Αγόρασε ένα καινούριο κρεβάτι.
Το παλιό το είχε αρκετά χρόνια, ήταν από αυτά που πουλούσαν τότε τα φτηνά αλλά εντυπωσιακά, αυτά τα υποτιθέμενα μοντέρνα και σύγχρονα.
Μετά τα δυο χρόνια είχε αρχίσει να κάνει πολύ θόρυβο ακόμη και στην παραμικρή κίνηση που έκανε πάνω του. Χωρίς να το καταλάβει με τον καιρό προσπαθούσε να μην κινείται πολύ όταν ξάπλωνε. Ξύπναγε όταν έπρεπε ν’ αλλάξει πλευρό και βέβαια ήξερε όλη η γειτονιά κάθε πότε έκανε έρωτα.
Το ένιωθε το παλιό σαν να μην τον ήθελε πλέον. Έφτασε στο σημείο για να ησυχάζει στον ύπνο του να μένει ακίνητος σε μια πλευρά μόνο, γιατί οι σανίδες που κρατούσαν το στρώμα έφευγαν από τη θέση τους με το παραμικρό.
Αγανάκτησε.
Ήρθε λοιπόν ένα φίλος και τον βοήθησε να τοποθετήσουν το καινούριο και να πετάξουν το παλιό.
Μόλις βγήκε από την πόρτα και το τελευταίο του ξύλο ένιωσε ανακούφιση. Μια αδιόρατη λύπη όμως κυκλοφορούσε μέσα του που δεν την καταλάβαινε στην αρχή. Σαν να τον δυσκόλευε ο αποχωρισμός. Μόλις ξάπλωσε στο καινούριο το κατάλαβε. Είχε στο μυαλό του μόνο το θόρυβο που έκανε και όχι πόσες ωραίες στιγμές είχε περάσει πάνω του.
Χαρές, έρωτα, ξεκούραση και ένιωσε πως το αδίκησε το παλιό.
Πάνω σ’ αυτό είχε ξεκουραστεί όταν επέστρεφε σπίτι αποκαμωμένος από μια δύσκολη μέρα.
Είχε διαβάσει τόσα βιβλία ταξιδεύοντας μαζί τους, είχε κουκουλωθεί όταν κρύωνε ή όταν η πραγματικότητα ήταν σκληρή, είχε ξαγρυπνήσει από αγωνία για κάτι που έπρεπε να κάνει.
Είχε δει στην τηλεόραση τις σειρές που του άρεσαν μέχρι να τον καταχνιάσει ο ύπνος, είχε φάει πρόχειρο φαγητό μισοξαπλωμένος ή είχε ακούσει μουσική με χαμηλωμένα φώτα χαλαρώνοντας.
Όταν είχε καταιγίδα κοίταζε τις αστραπές και τις χοντρές σταγόνες στα τζάμια. Στην καλοκαιρία μέτραγε τ’ αστέρια μέχρι ν’ αποκοιμηθεί.
Περίμενε τον καλό του φρεσκοπλυμένος να γυρίσει από τη νυχτερινή του βάρδια και να τον αγκαλιάσει. Τον κοίταζε με μισόκλειστα μάτια που προσπαθούσε να μην κάνει θόρυβο και τον ξυπνήσει όσο ξεντυνόταν.
Θυμήθηκε πόσες φορές είχαν καυγαδίσει γυρνώντας για λίγο ο ένας στον άλλον την πλάτη.
Δεν άλλαζε όμως αμέσως σεντόνια το πρωί, να μη φύγει το άρωμά του. Δεν το έστρωνε και έκλεινε την πόρτα στους ξένους για να μην καταλάβουν πόσος έρωτας και πάθος πέρασε πάνω του και τον φθονήσουν.
Σε όλα αυτά το παλιό κρεβάτι ήταν εκεί, συμπαραστάτης του.
Αν ήταν άνθρωπος θα ήταν από τους καλύτερους φίλους του.
Κι αυτός το πέταξε. Έτσι απλά.
Ντράπηκε λίγο.
Άρχισε δειλά να το αποχαιρετά μέσα του, πέρασαν τόσα χρόνια μαζί και έπρεπε να του δείξει σεβασμό αν ήθελε να χαρεί το καινούριο.
Το έκανε συγκινημένος, με μια αναδρομή σ’ αυτά που έζησε πάνω του και ησύχασε κάπως.
Και τότε μόνο ξαλαφρωμένος, έχοντας κάνει την «ηθική» του υποχρέωση άρχισε να καλωσορίζει το νέο.
Το νέο που δεν κάνει, ακόμα, θόρυβο.
Που είναι όμορφο και γυαλίζει.
Ευχήθηκε μέσα του να περάσει καλά μαζί του, όπως με το παλιό.
Με αυτές τις σκέψεις απλώθηκε πάνω του.
Σε όλη του την έκταση όχι μόνο σε μια πλευρά.
Ήταν ένα ύπνος υπέροχος, σηκώθηκε άλλος άνθρωπος, χαρούμενος και ξεκούραστος.
Πρώτη φορά κατάλαβε πως τα αντικείμενα είναι ο ενδιάμεσος κρίκος στη σχέση του με τους ανθρώπους.
Πρώτη φορά κατάλαβε πως δημιουργούν συναισθήματα.
Πως δημιουργείται ένα δέσιμο μαζί τους έστω και αν δεν έχουν ψυχή.
Γι’ αυτό αξίζουν το σεβασμό του.
Γιατί έχουν την έννοια του συμβόλου.
Το παλιό κρεβάτι
