Τον κάλεσε τελικά για καφέ στο ακριβό ξενοδοχείο που διέμενε για λίγες μέρες.
Είχαν χωρίσει πρόσφατα και εξαφανίστηκε όταν τον βρήκε στο κρεβάτι με άλλον.
Ήταν ξενοδοχείο γερόντων καλοντυμένων, με την υπεροψία να προσπαθεί να καλύψει την αγωνία του θανάτου στα πρόσωπά τους. Η μουσική, οι πίνακες, τα χρώματα ήταν όλα γλυκερά. Παραποιημένα για τις ανάγκες του γήρατος. Οι αντοχές της ηλικίας ελάχιστες και η παρουσία λίγων νέων ήταν αισθητικά βολική, μα πρακτικά άχρηστη.
Εκείνος, γύρω στα τριάντα με μάτια που το χρώμα του μπλε βρισκόταν σε διαρκή διένεξη με το πράσινο για το ποιό θα είναι εμφανές. Τελικά την εμφάνιση καθόριζε αυτός που κοίταζαν. Αν χρειαζόταν επίθεση έβγαινε μπροστά το πράσινο της πίκρας αφήνοντας με μια μικρή υπεροψία το μπλε πίσω. Εκείνο δεχόταν την υποτιθέμενη ήττα με ωριμότητα, βέβαιο πως σύντομα θα το αναζητήσουν για τη γαλήνη του. Κανένα από τα δυο δεν δεχόταν να συνυπάρξουν σαν γαλαζοπράσινα.
Γι’ αυτό το βλέμμα τον αγάπησε.
Στο δωμάτιο που ανέβηκαν διακριτικά, το πράσινο γινόταν επιθετικό, προσπαθώντας να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη του.
Το μπλε της γαλήνης όμως τελικά τον έκανε να τον συγχωρέσει.
Το βλέμμα
