον πόλεμο χρειάζονται σύμμαχοι, όχι δικαστές.
Ειδικά οι δικαστές του είδους «στα έλεγα εγώ» την ώρα της κρίσης είναι για πέταμα.
Χτύπησε το τηλέφωνό του, ήταν ένα αγόρι που είχε γνωρίσει και είχαν χαθεί τις τελευταίες μέρες λόγω των γεγονότων.
-Έχω φτιάξει γκιουβέτσι που σ’ αρέσει, άντε ξεκόλλα και έλα να φάμε.
-Μπα άσε, δεν έχω όρεξη θα πάω σπίτι.
Το αγόρι τον άρχισε στα μπινελίκια.
-Δηλαδή επειδή γνωριζόμαστε λίγο νομίζεις πως δεν καταλαβαίνω τι έχεις; Ή επειδή δεν σ’ ενόχλησα τόσες μέρες σημαίνει πως δεν μ’ ενδιαφέρεις;
Σήκω, κάνε ένα μπάνιο και έρχομαι να σε πάρω πριν τα πάρω στο κρανίο.
Τι νόμιζες ρε πως μόνο για το κρεβάτι σε γουστάρω; Ή πως δεν σε νοιάζομαι επειδή δεν το λέω;
Ναι, αυτό είχε ανάγκη τώρα.
Ένα καλό φαγητό και μια ζεστή αγκαλιά.
Την άλλη μέρα που ξύπνησε μετά από πολλές ώρες ύπνου και φροντίδας, ήταν άλλος άνθρωπος.
Ο πνιγμός άρχισε να γίνεται ανάσα.
Που τόσο πολύ χρειαζόταν.
Πήγε να του πει ένα ευχαριστώ και το αγόρι παρά λίγο να τον χτυπήσει, δεν τα γούσταρε κάτι τέτοια, από επιθυμία το έκανε όχι από υποχρέωση.
Είναι τρεις μήνες μαζί και ψάχνουν και οι δυο για δουλειά.
Αλλά είναι αισιόδοξοι και χαρούμενοι.
Επειδή έχουν το ίδιο πρόβλημα και είναι μαζί, όχι ο καθένας μόνος.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

  +  50  =  60