Μεγάλη και τις περισσότερες φορές χωρίς πολύ κόσμο η παραλία του χωριού στους πρόποδες του Ολύμπου. Πανύψηλες λεύκες σ’ όλο σχεδόν το μήκος της γεμάτες με φωλιές πουλιών που την περίοδο της αναπαραγωγής και της φροντίδας των νεοσσών γινόταν πανδαιμόνιο, σαν ν’ ανταγωνίζονταν πιο θα κελαηδήσει πιο γλυκά και πιο δυνατά. Οι παχιές σκιές τους ήταν ιδανικές για κατασκήνωση και ξεκούραση.
Οι κάτοικοι ήταν περίεργοι και δύσπιστοι με αυτούς που έρχονταν σ’ αυτό το ελεύθερο κάμπινγκ για να παραθερίσουν τους καλοκαιρινούς μήνες.
Ευγενικοί και φιλόξενοι, θεωρούσαν τους εαυτούς τους κάτι σαν γνήσιους απογόνους των θεών του Ολύμπου, χωρίς όμως ν’ αφήνουν περιθώρια στους ξένους να έχουν πολλά – πολλά μαζί τους. Τους αντιμετώπιζαν σαν υποδεέστερα όντα, ”σαν κοινούς θνητούς“. Μια μυστική συμφωνία μεταξύ τους, όρθωνε ένα τείχος, μην επιτρέποντας σε κανένα να εισβάλλει. Τη θεϊκή ανωτερότητα που τους έταξαν οι θεοί να φυλάσσουν, την μετέδιδαν μυστικιστικά και τελετουργικά στους απογόνους τους. Ο σκοπός ήταν ιερός: να διατηρηθεί οπωσδήποτε και με κάθε τρόπο η πνευματική καθαρότητα του βασιλείου των θεών.
Η περιορισμένη και κλειστή η κοινωνία του χωριού, παρ’ όλο που συμμετείχε σε όλα τα σύγχρονα δρώμενα, στους επισκέπτες έδειχνε ανοχή από μεγαλοψυχία.. Πάντα ο ξένος διέκρινε στο βλέμμα τους αυτήν την υπεροψία και πάντα θα έπρεπε να έχει τη συναίνεσή τους για ό,τι θα ‘θελε να κάνει.
Ένας σεβασμός που δεν επιβαλλόταν, αλλά ήταν σχεδόν απαιτητός από το κλίμα που πλανιόταν στην ατμόσφαιρα, όταν κάποιος ερχόταν σ’ επαφή μαζί τους. Δεν χρειαζόταν να προσπαθήσουν και πολύ γι’ αυτό, τον ένιωθε κανείς μόλις πάταγε το πόδι του εκεί, χωρίς να έχει άλλη επιλογή αν ήθελε να μείνει. Ήταν φιλοξενούμενος αλλά ξένος.
Η Καίτη ήταν η πρώτη από την παρέα που πήγε να ζήσει μόνιμα στο χωριό, όταν ερωτεύτηκε πριν από δέκα χρόνια έναν από τους κατοίκους. Η ζωή της ήταν σκληρή και δύσκολη, κόπιασε πολύ να τους πείσει να τη δεχτούν, αλλά το κατάφερε. Ήθελε οπωσδήποτε να φύγει από την Αθήνα μετά από έναν άσχημο γάμο, παρακινώντας και την υπόλοιπη παρέα να πηγαίνει τα καλοκαίρια για διακοπές, αλλά και τους χειμώνες για ολιγοήμερες αποδράσεις.
Μεγάλο μέρος της φυσικής ομορφιάς της περιοχής είχε διατηρηθεί ανέπαφο, με μια μεγάλη παραλία και μια θάλασσα με πεντακάθαρα νερά, που πολύ λίγοι τη γνώριζαν. Τα καταπληκτικά αφέγγαρα βράδια σ’ έκαναν να χαζεύεις για ώρες το σύμπαν με τη γαλήνια σιωπή του και τ’ αμέτρητα αστέρια. Το μονότονο κελάιδισμα του γκιώνη στις κορφές των δέντρων, συνομιλούσε με τον ήχο από το κύμα που έγλυφε την παραλία. Διάσπαρτες στην άμμο ήταν οι φωλιές με τα αυγά των χελωνών, που η παρέα φρόντιζε και πρόσεχε με αγάπη, ορθώνοντας γύρω τους μικρούς καλαμένιους φράχτες προστασίας. Υπέροχες και ήσυχες βραδιές.
Στην άκρη αυτής της παραλίας είχε πάει όλη η παρέα και φέτος το καλοκαίρι για διακοπές. Έστησαν τις σκηνές τους κάτω από τους τεράστιους ευκαλύπτους, μακριά από το σημείο που μαζεύονταν όλοι οι υπόλοιποι παραθεριστές. Σαν ιδιωτικός χώρος ήταν.
Βλέποντας την ευγενική συμπεριφορά τους προς το περιβάλλον και την επιμονή τους να πηγαίνουν συνέχεια για διακοπές εκεί, άρχισαν οι κάτοικοι να τους παρατηρούν πιο προσεκτικά, δείχνοντάς τους κάποια συμπάθεια.
Ένιωθαν πως ίσως θα μπορούσαν να έχουν μια διαφορετική επικοινωνία μαζί τους, σε αντίθεση με όλο αυτό το ετερόκλητο και φασαριόζικο πλήθος που μαζεύονταν τον Αύγουστο και με το οποίο δεν ήθελαν να έχουν καμιά σχέση.
Χρόνο με το χρόνο άρχισε η παρέα να γνωρίζεται καλύτερα με τους κατοίκους. Εννοείται μόνο με τους άντρες, οι γυναίκες δεν εμφανίζονταν σχεδόν ποτέ, αποτέλεσμα μιας συντηρητικής κοινωνίας και της επιρροής της εκκλησίας στο πέρασμα των αιώνων.
Η διεισδυτικότητα και η σιγουριά στο βλέμμα των αντρών, πολύ ήρεμα και ευγενικά, σε έβαζε στη θέση σου αμέσως… δηλαδή λίγο πιο κάτω από αυτούς. Έμοιαζε με το διερευνητικό βλέμμα του πάντα ετοιμοπόλεμου αρχηγού που καθοδηγούσε το στρατό του στη μάχη. Φροντιστικοί με όλους αλλά απόμακροι.
Αυτή η ατμόσφαιρα διέγειρε, από την πρώτη στιγμή, τον αντρικό ανταγωνισμό του Αντώνη, για λόγους όμως τακτικής άφηνε τη μάχη για αργότερα˙ συνήθιζε πρώτα να γνωρίζει καλά τον αντίπαλο πριν επιτεθεί. Αυτόν τον αρσενικό ανταγωνισμό που διεκδικεί χώρο και ανθρώπους. Σαν κοκορομαχία.
Ο πρώτος από τους άντρες του χωριού που πλησίασε περισσότερο την παρέα, ήταν ο Πάνος. Μέτριο ύψος, με σώμα γυμνασμένο από τις αγροτικές εργασίες, σχεδόν άτριχος, και μαλλιά ξανθά όχι πολύ μακριά, συνήθως πιασμένα κοτσίδα. Φόραγε σχεδόν πάντα ένα πανί γύρω από τη μέση του όταν κατέβαινε στη παραλία, έτσι για να το παίρνει ο αέρας και ν’ αποκαλύπτει επίτηδες ότι μπορούσε στις γυναίκες, οι περισσότερες άλλωστε τον ποθούσαν. Ήταν λίγο επιδειξίας και κοίταζε με την άκρη του ματιού του, διακριτικά πάντα, αν τον παρατηρούσαν. Ήθελε πολύ να είναι το κέντρο της προσοχής, του άρεσε να τον επιθυμούν και ήξερε καλά πως να το καταφέρνει.
Τον Αντώνη πάντα κάτι τέτοιοι τύποι τον προκαλούσαν να τους επιτεθεί αμέσως, αλλά το ότι ο Πάνος συζητούσε και σκεφτόταν πολύ ωραία, τον ηρεμούσε. Πήγαινε αρκετές φορές στη σκηνή του για καφέ, συνήθως όταν οι άλλοι έλειπαν ή ήταν για μπάνιο.
Φρόντιζε με τον τρόπο που καθόταν και με το μισάνοιχτο πανί που φορούσε να του δείχνει, δήθεν τυχαία, όσα περισσότερα μπορούσε, όντας γυμνός από κάτω. Είχε μάθει πως του Αντώνη του άρεσαν οι άντρες και όλο εκεί τριγύριζε. Ο Αντώνης πάλι, έκανε πως δεν έδινε σημασία, αλλά θύμωνε γιατί καταλάβαινε το λόγο που του έκανε επίδειξη. Του άρεσε όμως αυτός ο ωραίος άντρας και έκαναν ατέλειωτες συζητήσεις πίνοντας ποτά. Ήταν και οι δυο γερά ποτήρια και το αλκοόλ έκανε πιο φανερό και πιο ξεκάθαρο, πως μια ερωτική έλξη πλανιόταν ανάμεσά τους.
Σε άλλη περίπτωση ο Αντώνης θα είχε προχωρήσει ακόμα περισσότερο, νιώθοντας αυτή την έλξη. Εδώ όμως είχε να κάνει με κάποιον που δήλωνε πως είχε πηδήξει πολλές γυναίκες της περιοχής αλλά και αρκετές από αυτές που έρχονταν το καλοκαίρι για διακοπές. Όπου και να έλεγε ο Αντώνης αυτό που συνέβαινε, θα τον κορόιδευαν και θα τον θεωρούσαν υπερβολικό, γιαυτό δεν μίλησε σε κανέναν, ούτε στη φίλη του τη Ζωή. Πίστευε κι εκείνη πως όλους τους έβλεπε σαν ομοφυλόφιλους, και έτσι σιώπησε.
Ένας μισοκαμένος κορμός παρατημένος πολύ καιρό στην παραλία κοντά στη θάλασσα, που είχε πάρει το σχήμα μια μεγάλης πολυθρόνας, χρησίμευε σε πολλούς σαν κάθισμα για ηλιοθεραπεία. Αυτό ήταν το «στρατηγείο» του Πάνου. Καθόταν συχνά εκεί μισόγυμνος και παρατηρούσε αυτάρεσκα τις γυναίκες να τον κοιτάζουν από μακριά απολαμβάνοντας, υποτίθεται, τον ήλιο.
Μια συμπάθεια είχε αρχίσει να αναπτύσσεται μεταξύ του Πάνου και του Αντώνη μέσα από τις ατέλειωτες συζητήσεις τους, πίνοντας αρκετό από το καλύτερο κρασί της περιοχής, που έφερνε ο Πάνος από τ’ αμπέλια του. Πραγματικό νέκταρ και γλυκόπιοτο, έκανε μετά από μερικά ποτήρια τη γλώσσα και το σώμα τους να χαλαρώνει. Η ερωτική πρόθεση γινόταν τότε πιο ξεκάθαρη.
Η κόντρα όμως καλά κρατούσε μεταξύ τους. Ποτέ δεν ειπώθηκε λεκτικά ακριβώς αυτό που σκέφτονταν και οι δύο, αλλά το έβλεπες στα μάτια τους. Από τη μια ο Πάνος με το αδιόρατο ύφος του ημίθεου, επειδή είχε απέναντί του έναν άντρα ομοφυλόφιλο αλλά και ξένο. Από την άλλη ο Αντώνης τον θεωρούσε επαρχιώτη ψωνισμένο και νάρκισσο. Έξαλλο τον έκανε που δεν τον αντιμετώπιζε ισότιμα, καιροφυλακτώντας την κατάλληλη στιγμή για ν’ ανταποδώσει. Δεν βιαζόταν, είχε συναντήσει αρκετές φορές τέτοιους τύπους και ήξερε πώς να τους χειριστεί -σιγά μη τον άφηνε να νοιώθει ανώτερος από αυτόν. Οι συζητήσεις που έκαναν ήταν πάντα πνευματικές, με διαρκείς και εύστροφες απαντήσεις, σαν να συμμετείχαν σε διαγωνισμό γνώσεων. Ήταν αρκετά μορφωμένος ο επαρχιώτης, αλλά επειδή ο Αντώνης τον γούσταρε, μετέτρεπε την επιθυμία του σε συνεχή λεκτική πρόκληση. Όχι θα τον άφηνε να νομίζει πως τον έχει κατακτήσει κι αυτόν. Ο Πάνος πάλι το είχε δεδομένο πως ο Αντώνης ήταν ήδη στα πόδια του. Στη φαντασία του μόνο γιατί σε όλα τα θέματα που προσπαθούσε να τον στριμώξει, αυτός όχι μόνο τα γνώριζε απαντώντας ακαριαία και έξυπνα, αλλά τα δυσκόλευε ακόμα περισσότερο, γνωρίζοντας πως ναι μεν πιστεύει πως είναι ημίθεος, αλλά ταυτόχρονα είναι και ένας επαρχιώτης με τα κοινωνικά, οικογενειακά και σεξουαλικά κολλήματα που έχουν όλοι τους. Αυτοί οι λόγοι δεν άφηναν τον Πάνο να προχωρήσει τη σκέψη του πιο βαθειά, φοβούμενος ενδεχόμενες ανατροπές μέσα του. Και τότε χρησιμοποιούσε τα μεγάλα μέσα: άλλαζε τη στάση που καθόταν, άφηνε τυχαία να φανεί όλο το γυμνό κορμί του και μισοερεθισμένος χαιρόταν για την ταραχή που προκαλούσε στον Αντώνη. Μεγάλος αλήτης αλλά και σκληρός μαχητής. Δεν το έβαζε κάτω με τίποτα και αυτό ήταν που τον έφτιαχνε ακόμα περισσότερο τον Αντώνη, εκτός από το τέλειο σώμα του.
Η παρέα δεν πολυκαταλάβαινε τί συζητούσαν τόσες ώρες μόνοι τους. Συχνά τους επισκέπτονταν, προσποιούμενοι πως θέλουν να πάρουν κάτι από τη σκηνή τους, στη προσπάθειά τους ν’ ακούσουν οτιδήποτε που θα τους έκανε να καταλάβουν τι λένε και είναι τόσο προσηλωμένοι.
Είναι γεγονός πάντως πως ο Πάνος μετά από τόση κόντρα με τον Αντώνη, αναγκάστηκε να τον αναγνωρίσει σαν σοβαρό αντίπαλο και άρχισε να του δείχνει σεβασμό. Ο Αντώνης δεν την ήθελε αυτή την εξέλιξη, γιατί του φαινόταν κάπως σαν παραίτηση και άρχισε να γίνεται πιο σκληρός και πιο επιθετικός μαζί του. Είχε μπει για καλά στη μάχη που δίνουν μεταξύ τους τα αρσενικά για το ποιος θα είναι από πάνω και ποιος από κάτω. Ένιωθε πως άρχισε να λυγίζει αλλά δεν του έφτανε. Ήθελε με κάθε τρόπο να παραδεχτεί ο Πάνος την ψυχική και πνευματική του ήττα, γιατί γνώριζε πολύ καλά πως η σωματική θα ήταν μετά μια απλή υπόθεση.
Το μεθόδευε αργά, σταθερά και με περηφάνια, αλλά επίσης και μια ηδονή: ο μεγάλος εραστής της περιοχής τον είχε επιλέξει για να κάνει τα γνωστά του κόλπα που πάντα έπιαναν. Δεν ήξερε όμως πως του Αντώνη αυτά του έμοιαζαν κοινότυπα και ταίριαζαν μόνο σ’ εκείνους που ένιωθαν λίγοι στη ψυχή και στο μυαλό. Δυνατό χαρτί του Αντώνη, εκτός από την ευστροφία και τη μεγάλη του αγάπη να μπορεί να “βλέπει” πίσω από αυτό που του λέει κάποιος τί πραγματικά εννοεί, ήταν η βεβαιότητά του πως και ο Πάνος τον ήθελε και ερωτικά, μα δεν υπήρχε περίπτωση να του το δείξει ούτε να το παραδεχτεί. Από την εμπειρία του γνώριζε πως και στις πιο βαθιές αντρικές φιλίες υπάρχει σχεδόν πάντα και ερωτική έλξη, που δεν εκφραζόταν ίσως ποτέ, αλλά ήταν εκεί. Αντιμετώπιζαν αυτή την έλξη σαν κάτι επικίνδυνο και έλεγαν στον εαυτό τους όταν την ένιωθαν:
”Φύγε έρχεται η επιθυμία“, θεωρώντας την επιθυμία σαν κάτι επικίνδυνο.
Αν όμως αυτή τελικά εκφράζονταν ήταν μαγική και εκρηκτικά απολαυστική.
Το άλλο που γνώριζε ο Αντώνης καλά ήταν πως στην επαρχία πολλοί άντρες είχαν σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ τους, πάντα μετά από πολύ αλκοόλ, αλλά δεν ήταν ούτε και συμπεριφέρονταν σαν ομοφυλόφιλοι. Σε πολλά χωριά της Ελλάδας στέλνουν τ’ αγόρια το χειμώνα να μείνουν στο βουνό, δυο ή τρείς μαζί, για να φυλάνε τα ζώα. Και οι μανάδες γνωρίζουν πως τους μήνες που λείπουν τα παιδιά τους έχουν και σεξουαλικές επαφές. Τα παντρεύουν όμως οπωσδήποτε μετά για να είναι εντάξει στη κοινωνία.
Ήταν σίγουρος ο Αντώνης πως θα είχε τέτοιες εμπειρίες και του την έδινε γιατί προσπαθούσε να του το παίξει αποκλειστικά ετεροφυλόφιλος .
Ο Πάνος άρχισε να φέρνει τους φίλους του στην παρέα, κρίνοντας πως “πέρασαν τις εξετάσεις” και ήταν πλέον έτοιμοι να μάθουν τα δικά τους μυστικά και τον τρόπο ζωής τους.
Η πιο σημαντική δραστηριότητα των κατοίκων του χωριού ήταν η ανάβαση στον Όλυμπο αρκετές φορές το χρόνο. Προσκάλεσαν λοιπόν, σαν δείγμα μεγάλης εκτίμησης, όλα τα παιδιά της παρέας να πάνε μαζί τους στο βουνό.
Η ανάβαση ήταν μια ολόκληρη ιεροτελεστία, με την απαραίτητη συνοδεία οδηγού που να γνωρίζει καλά το βουνό και τα μονοπάτια, γιατί ήταν απίθανο να το καταφέρει κάποιος μόνος του. Επέμενε πολύ ο Πάνος να πάει και ο Αντώνης μαζί τους παρ’ όλο που αυτός δεν είχε ξανακάνει ποτέ του ορειβασία και δεν ήθελε με τίποτα. Μεγάλη η επιμονή του όμως και το αποφάσισε.
Ξεκίνησαν Σάββατο μεσημέρι γιατί έπρεπε να προετοιμαστούν ψυχολογικά και σωματικά. Έφτασαν σ’ ένα καταφύγιο στους πρόποδες του βουνού όπου θα διανυκτέρευαν. Ήταν κατασκευασμένο ολόκληρο από ξύλο χαμένο μέσα στο δάσος. Ο ξυλουργός του χωριού το είχε φτιάξει μόνος του για τους ορειβάτες. Το μόνο πέτρινο στοιχείο του ήταν η πλευρά που υπήρχε το τζάκι. Έξω από το σπίτι υπήρχε μια πηγή το νερό της οποίας διοχετευόταν μέσα για την ύδρευσή του με ευρηματικές και περίπλοκες κατασκευές.
Οι συζητήσεις μεταξύ της παρέας σταμάτησαν και μια εντυπωσιακή σιωπή, σαν αυτοσυγκέντρωση, τους προετοίμαζε για την επόμενη μέρα. Ο Αντώνης δεν είχε ξαναζήσει κάτι τέτοιο, αλλά του άρεσε που οι ήχοι του δάσους ήταν τόσο ανακουφιστικοί, σαν να ήθελαν να τους εντάξουν στο περιβάλλον. Υπήρχαν προμήθειες στο καταφύγιο γιατί κάθε επισκέπτης έφερνε και τις δικές του. Το δείπνο ήταν πολύ λιτό˙ δεν έπρεπε να φάνε βαριά φαγητά για να κάνουν ελαφρύ ύπνο. Λίγο ψωμί μερικές ελιές ντομάτες και τυρί.
Μετά από έναν υπέροχο ύπνο, εκεί γύρω στα χαράματα άρχισε η προετοιμασία. Ούτε στη διάρκεια του πρωινού καφέ μίλαγε κανείς. Η μεγάλη αγάπη τους για το βουνό, που μετουσιωνόταν σε δέος και σεβασμό τους έκανε να σωπαίνουν.
Με το πρώτο φως της μέρας ξεκίνησαν την ανάβαση. Την μεγάλη χαρά των κατοίκων δεν την καταλάβαινε ακόμα ο Αντώνης. Είχε αφήσει το ωραίο του κρεβάτι και τις ανέσεις του για να τρέχει στα βουνά. Ας μη σκεφτόταν πως θα έπεφτε στα μάτια του Πάνου και σου έλεγα εγώ αν θα πήγαινε. Αραχτός θα ήταν στη παραλία και μετά κρασάκι φαγητό και ύπνος. Ας όψεται η κόντρα που είχε ξεκινήσει και δεν ήθελε να κάνει πίσω με τίποτα.
Σαν άσχετος και πρωτάρης ο Αντώνης θέλοντας να παραστήσει το δυνατό που έχει αντοχές, άρχισε να ανεβαίνει πολύ γρήγορα το βουνό. Ο Πάνος χαμογελούσε μα σαν κατάλαβε πως θα κατέρρεε πολύ σύντομα, του έβαλε τις φωνές και τον ανάγκασε να ανεβαίνει πολύ πιο αργά και με συγκεκριμένο ρυθμό. Σ’ όλη την υπόλοιπη διαδρομή του δίδασκε πως αν θέλει να φτάσει στη κορυφή θα πρέπει να κάνει αργά και σταθερά βήματα, ν’ αναπνέει με συγκεκριμένο τρόπο, εξηγώντας του συνέχεια πώς αντιδρά κάθε στιγμή το σώμα του, τους παλμούς της καρδιάς και ένα σωρό άλλες λεπτομέρειες και τεχνικές. Ήθελε οπωσδήποτε να φτάσει ο Αντώνης στη κορυφή. Η ατμόσφαιρα μεταξύ τους είχε βέβαια την κόντρα αλλά υπήρχε και μια φροντίδα συντροφική μ’ έναν υποβόσκοντα ερωτισμό, κάτι σαν αέρινη αγκαλιά.
Ούτε μια στιγμή δεν σταμάτησε ο Πάνος να κάνει διακριτικά επίδειξη της δύναμης και της γνώσης του για την ανάβαση. Ο Αντώνης εκνευριζόταν που, σ’ αυτήν τη φάση, είχε πάρει το παιχνίδι ο Πάνος αλλά τον ηδόνιζε η φροντίδα που του έδειχνε. Όλοι οι άλλοι είχαν απομακρυνθεί πολύ ανεβαίνοντας πιο γρήγορα, έτσι για δύο με τρείς ώρες ήταν μόνοι τους. Δεν τον άφησε ούτε λεπτό και όπως προπορευόταν πάντα, η κούραση του Αντώνη σχεδόν εξαφανιζόταν κοιτάζοντας διακριτικά τα δυνατά και γυμνασμένα πόδια και κωλομέρια του Πάνου, που το αισθανόταν και το απολάμβανε. Επειδή για πρώτη φορά βρέθηκαν σε κοινή προσπάθεια, άρχισε ν’ αναπτύσσεται μια πιο ιδιαίτερη σχέση μεταξύ τους, γεμάτη σεβασμό του ενός προς τον άλλον αλλά και μιας κρυφής γλύκας. Παρ’ όλα αυτά μεγάλωνε η προκλητικότητα του Πάνου και δυο τρεις φορές που χρειάστηκε να κατουρήσει έβγαλε πάλι τον επιδειξία από μέσα του: κατούραγε μιλώντας στον Αντώνη κοιτάζοντάς τον στα μάτια, με μια ψεύτικη αδιαφορία δήθεν απορροφημένος από αυτά που συζητούσαν, αλλά ήταν εμφανές το αδιόρατο μειδίαμά του για την ταραχή που προκαλούσε στον Αντώνη. Έξαλλος ο Αντώνης από το τόσο μεγάλο θράσος του βλάχου επιβήτορα που νόμιζε πως το είχε το παιχνίδι, δεν είπε τίποτα συμμετέχοντας στη συζήτηση δήθεν αδιάφορα. Σκεφτόταν όμως πως πίσω έχει η αχλάδα την ουρά και ετοιμαζόταν εντατικά για την επίθεσή του. Πολλά περάσματα στο μονοπάτι που ακολουθούσαν ήταν πολύ στενά και υπήρχαν στιγμές που τα πρόσωπά τους έρχονταν τόσο κοντά σαν να ήθελαν να φιληθούν. Προφανώς και δεν το τολμούσε κανένας, ο Πάνος με το μόνιμο πια υπεροπτικό μειδίαμά του και ο Αντώνης κατεβάζοντας προσποιητά το κεφάλι του, έτσι για να του δώσει την εντύπωση της κυριαρχίας του. Εφάρμοζε ένα κλασσικό τρόπο παραπλάνησης του αντιπάλου, ώστε να είναι ανυποψίαστος όταν θα γινόταν η επίθεση.
Συνέχισαν ν’ ανεβαίνουν και μετά από περίπου πέντε ώρες έφτασαν στην κορυφή. Μεγαλείο! Η απόλυτη αίσθηση ότι βρίσκεσαι στον ουρανό και όχι στη γη. Ότι μπορείς πετώντας να πας όπου θέλεις. Ότι όλα όσα συμβαίνουν εκεί κάτω όσο σοβαρά και αν είναι, δεν μπορούν να σε κάνουν να νιώσεις άσχημα. Ότι όλα μπορείς να τα ελέγξεις και να τα κάνεις όπως θέλεις.
Τώρα άρχισε να καταλαβαίνει ο Αντώνης αυτήν την ανωτερότητα που ένιωθαν οι κάτοικοι. Καταλάβαινε επίσης πως αν δεν έφτανες σ’ αυτήν την κορυφή δεν μπορούσαν να σου εξηγήσουν αυτήν την ανωτερότητα. Δεν θα τη καταλάβαινες. Πλάι του ο Πάνος ξαποσταίνοντας και εκείνος κοίταζε το άπειρο με εκείνο το αετίσιο του βλέμμα. Ήταν για όλους μια μεγάλη στιγμή. Ήταν θαρρείς η στιγμή της ένωσης του θεϊκού με το ανθρώπινο που μόνο η σιωπή άνοιγε τη πόρτα της ψυχής για να το νιώσει, έτσι για να ησυχάσει και να γαληνέψει. Να γαληνέψει όχι από ανάγκη ή κούραση αλλά από υποχρέωση προς το σύμπαν. Ήταν οι στιγμές που ένιωθαν όλοι μεγάλη ευγνωμοσύνη που υπήρχαν και η ζωή τους φαίνονταν τόσο όμορφη και τόσο ανάλαφρη. Πολλά έντονα συναισθήματα και με μικρή προσπάθεια!
Όλα αυτά που ένιωθε ο Αντώνης για τον Πάνο πριν, σαν να εξανεμίστηκαν, παρ’ όλη την κούραση που ένιωθε. Μια αίσθηση ανωτερότητας τον προέτρεψε να του ψιθυρίσει ένα μεγάλο ευχαριστώ για το δώρο που του έκανε. Γιατί αν δεν επέμενε αυτός, δεν θα είχε γνωρίσει όλα αυτά που νιώθει τώρα. Δεν κόμπασε ο Πάνος, κάτι που περίμενε ο Αντώνης, αντίθετα χάρηκε που δεν είχε πέσει έξω πως ο Αντώνης θα καταλάβαινε την αξία αυτού του δώρου. Δεν το πρόσφερε στον οποιονδήποτε. Το ένιωσε ο Αντώνης και καμάρωσε δικαιωμένος.
Δεν έμειναν πολλή ώρα στην κορυφή, γιατί ο καιρός έπαιρνε να χαλάει. Πώς το έβλεπαν δεν μπορούσε να καταλάβει ο Αντώνης σαν άνθρωπος της πόλης, αλλά τους είχε εμπιστοσύνη. Όλα τα ήξεραν αυτοί οι επαρχιώτες, σκέφτηκε ειρωνικά, αλλά δε μίλησε. Στο μυαλό του ήρθαν ιστορίες, που είχε ακούσει από τους κατοίκους, για ορειβάτες που χάθηκαν επειδή δεν σεβάστηκαν το βουνό με τις παραξενιές του και χάρηκε που θα επέστρεφαν. Τον έζωναν πάλι τα φίδια για τον Πάνο γιατί τώρα, σκεφτόταν, θα ήταν διπλά περήφανος απέναντί του. Δεν έπεσε έξω, λες και όσο λιγόστευε το ύψος του βουνού τόσο αυξανόταν η αίσθηση της ανωτερότητας που απέπνεε. Στα στενά περάσματα της κατάβασης, τον ακούμπαγε πια τον Αντώνη προκλητικά και δεν μειδιούσε, αλλά χαμογελούσε αυτάρεσκα με το ύφος του κατακτητή. Στις τόσο κοντινές επαφές τους αυτό που δεν θα ξεχάσει ο Αντώνης ήταν αυτή η ηδονική μυρωδιά του καθαρού αντρικού ιδρώτα που έβγαζε το σώμα του. Έτρεμε από επιθυμία να τον αγκαλιάσει και να κυλιστούν εκεί πάνω στο βουνό, αλλά συνεχίζοντας την παραπλάνηση τον άφηνε να πιστεύει πως είχε λυγίσει.
Όταν υπάρχει ερωτική έλξη η σιωπή είναι πιο ηδονική και το σώμα λέει περισσότερα με τη στάση του και τις κινήσεις του, απ’ όσα θα μπορούσαν να πουν τα χείλη με λόγια, σκέφτηκε ο Αντώνης.
Μπουκωμένος ήταν ο θυμός του, όχι γιατί δεν μπορούσε να τον ελέγξει, αλλά γιατί πάντα υπήρχε μέσα του η απειλή της κοινωνικής κατακραυγής, μην τυχόν και ξεστρατίσει το σώμα του από τα επιτρεπτά όρια. Μα στο μυαλό και στη ψυχή, πόσο μάλλον στην επιθυμία, δεν μπορείς να βάλεις όρια. Πώς να τη φυλακίσεις την επιθυμία; Θα βρει πάντα τρόπο ν’ αποδράσει και να κάνει του κεφαλιού της! Τα έπιανε όλα αυτά ο Πάνος και αυτό τον θύμωνε ακόμα περισσότερο.
-Αλλού είναι το μυαλό σου, είπε αυστηρά μα με φροντίδα ο Πάνος, προχώρα όμως, πρέπει να τηρήσουμε το ωράριο για να μη νυχτώσει και είμαστε στο βουνό.
-Διεισδυτικός και εύστροφος για να καταλαβαίνεις πως είμαι αλλού. Αν δεν ήμουν αλλού και ήμουν εδώ, δεν θ’ άντεχες. Όχι εμένα αλλά τον εαυτό σου, για όλα αυτά που δικαιούται και δεν του τα δίνεις. Να του ζητήσεις συγνώμη και άσε τη κάλπικη συμπόνια προς εμένα. Περπάτα τώρα.
Όχι που θα τον άφηνε έτσι. Ούτε μια κουβέντα του δεν θα άφηνε να πέσει κάτω αναπάντητη.
Χαμογέλασε μα δεν είπε τίποτα ο Πάνος γιατί πίστευε πως τα κοινωνικά όρια τα έβαζε εκείνος. Γιατί θεωρούσε πως υπερείχε με την υποτιθέμενη κανονικότητά του.
Ήταν κανονικό που είχε πηδήξει δυο τρία αγοράκια του χωριού, γιατί το είχαν κάνει οι περισσότεροι. Ίσως να το είχαν κάνει και σ’ εκείνον, αλλά έχοντας τη σιωπηρή συναίνεση της μικρής τους κοινωνίας, δεν είχε ενοχές γιαυτό. Ήταν κανονικό που ίσως τον χάιδευε, όταν ήταν μικρότερος, κάποιος θείος του ή κάποιος μεγαλύτερος ξάδελφος. Και στην εφηβεία ήταν κανονικό που πήδηξε μερικές κατσίκες. Έτσι εύκολα άλλαζαν νόημα οι λέξεις: μετονομάστηκε η κακοποίηση σε κανονικότητα.
Τώρα που μεγάλωσε δεν τρέχει τίποτα που θα πάει και μ’ ένα δηλωμένο “πούστη”. Αυτός ήταν ο κανονικός άντρας. Κανένας βέβαια δεν θα μάθει ποτέ τι συνέβαινε στις ξαφνικές και συχνές εξαφανίσεις του για ένα διήμερο στην Αθήνα. Είχε πολλές φορές συναντήσει κάτι τέτοιους επαρχιώτες ο Αντώνης και τους γνώριζε καλά. Τρομάρα του. Καταλάβαιναν και οι δυο τι ακριβώς συμβαίνει, μα ο Αντώνης σαν πιο μάγκας, το είχε παραδεχτεί πως του άρεσαν και οι άντρες, σε αντίθεση με τον Πάνο που παρίστανε τον καλό ετεροφυλόφιλο πηγαίνοντας με τη μανούλα του κάθε Κυριακή στην εκκλησία και μεθώντας μετά με τους άντρες στο καφενείο του χωριού.
Τώρα αν κάποιος από όλα αυτά τα αγόρια συνέχιζε να προτιμά τους άντρες, με ευκολία τον έδιωχναν από το χωριό σαν ανώμαλο, άρρωστο και άλλα πολλά. Πολλοί από αυτούς τους κανονικούς άντρες πήγαιναν μετά και συναντούσαν τον «ανώμαλο» κρυφά στο κεφαλοχώρι που μετακόμιζε ή στην Αθήνα.
Μα το πιο εντυπωσιακό ήταν πως όλο αυτό το ψέμα περί κανονικότητας ή μη, το αντιμετώπιζαν σαν αλήθεια, επειδή ήταν κοινωνικά αποδεκτό. Και την πίστευαν όλοι. Και ο Πάνος φυσικά.
Παλιός σ’ αυτά τα παιχνίδια ο Αντώνης δεν μάσαγε:
“Άσε να πιστεύει ότι θέλει”, σκεφτόταν, “εγώ θα έχω τον τελευταίο λόγο”. Το είχε ορκιστεί στον εαυτό του.
Σκορπιός πρώτο μέρος
