Όλα ήταν ήσυχα στο σταθμό που περίμενε μέχρι που ήρθε το τραίνο.
Ο Νέστορας μπήκε μέσα και γινόταν της τρελής. Ένας ψηλός τύπος έβριζε και παρά λίγο να έρθει και στα χέρια με κάποιον. Του είχε γυρισμένη την πλάτη και δεν τον αναγνώρισε, όταν κάποια στιγμή του γύρισε το πρόσωπο είδε πως ήταν γνωστός του από κάποιο βράδυ που βρέθηκαν στην ίδια παρέα. Έβριζε κάποιον που προσπάθησε να βουτήξει ένα πορτοφόλι από έναν ηλικιωμένο, αλλά τον κατάλαβε.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια προσπαθώντας και οι δυο να θυμηθούν από πού γνωρίζονταν και αμέσως τον αναγνώρισε. Ήταν ο Βαγγέλης. Από τη βραδιά που τον είχε πρωτοδεί του είχε κάνει εντύπωση σαν χαρακτήρας.
Μόλις κατάλαβε πήρε το μέρος του και άρχισε να βρίζει κι εκείνος.
Τον συγκράτησε όμως όταν πήγε να τον χτυπήσει. Έδωσαν πίσω το πορτοφόλι στον ηλικιωμένο και κατέβηκαν στην επόμενη στάση.
Κατέβηκε και το κλεφτρόνι και έφυγε τρέχοντας.
Με το ζόρι τον κατέβασε γιατί ήταν εκτός εαυτού και ήθελε να συνεχίσει να τον βρίζει. Ο Βαγγέλης πιο ψύχραιμος του εξήγησε πως αφού πήρε το πορτοφόλι του ο άνθρωπος γιατί να μπλέξουν τώρα με αστυνομίες και ανακρίσεις. Πήγαν σ’ ένα κοντινό μπαράκι να πιουν ένα ποτό να ηρεμήσουν.
Εκεί άρχισαν όλα. Η ματιά που αντάλλαξαν στο τραίνο είχε συνεχίσει εκείνο που είχε διαφανεί όταν πρωτογνωρίστηκαν.
Ήθελε πολύ ο ένας τον άλλον αλλά διαπίστωναν πως ήταν τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες.
Το πάθος της συνάντησης τα έδιωξε όλα και ούτε που κατάλαβαν πώς βρέθηκαν στο σπίτι του Βαγγέλη.
Με το που έκλεισε η πόρτα ο Βαγγέλης του όρμησε και άρχισε να τον γδύνει. Αφέθηκε ο Νέστορας, αλλά δεν είχε την επιθετικότητα που είχε ο Βαγγέλης. Όχι πως δεν ήταν δυνατός ή είχε κυριευτεί από κάποια παθητικότητα της στιγμής. Ήθελε απλώς λίγο χρόνο για να μπει στο παιχνίδι. Ο άλλος όμως δεν καταλάβαινε τίποτα. Ήταν τελικά ένα εκρηκτικό τρίωρο πάθους και ηδονής.
Έγιναν ζευγάρι.
Δυο τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες.
Υπάρχουν οι άνθρωποι της έκρηξης και οι άλλοι της βραδείας καύσης.
Ο Βαγγέλης ανήκε στην πρώτη κατηγορία. Ήταν από αυτούς που θα ρίξει κατ’ ευθείαν μπουνιά, δεν το πολυσκεφτόταν όταν επρόκειτο να δώσει μια μάχη.
Ερωτευόταν με την πρώτη ματιά, αν του έκανε κάτι μέσα του, δεν το σκεφτόταν και πολύ.
Είχε πάντα έναν υπέρμετρο ενθουσιασμό που ναι μεν είχε μια παιδικότητα που τον έκανε χαριτωμένο, αλλά συχνά απογοητευόταν και θύμωνε με τον εαυτό του όταν έπεφτε έξω.
Ειδικά με τους φίλους. Όταν γνώριζε κάποιον και έβλεπε πως ταίριαζαν σε μερικά θέματα, τον έκανε αμέσως φίλο του, με αποτέλεσμα να βρίσκεται συνέχεια χαμένος μέσα σε ορδές ανθρώπων που τελικά αποδεικνυόταν πως δεν ταίριαζε παρά μόνο σ’ εκείνο το γεγονός που τους έκανε να γνωριστούν. Σπάνια έβρισκε κάτι περισσότερο από αυτό. Το αποτέλεσμα ήταν να έρχονται και να φεύγουν από δίπλα του τόσοι πολλοί που στο τέλος ούτε τα ονόματά τους δεν θυμόταν.
Λίγο να αισθανόταν εμπιστοσύνη με κάποιον ήταν ικανός να του αποκαλύψει και τα πιο βαθιά του μυστικά.
Παθιαζόταν με κάθε τι καινούριο που εμφανιζόταν μπροστά του και λίγο μετά καταλάβαινε πως δεν ήταν και τίποτε σπουδαίο.
Αλλά του άρεσε τόσο πολύ αυτή η ένταση που διαρκώς έψαχνε να τη βρει. Και αν ακόμα δεν την έβρισκε είχε την ικανότητα να τη δημιουργεί, να ξεσηκώνει το περιβάλλον του. Μια διαρκής αναστάτωση που δεν τον κούραζε.
Ήταν ο τρόπος που του άρεσε να ζει.
Στη δεύτερη κατηγορία, αυτήν της βραδείας καύσης, ανήκε ο Νέστορας.
Ήταν κι εκείνος μαχητικός και διεκδικητικός, αλλά πάντα εφάρμοζε μια στρατηγική για να πετύχει το σκοπό του.
Πίστευε περισσότερο στην αγάπη παρά στον έρωτα από την πρώτη στιγμή.
Πίστευε βαθειά πως η αγάπη έχει τεράστια αποθέματα πραγματικού έρωτα μέσα της.
Όταν τελικά έφτανε στο σημείο να πει στον εαυτό του πως «αυτόν τον αγαπάω», όπως τώρα με το Βαγγέλη, τα έδινε όλα. Δεν κρατούσε πισινές, ήταν απόλυτα ειλικρινής και αφοσιωμένος. Δεν κοίταζε δεξιά κι αριστερά, ήταν μαζί με τον άνθρωπό του. Να τον φροντίσει, να τον προστατέψει, μέχρι και ξύλο να παίξει για πάρτη του. Να τον μαζέψει από την ατέλειωτη αναζήτηση έντασης που έψαχνε διαρκώς ο καλός του και να του εξηγεί συνέχεια και με υπομονή πως άδικα σπαταλιέται.
Προσπαθούσε να του μάθει πως δεν είναι κακό να κάνει μια δεύτερη σκέψη πριν ορμήσει σε κάτι που θέλει.
Χωρίς όμως ποτέ να προσπαθήσει να τον αλλάξει. Του άρεσε αυτό που ήταν.
Συμπλήρωνε ο ένας τον άλλον έστω και αν αυτή η διαφορά χαρακτήρα του έβγαζε πολύ θυμό μερικές φορές.
Όλος ο θυμός εξαφανιζόταν όταν έσφιγγαν ο ένας στην αγκαλιά του τον άλλον.
Γυμνάζονταν και οι δυο, αλλά του Βαγγέλη του άρεσε το μποξ ενώ του Νέστορα η κολύμβηση. Του δημιουργούσε μεγαλύτερη αρμονία μέσα του.
Η σεξουαλική τους επαφή έμοιαζε με το είδος της γυμναστικής που έκαναν. Ο Βαγγέλης είχε την αίσθηση πως βρίσκεται σε ρινγκ και ο Νέστορας σε πισίνα.
Ο ένας έδινε μάχη και ο άλλος με υπομονή και πάθος για πολλή ώρα ξανακοίταζε, άγγιζε, μύριζε και γευόταν με θαυμασμό κάθε σπιθαμή του σώματός του. Πάντα σαν να το έκανε για πρώτη φορά.
Στο ερώτημα ποιος είναι καλύτερος, δεν υπάρχει απάντηση.
Ένας πράος και ήρεμος δεν σημαίνει πως δεν διεκδικεί ή δεν πετυχαίνει αυτό που θέλει. Ίσως έχει περισσότερη δύναμη η στρατηγική και η μέθοδος.
Ούτε ένας που πετάγεται πάντα σαν ελατήριο, έτοιμος για να πάρει αυτό που του ανήκει δεν το καταφέρνει.
Ο καθένας είναι αυτό που είναι, είτε τον αποδέχεσαι και μένεις μαζί του είτε φεύγεις.
Δεν έχει σημασία η εξέλιξη της ζωής τους.
Ένα τέτοιο ζευγάρι μπορεί να ταιριάξει και να μείνει μαζί πολύ καιρό ή να χωρίσει.
Εκεί όμως που συμφωνούσαν απόλυτα και οι δυο ήταν πως σιχαίνονταν εκείνους που δεν αντιδρούν ποτέ σε τίποτα.
Τους θεωρούσαν το χειρότερο είδος ανθρώπου, ίσως και το πιο επικίνδυνο.
Εκείνους που κρύβουν αυτό που νιώθουν.
Που ποτέ δεν μπορείς να καταλάβεις πώς σκέφτονται ή τι θέλουν πραγματικά.
Μια επίπεδη σκέψη σε όλα και για όλους.
Όσο και να τους λυπηθεί κανείς, καλό είναι να βρίσκεται σ’ επιφυλακή, ίσως αποδειχτούν και επικίνδυνοι.
Είναι αυτό το είδος ανθρώπου που λες και βράχηκε το φυτίλι τους και δεν φτάνει η φλόγα στην εκρηκτική ύλη.
Η εκρηκτική ύλη είναι η ίδια η ζωή.
Και το φυτίλι είναι το πάθος για ζωή.
Η έκρηξη ή βραδεία καύση θα γίνει ανεξάρτητα από αυτούς που δεν αντιδρούν.
Και θα είναι μόνο θεατές.
Το φυτίλι
