Μεσημέρι καλοκαιριού, γλυκιά χαλάρωση από τη δίκαιη ζέστη, μεγάλο ανοιχτό παράθυρο που έβλεπε στον απέναντι αγρό με τα κατσικάκια να βόσκουν βελάζοντας ευτυχισμένα. Τραπέζι τετράγωνο απλό με λινό καρό πεντακάθαρο τραπεζομάντηλο πάνω του. Το περιποιημένο γυναικείο χέρι ακούμπησε απαλά το πιάτο δίπλα στο ψάθινο καλαθάκι με το φρέσκο ψωμί.
Πιάτο κάτασπρο, λιτό χωρίς σχέδια πάνω του. Το μέγεθός του κανονικό͘ δεν χρειαζόταν την υπερβολή του μεγάλου για να φαντάζει πολύ το φαγητό, ούτε μικρό για να ξεχειλίζει. Παρ’ όλη τη ζέστη το φαγητό άχνιζε δείχνοντας πως μόλις είχε βγει από το φούρνο. Αυτόν τον διαφανή λευκό αχνό που είναι μια υγρή πρόκληση για την όσφρηση.
Κυριαρχούσε η εικόνα από τις μελιτζάνες που ήταν αραδιασμένες νωχελικά η μια δίπλα στην άλλη, αφήνοντας όμως χώρο γύρω τους για να γλιστρήσει το μαγειρεμένο λάδι περιμένοντας το ψωμί που θα το απορροφήσει βουτώντας μέσα του. Η γυαλιστερή τους φλοίδα ήταν χαραγμένη κάθετα έτσι για να μπορεί να περνάει η ζέστη για να ψηθούν και να κυκλοφορήσουν κοχλάζοντας τα υπόλοιπα υλικά και μυρωδικά. Ψιλοκομμένες ντομάτες περιφέρονταν παντού προκλητικά, μέσα τους δίπλα τους και πάνω τους, διεκδικώντας περισσότερο χώρο απ’ αυτόν που τους ανήκει. Ήθελαν να έχουν καθοριστικό ρόλο στο μαγειρεμένο φαγητό και οι μελιτζάνες τις κοίταζαν με κατανόηση. Επειδή ήταν κόκκινες πίστευαν πως δικαιούνται να έχουν το πρώτο βλέμμα πάνω τους. Μάταια πάσχιζαν. Ήταν εμφανείς μεν, ειδικά επειδή ήταν φρέσκες -φαινόταν καθαρά από τις μικρές φλοίδες που παρέμειναν μετά το τρίψιμο- αλλά απλά συνόδευαν τις μελιτζάνες, έστω και αν μια τελευταία κουταλιά από το ταψί μπήκε πάνω τους. Δεν θα καθόριζαν όμως αυτές τη σπουδαιότητα στην εμφάνιση.
Τα κρεμμύδια, πιο σεμνά επειδή γνώριζαν τον καθοριστικό τους ρόλο στη γλύκα του φαγητού, όχι την επιθετική γλύκα της ζάχαρης αλλά αυτήν του καραμελωμένου από το ελαφρύ τσιγάρισμα σε φρέσκο ελαιόλαδο και σιγανή φωτιά. Είχαν εισπράξει την αγάπη της μαγείρισσας που δάκρυσε όταν τα καθάριζε με το χέρι και δεν τους ενδιέφερε ιδιαίτερα να κάνουν εντύπωση. Κυκλοφορούσαν σαν περιηγητές στο πιάτο, άλλα τετράγωνα και άλλα ίσια έχοντας το καθένα τη δική του προσωπικότητα, χαμογελώντας με ωριμότητα βλέποντας την αγωνία της ντομάτας. Ο ανακατεμένος με τα κρεμμύδια μαϊντανός, ντροπαλός και κρυμμένος, συνοδεύοντας το ψιλοκομμένο σκόρδο που παρατηρούσε διακριτικά με το ένα μάτι στη μέση αυτά που συνέβαιναν, κρυφομειδίαζε κι αυτός μαζί τους. Είχαν προσθέσει διακριτικά με αυτό που τους προίκισε η φύση͘ ένα απαλό άρωμα στον ουρανίσκο λίγη ώρα μετά το φαγητό, δίχως ν’ ανακατεύονται στις υποθέσεις των μπαχαρικών.
Οι λίγες πατάτες ήταν νωχελικά απλωμένες, δεν έκαναν καμιά προσπάθεια να συνυπάρξουν, γνώριζαν την καθολική τους αποδοχή και παρέμεναν παρατηρητές έχοντας ρίξει λίγο απ’ όλα τα υπόλοιπα υλικά πάνω τους, έτσι για τη σεμνότητα.
Το γυναικείο χέρι που μετέφερε το πιάτο κοντοστάθηκε πριν έρθει στο τραπέζι, σαν κάτι να ξέχασε. Από την ανοιχτή πόρτα της κουζίνας κορφόκοψε από μια γλάστρα στην αυλή μερικά φυλλαράκια φρέσκου μαϊντανού, ρίχνοντάς τα στην κορφή του φαγητού. Ήταν η χαριστική βολή στη ματαιοδοξία της ντομάτας, αλλά μια αγριεμένη ματιά της μεγαλύτερης μελιτζάνας την συμμάζεψε.
Όλο το φαγητό λαμπύριζε δείχνοντας τη ζωντάνια της περιποίησης από την αγάπη της μαγείρισσας. Δεν ήταν σκοτεινό σαν πεθαμένο όπως όλα αυτά που ετοιμάζονται βιαστικά και βαριεστημένα μόνο από υποχρέωση.
Οι ήχοι από τα ανυπόμονα μαχαιροπήρουνα ακούστηκαν σαν σονάτα που συνόδευαν τους μπάσους μελωδικούς σχεδόν ένρινους ήχους από τα επιφωνήματα της δικαιωμένης αναμονής των συνδαιτημόνων.
Το λαδερό
