Το χάρισμα του ακροατή

Πόσο τυχεροί είναι εκείνοι που λένε κάτι, οτιδήποτε, και ο συνομιλητής τους ακούει.
Σιωπηλά, προσεκτικά κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
Δίχως να τον διακόπτει για να του μιλήσει για τα δικά του.
Δίχως να τον διακόπτει για να του πει κάτι αντίστοιχο που του συνέβη.
Ούτε να μιλάει πάνω στα λόγια του.
Κυρίως χωρίς να προσπαθεί να τον κάνει να σωπάσει την ώρα που μιλάει.
Αυτοί οι συνομιλητές δημιουργούν μια σχεδόν υπερβατική αισιοδοξία ύπαρξης.
Γιατί ίσως τίποτε δεν είναι πιο σημαντικό από το να επικοινωνήσουν δυο άνθρωποι.
Και για να γίνει αυτό πρέπει και οι δυο να κατέχουν την τέχνη του «ακροατή».
Την τέχνη όχι την τεχνική.
Γιατί με την τέχνη δημιουργείς πάντα κάτι καινούριο ολοκληρωμένο και με την τεχνική απλώς έχεις την επιδεξιότητα σε κάτι, όχι στο σύνολο.
Αλλιώς θα παραμείνουν μετά τη συνομιλία δυο μονάδες που συναντήθηκαν τυχαία.
Δυο μονάδες που δεν ένιωσε κανείς τον άλλον έστω και αν είναι σημαντικοί οι δεσμοί που τους συνδέουν.
Δυο μονάδες που πριν ανοίξουν τ’ αυτιά τους ανοίγουν το στόμα τους.
Όταν ο ένας μιλάει και ο άλλος ακούει, δημιουργείται η επιθετική γαλήνη της συνύπαρξης.
Όταν μιλούν και οι δυο ταυτόχρονα μοιάζει με κρώξιμο πανικού.
Δεν είναι πάντα απαραίτητο να γίνεται με λέξεις αυτός ο διάλογος.
Μπορεί να γίνεται με τις κινήσεις του σώματος.
Μπορεί να γίνεται και με τη σιωπή ακόμα.
Λέξεις είναι και οι κινήσεις, λέξεις μπορεί να είναι και η ακινησία.
Λέξεις είναι και ο τόνος και το βάθος της αναπνοής.
Ο ήχος ενός αγγίγματος μπορεί ν’ ακουστεί πολύ μακριά, έστω και αν δεν περάσει από τη διαδικασία της ακοής.
Η μοναδική προϋπόθεση είναι ο ένας να μην μιλάει.
Ειδικά στις ερωτικές σχέσεις αυτό είναι ο μοναδικός τρόπος για να υγρανθεί η ηδονή.
Διαφορετικά δεν είναι ένωση, είναι αυτοϊκανοποίηση.
Το κενό που δημιουργείται μετά την αποτυχημένη ένωση χάσκει σαν χαράδρα.
Και στην προσπάθεια της ένωσης ο προορισμός είναι η πεδιάδα.
Ίσως τελικά χωρίς το φόβο της χαράδρας να μην μπορεί κανείς να βρει το λιβάδι.
Ναι, συνυπάρχουν και τα δυο μα μόνο σαν ακροατής θα μπορέσει κανείς να αποφύγει τον κίνδυνο του γκρεμού.
Η πλειοψηφία γνωρίζει να μιλάει. Η μειοψηφία ν’ ακούει.
Η πλειοψηφία αυτοϊκανοποιείται και η μειοψηφία μπορεί να στείλει μέχρι τα μύχια της ψυχής της την ηδονή του «μαζί».
Ο καθένας διαλέγει αυτό που του αξίζει, έστω και αν περάσει δίπλα του το καλύτερο.
Δεν είναι ικανός να το δει.
Οι μεγαλύτεροι έρωτες ήταν πάντα εκείνοι που το ζευγάρι συνομιλούσε συνέχεια, ακατάπαυστα.
Όταν πάντα και οι δυο έχουν την αίσθηση πως δεν πρόλαβαν να πουν κάτι που σκέφτηκαν μετά.
Που αγωνιούν πότε θα ξαναβρεθούν για να συνομιλήσουν.
Να πουν για πολλοστή φορά αυτά που για άλλους είναι κοινά και τετριμμένα. Για τους ερωτευμένους είναι σαν ανάσα στη δύσπνοια.
Όχι για να φανεί ο ένας καλύτερος από τον άλλον, δεν διαγωνίζονται.
Μα για να συμπληρώσει κάτι που φαντάστηκε πως έχει ανάγκη. Να το προσφέρει να τον δει να το απολαμβάνει και να χαρεί.
Ο ερωτευμένος που πάει να πάρει και όχι να δώσει είναι ο χαμένος.
Μοιάζει με αυτοαπαγόρευση απόλαυσης.
Αυτός που μπορεί εν τέλει να ακούει είναι ο μόνος που έχει τη δυνατότητα να προσφέρει διέξοδο, λύση, πρόταση.
Μα και περίσσια ηδονή.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

3  +  5  =