-Τέσσερα σουβλάκια απ’ όλα, μια πατάτες, μια φέτα και ψωμί.
-Θα πιείτε κάτι;
-Δυο μπύρες παγωμένες.
Ο σερβιτόρος έφυγε και ο Πάνος του έβαλε τις φωνές.
-Ρε αγόρι μου επίτηδες το κάνεις; Δεν βλέπεις πόσο προσπαθώ να χάσω κανένα κιλό;
-Αν θέλεις να χάσεις κιλά να πας να βρεις άλλον να έχεις στην αγκαλιά σου, είπε ορμητικά ο Δημήτρης. Εμένα οι αδύνατοι δεν μ’ αρέσουν και το ξέρεις.
-Ναι, αλλά εσύ είσαι αδύνατος.
-Μα γι’ αυτό σ’ αρέσω, τι όχι;
-Δεν είπα κάτι τέτοιο, και τον κοίταξε με γλύκα.
Του ανταπέδωσε τη ματιά μ’ ένα τυχαίο δήθεν χάδι στην κοιλιά του έτσι όπως εξείχε.
Οι κόρες των ματιών τους μεγάλωσαν από τις φευγαλέες σκέψεις πόθου που πέρασαν από το μυαλό τους.
Ο Πάνος ήταν καλοφαγάς. Του άρεσε το φαγητό, πίστευε πως το φαγητό και το σεξ ήταν οι μόνες ενέργειες του ανθρώπου που λειτουργούν όλες οι αισθήσεις.
Δεν ήταν υπερβολικά παχύς, καμιά εικοσαριά κιλά παραπάνω είχε.
Με την κοιλίτσα του, τις μπουτάρες του, το γεμάτο στήθος, τις χερούκλες του το προγουλάκι του, όλα.
Χίλιες φορές τα είχε φιλήσει όλα, χίλιες φορές τα είχε αγκαλιάσει ο Δημήτρης και ποτέ δεν τα χόρταινε.
Μα πιο πολύ ήθελε να τον βλέπει γυμνό. Να γεμίζει το μάτι του, έτσι και λίγο ψηλός που ήταν όποτε τον έβλεπε τρέχαν τα σάλια του από ηδονή.
Ήθελε να χώνεται σ’ αυτόν τον τεράστιο όγκο και να χάνεται. Όχι σαν παιδί, σαν άντρας του. Πιο πολύ παιδιάριζε ο Πάνος παρά ο Κώστας.
Εκεί όμως που έχανε τον κόσμο κάτω από τα πόδια του ήταν όταν άρχιζε να τον χαϊδεύει. Παντού. Σε κάθε δίπλα του σώματός του, στη λατρεμένη κοιλιά του που τη φιλούσε με ιερό δέος. Στα τεράστια στήθια του, στα ογκώδη του μπράτσα. Τα χέρια του και τα χείλια του όταν άρχιζαν να κινούνται, άλλοτε αργά και άλλοτε πιο δυνατά, δεν τέλειωναν. Ένα σώμα χωρίς τελειωμό.
Ο καημός του ήταν που δεν τον άφηνε να του κάνει πιπιλιές στον τεράστιο σβέρκο του, ντρεπόταν να μην τον δουν το πρωί.
Αλίμονό του αν συναντούσε κόκκαλο στο σώμα του, όπως στην αρχή που «ήταν σε δίαιτα».
Ναι αυτή η φράση είχε βασανίσει τον Πάνο από τότε που θυμάται τον εαυτό του: η δίαιτα.
Μεγάλες συγκρούσεις μέσα του, από τη μια να προσπαθεί πάντα να μοιάζει με τους υπόλοιπους που πρότεινε ένα ηλίθιο λαιφ-σταιλ και από την άλλη η μεγάλη αγάπη του για το φαγητό.
Κόντευε να του γίνει έμμονη ιδέα. Πάντα ξεκινούσε και λίγες μέρες μετά σε κάποια ταβέρνα, τα ξέχναγε όλα.
Μέχρι που γνώρισε το Δημήτρη.
Δεν πίστευε στα μάτια του πως αυτός ο καλοκαμωμένος και γλυκός άντρας του την έπεφτε.
Του πήρε καιρό του Δημήτρη να τον πείσει, επέμεινε πολύ και το κατάφερε να τον φέρει στην αγκαλιά του.
Αυτό ήταν.
Σε λίγο καιρό ο Πάνος έγινε άλλος άνθρωπος, αγάπησε τον εαυτό του, ερωτεύτηκε τρελά το Δημήτρη και είναι ένα χρόνο μαζί.
Πρώτη φορά κατάλαβε πως στον καθένα μπορεί να αρέσει οποιοσδήποτε τύπος άντρα, που για τους άλλους μπορεί να μη λέει τίποτα.
Τη διαδρομή του πόθου και της ηδονής ποτέ δεν μπορεί να την καθορίσει κανένας άλλος παρά μόνο το ζευγάρι.
Μόνο των δυο αυτών αντρών οι επιθυμίες και οι εικόνες ταιριάζουν ή όχι.
Κανείς δεν ερωτεύεται τον άλλον επειδή έτσι πρέπει, επειδή έτσι πιστεύουν οι άλλοι πως θα ήταν ταιριαστό.
Το ταίριασμα αφορά τους δυο τους αποκλειστικά.
Αν πιστεύει κανείς πως επειδή ταιριάζουν στα κιλά, ή στο ύψος ή σε οτιδήποτε άλλο μπορούν γι’ αυτό να ερωτευτούν, πόσο μάλλον να κάνουν σχέση, τότε ας γράψει μια επιστημονική εργασία και ας αφήσει τους έρωτες.
Εκεί που κάποιος βλέπει παραπάνω κιλά, κάποιου άλλου του τρέχουν τα σάλια, ή και αντίστροφα.
Δεν υπάρχει συνταγή στην επιθυμία, είναι προσωπική υπόθεση του καθένα, είναι αυτό το πρότυπο που έχει στο μυαλό του και αυτό αναζητά.
Αν τώρα ταιριάξουν και στα υπόλοιπα, όχι να κάνουν τα ίδια, να έχει τα προσωπικά του ενδιαφέροντα ο καθένας και να περνάνε καλά και να φροντίζει ο ένας τον άλλον, τότε το γλυκό έχει δέσει.
Και είναι πεντανόστιμο, σαν σπιτικό γλυκό του κουταλιού.
Έτσι έβλεπε τον «αδύνατο» Δημήτρη ο Πάνος. Σαν γλυκό του κουταλιού.
Να τον φάει με μια μπουκιά, να τον πάρει και να τον σφίξει στην αγκαλιά του και να χαθεί εκεί μέσα, να μην μπορεί να τον πειράξει κανένας.
Να είναι το ατίθασο και αεικίνητο μωρό του που θα προσπαθεί ο γίγαντας να το μαζέψει.
Λίγες μέρες μετά, ύστερα από μια κοπιαστική μέρα και ένα ζεστό μπάνιο χαλάρωναν στο σπίτι.
-Άντε θα έρθεις για ύπνο, ακούστηκε ο Δημήτρης από την κρεβατοκάμαρα που τον κατάχνιαζε ο ύπνος αλλά δεν τον έπαιρνε.
Κανένα σκέπασμα, κανένα πάπλωμα δεν ήταν τόσο ζεστό όσο ο όγκος του καλού του. Χωρίς αυτόν να τον καλύπτει πάντα κρύωνε.
-Έρχομαι μανάρι μου, απάντησε ο Πάνος κλείνοντας την τηλεόραση.
Στο μισοσκόταδο έψαχνε κάτι να βάλει να μην είναι ξυπόλυτος, χτύπησε και λίγο στο τραπεζάκι, αλλά δεν τον ένοιαζε.
Βιαζόταν να πάει δίπλα του, να τον ζεστάνει.
Τέσσερα σουβλάκια
