Σουρούπωνε όταν επιτέλους έφτασαν στις σκηνές τους. Αποκαμωμένος ήταν ο Αντώνης, αλλά ψυχικά γεμάτος τόσο που δεν τον ένοιαζε η σωματική κούραση.
Σαν κάτοικος πόλης δεν τη γνώριζε αυτήν την κούραση, μόνο την ψυχική και την πνευματική είχε μάθει. Γι’ αυτό ένιωθε τόσο γεμάτος. Ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβε το σώμα του, τις ικανότητές του και τις δυνάμεις του. Μεγάλη εσωτερική αποκάλυψη που τον έκανε ιδιαίτερα χαρούμενο. Ήταν πολύ περήφανος που έκανε κάτι τόσο δύσκολο, κάτι που ειρωνευόταν για πολλά χρόνια όσους του το περιέγραφαν. Ντράπηκε και σκόπευε να αναθεωρήσει πολλά μέσα του μετά από αυτό. Ένιωσε έντονα την ανάγκη να γίνει πιο σεμνός και να τους ζητήσει συγνώμη.
Ο Πάνος συνήθιζε να εξαφανίζεται για μέρες και να εμφανίζεται ξαφνικά. Έτσι για να γίνεται πιο αισθητή η απουσία του, ή μάλλον η παρουσία του. Το ίδιο έγινε και μετά την ανάβαση στο βουνό. Χάθηκε και εμφανίστηκε την ημέρα που έφευγε η παρέα. Αποχαιρετίστηκαν εγκάρδια, ευχήθηκαν καλό χειμώνα, μα ο Αντώνης το έπιασε αυτό το βλέμμα που του έριξε ο Πάνος. Ήταν πρόστυχο, σαν να του ζητούσε κάτι, -σίγουρα το μπελά του, σκέφτηκε- αλλά πάλι για λόγους τακτικής κατέβασε μετά από λίγο το δικό του βλέμμα κάτω. Τον άφησε για μια ακόμα φορά να νιώθει πιο πάνω από αυτόν, χαμογελώντας κρυφά για την ώρα που θα έπαιρνε το αίμα του πίσω. Και στη χειραψία του κράτησε το χέρι περισσότερη ώρα από όσο το κρατάμε όταν αποχαιρετούμε κάποιον και πιο σφιχτά, απορροφημένος τάχα από κάτι που του έλεγαν οι άλλοι.
Το επόμενο καλοκαίρι πήγαν στο χωριό ο Αντώνης με τη Ζωή, καλεσμένοι από την αδελφή της για ένα τετραήμερο.
Τώρα, πώς εμφανίστηκε ο Πάνος, πώς έμαθε ότι είχαν έρθει δεν μπόρεσε να το καταλάβει. Χωριό όμως σκέφτηκε πως ήταν και τα νέα μεταδίδονταν σαν αστραπή. Συναντήθηκαν το πρώτο βράδυ οι τρείς τους με έντονη τη χαρά που ξανάβλεπε ο ένας τον άλλον. Αφού συζήτησαν για λίγο τα τυπικά, για το πώς δηλαδή πέρασαν τον χειμώνα, έφυγε ο Πάνος επειδή είχε κάπου να πάει, αλλά κανόνισαν να συναντηθούν το βράδυ στο μοναδικό μπαρ της περιοχής που, όπως τους διαβεβαίωσε, είχε καθαρά ποτά και αξιοπρεπή μουσική. Η Ζωή δεν ήθελε να έρθει, γιατί προτιμούσε την ησυχία και τη φύση, αλλά την έπεισε ο Αντώνης.
Ο Πάνος ήταν εκεί και τους περίμενε. Χάρηκε πολύ που τους είδε και άρχισε τα κεράσματα. Έπιναν και μίλαγαν συνέχεια με την μουσική ν’ ανεβάζει πολύ τη διάθεση. Το βλέμμα του Πάνου ήταν πιο διεισδυτικό και προκλητικό, δίχως να μπορεί ο Αντώνης να καταλάβει ακόμα το λόγο. Καθόταν ακριβώς δίπλα του στη μπάρα έτσι για να ακουμπάει και να σκουντάει λίγο ο ένας τον άλλον, όσο μιλούσαν. Ο Αντώνης είχε έρθει αυτή τη φορά αποφασισμένος να πάρει εκείνος το παιχνίδι. Ούτε μια στιγμή δεν κατέβασε το βλέμμα του κάτω. Ως εδώ ήταν. “Έλα τώρα Πάνο μου να γνωρίσεις τον πραγματικό Αντώνη ποιος είναι και αν αντέχεις μείνε, αλλιώς θα φύγεις με την ουρά στα σκέλια”, σκεφτόταν.
Δίπλα από τον Πάνο καθόταν χωρίς να μιλάει ένα πολύ όμορφο αγόρι, όχι πάνω από είκοσι χρονών. Κοίταζε στα μάτια τον Αντώνη με έναν αδιόρατο πόθο που τον κατάλαβε αμέσως μα δεν μίλησε. Τώρα άρχισε να ερμηνεύει ο Αντώνης την προκλητικότητα του Πάνου. Έφυγε πριν και πήγε να φέρει το μικρό για να τον εντυπωσιάσει. Επαρχιώτικες τακτικές.
-Δεν θα μου συστήσεις το όμορφο αγόρι που είναι στη παρέα σου; Ακόμα με φοβάσαι; είπε ο Αντώνης χαμογελώντας ειρωνικά.
Ο Πάνος γύρισε και έριξε μια άγρια ματιά στο αγόρι, σαν να του έλεγε: ”Μην τολμήσεις να μιλήσεις“.
Αυτό το καημένο μαζεύτηκε και δεν έβγαλε μιλιά. Φανερό, πως για λόγους που δεν μπορούσε να καταλάβει ο Αντώνης, το αγόρι τον φοβόταν. Έμοιαζε με το φόβο γυναίκας που έχει ερωτευτεί έναν πολύ ζηλιάρη άντρα. Τον πόθο του και την επιθυμία του για τον Αντώνη πρόλαβε όμως να του τον δείξει μ’ έναν ελαφρύ αναστεναγμό πριν χαμηλώσει τα μάτια. Ήταν φανερό πως το μικρό ερωτευμένο, αλλά και λόγω της ηλικίας μόνιμα ερεθισμένο αγόρι, το ήλεγχε απόλυτα. Ο πόθος όμως που έστειλε στον Αντώνη με τη ματιά του ήταν πολύ ξεκάθαρος. Ο Αντώνης ανταπέδωσε το ίδιο βλέμμα αλλά προσεκτικά. Δεν του άρεσε να μπαίνει ανάμεσα σε ζευγάρια… “Του βγήκε πάλι ο επιδειξίας”, σκέφτηκε, αλλά αυτή τη φορά δεν θύμωσε με την κουτοπονηριά του επαρχιώτη. Τον συμπόνεσε κάπως για την αγωνία του να υπάρξει με άνεση, μέσα σ’ αυτά που τόσο πολύ ήθελε και τόσο πολύ τον τρόμαζαν ταυτόχρονα. Έμοιαζε να ζητούσε βοήθεια για να μπορέσει να χαρεί αυτό το τόσο απαγορευμένο. Ούτε στιγμή πάντως δεν σταμάτησε να είναι προκλητικός στη συνομιλία του με τον Αντώνη, και ενώ αυτός ήταν έτοιμος να τον βοηθήσει και να τον στηρίξει λίγο, εισέπραξε μια καθαρά ερωτική επίθεση. Η μάχη άρχισε.
-Αν αρχίσεις πάλι να κρύβεσαι από τον εαυτό σου όταν μιλάς μαζί μου να ξέρεις πως θα με κάνεις να βαρεθώ γρήγορα. Αν αντέχεις τις αλήθειες σου, να μείνω να πούμε ό,τι θέλεις του είπε προκλητικά πλέον ο Αντώνης.
-Δυσκολεύομαι να ταιριάξω τη φαντασία μου με τη πραγματικότητα, δεν μου επιτρέπεται αλλά και εσύ δεν ξέρω αν θα ‘θελες ν’ ασχοληθείς.
Προκαλούσε πάλι ανοιχτά.
-Δεν ταιριάζει σ’ έναν ημίθεο, όπως διατείνεσαι πως αισθάνεσαι και προσπαθείς με αγωνία να μας το επιβάλλεις, να δυσκολεύεται να δει σαν ενιαίο σύνολο το σώμα, την ψυχή και το νου. Αυτά αρμόζουν σε πολύ φοβισμένους άντρες και εσύ μας λες συνέχεια πως η έννοια φόβος δεν υπάρχει μέσα σου. Εγώ τον αισθάνομαι το φόβο σου και νιώθω συμπάθεια.
-Έχεις δίκιο, αυτό που με αναγκάζει να τα διαχωρίζω είναι το ότι δεν μπορεί να προκύψει όμορφη αγκαλιά και έρωτας όταν κυριαρχεί ο φόβος.
-Μα αν δεν τον αποδεχτείς δεν θα μπορέσεις να ακουμπήσεις σ’ έναν ώμο, είτε για να ανακουφιστείς είτε για να γλυκάνει λίγο η ψυχή σου. Και αν δεν γλυκάνει η ψυχή μένει και το σώμα σου χωρίς γλύκα. Σταμάτα πια να ντρέπεσαι τόσο ανυπόφορα για σένα, είπε ο Αντώνης.
Ο τύπος του άντρα που ερέθιζε πολύ τον Αντώνη, ήταν αυτός που όταν ήταν μόνοι θα του έβγαζε όλη τη παθητικότητά του. Μετά ας έκανε ότι ήθελε. Στο κρεβάτι τον ήθελε απόλυτα παραδομένο. Αλλά ήταν από τους άντρες που δεν του άρεσε να του το δίνουν έτοιμο. Τον ηδόνιζε να το παίρνει αυτός. Διέβλεπε πως και ο Πάνος αυτό ήθελε.
Είχε γνωρίσει αρκετούς τέτοιους άντρες και είχε μάθει πολύ καλά πως γι’ αυτούς ισχύουν δυο κανόνες:
Πρώτος κανόνας ήταν πως όλοι αυτοί που παρίσταναν τους σκληρούς ήταν πράγματι έτσι, μα ποθούσαν πολύ επίσης ν’ ακουμπήσουν και εκείνοι μερικές φορές σ’ έναν πιο δυνατό άντρα, και να χωθούν στην αγκαλιά του σαν παιδάκια. Δεν τολμούσαν να το κάνουν και γιατί ντρεπόντουσαν αλλά και γιατί δεν τους το επέτρεπαν οι γυναίκες που συναναστρέφονταν (φίλες, ερωμένες ή μάνες). Είχαν όμως σχεδόν πάντα έναν κολλητό φίλο με πολύ ισχυρό ψυχικό δεσμό μαζί του. Τις περισσότερες φορές, πιο δυνατό και πιο σκληρό από αυτούς. Είχαν ανάγκη το πρότυπο που ήθελαν να του μοιάσουν. Κανείς δεν έμπαινε ανάμεσά τους και συμπεριφέρονταν μεταξύ τους σαν ζευγάρι με μικρές ζήλιες και καυγαδάκια, απολαμβάνοντας πολύ τη συντροφιά ο ένας του άλλου. Όχι κατ’ ανάγκη σεξουαλική, αλλά ερωτική σίγουρα.
Δεύτερος και πιο σημαντικός κανόνας ήταν πως όταν γίνονταν πολύ επιθετικοί μ’ έναν άντρα, δεν ήθελαν να τον κάνουν να νιώσει άσχημα, μα να διαπιστώσουν πόσο αντέχει για να μπορέσουν ν’ ακουμπήσουν πάνω του. Αυτό του το είχε πει κάποτε του Αντώνη ένας ψυχολόγος που είχε γνωρίσει. Πολύ σημαντική πληροφορία που τον βοήθησε να ερμηνεύσει παράξενες, μέχρι τότε, συμπεριφορές στους γύρω του.
Οι δυο αυτοί κανόνες ήταν η μαγεία στον έρωτα μεταξύ δυο αντρών στο κρεβάτι της ηδονής. Αυτό ήταν το σχέδιο του Αντώνη, να τους εφαρμόσει και τους δυο ταυτόχρονα. Ήταν εύκολο γιατί ο Πάνος λειτουργούσε πιο απλοϊκά, επειδή δεν τολμούσε να αγγίξει αυτά που είχε μέσα του και έτσι γινόταν πιο ευάλωτος.
Αυτοί οι διάλογοι γίνονταν στο μπαρ δυνατά μπροστά στη Ζωή και στο μικρό αγόρι που δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Συνεχίστηκαν για πάνω από τρείς ώρες. Η Ζωή τους βαρέθηκε μετά από λίγη ώρα και έφυγε κουρασμένη να πάει για ύπνο. Το αγόρι εκεί, αμίλητο εντελώς όλη αυτή την ώρα. Σαν υπάκουο σκυλάκι που περιμένει υπομονετικά να του πουν τι να κάνει. Πόσο περίεργη σχέση από ενοχή και φόβο διάλεξε, σκέφτηκε ο Αντώνης. Αν ήθελε όμως βοήθεια, πρώτα θα ζητούσε συγνώμη για την τόσο επιθετική συμπεριφορά του μέχρι τώρα και μετά θα την έπαιρνε.
Κόντευε να ξημερώσει όταν αποφάσισαν να φύγουν, σχεδόν μεθυσμένοι, αλλά το είχε πάρει το παιχνίδι τελικά ο Αντώνης. Ο Πάνος ήταν έτοιμος να πέσει σαν ώριμο φρούτο στην αγκαλιά του. Είχε παραδοθεί εντελώς και έδειχνε πολύ ήρεμος. Σίγουρα πρωτόγνωρα συναισθήματα γι’ αυτόν, αλλά ο Αντώνης έβλεπε από τις στάσεις και τις κινήσεις του σώματός του πως τον ήθελε πολύ. Βγήκαν από το μπαρ με περασμένα τα χέρια ο ένας στον ώμο του άλλου, τραγουδώντας δυνατά μεθυσμένοι. Τα κορμιά τους άλλα έλεγαν όμως, ήταν πολύ ερεθισμένοι και οι δύο, και όταν τραγουδούσαν τα πρόσωπά τους και τα χείλια τους σχεδόν κόλλαγαν μεταξύ τους. Μπήκαν και οι τρείς στο αυτοκίνητο του Πάνου. Μόνο τότε θυμήθηκαν πως ήταν και το αγόρι μαζί τους, που φυσικά κάθισε πίσω κρατώντας μπύρες που του είχε πει ο Πάνος να πάρει από το μπαρ. Άρχισε να οδηγεί ο Πάνος προτείνοντας να πάνε στη παραλία για να δουν το χάραμα. ″Τώρα αρχίζουν τα ωραία“, σκέφτηκε ο Αντώνης.
Η παραλία δεν ήταν μακριά, ήταν η ώρα που έφευγε η νύχτα αλλά ήταν ακόμα σκοτάδι. Κατέβηκαν οι δυο τους από το αυτοκίνητο και ξάπλωσαν στην άμμο. Το αγόρι τους έφερε τις μπύρες και με μια ματιά που του έριξε ο Πάνος, ξαναπήγε τρέχοντας και έμεινε μέσα στο αυτοκίνητο να τους κοιτάζει. Κατάλαβε ο Αντώνης πως μόνο αυτό θα του επέτρεπε και του είπε θυμωμένος:
-Ή διώξ’ τον ή φέρτον εδώ.
Του απάντησε να μην ανακατεύεται στο τι κάνει αυτός με το αγόρι και με μια βιαστική κίνηση ξεκούμπωσε το παντελόνι του, τον έβγαλε έξω και άρχισε να τον παίζει. Έκανε το ίδιο και ο Αντώνης. Άδικα περίμενε να τον ακουμπήσει ο Αντώνης πρώτος. Πάλι τον δοκίμαζε αλλά αυτός δεν τσίμπησε, μέχρι που τελικά ένιωσε το χέρι του Πάνου να τον χαϊδεύει. Τέλεια. Τώρα που η φάση είχε πάρει την ερωτική μορφή που ήθελε, του έδωσε το πρώτο δυνατό και παθιασμένο φιλί στο στόμα. Δυο χρόνια το περίμενε ο Αντώνης. Πήγε να τραβηχτεί ο Πάνος αλλά τα μπράτσα του Αντώνη ήταν πολύ δυνατά για να μπορέσει να του ξεφύγει. Και παραδόθηκε τελείως στα χέρια του. Γδύθηκαν πολύ γρήγορα και άρχισε ένα άγριο σεξ που την έντασή του δεν τη είχαν ξαναγνωρίσει και οι δύο. Έχοντας παραδώσει το παιχνίδι στον Αντώνη. έγινε λίγο πιο τρυφερός και γλυκός μαζί του. Ήθελε να τον κάνει να το χαρεί πολύ. Καταλαβαίνοντας ο Πάνος την εμπειρία που είχε με τους άντρες έτρεμε από ηδονή και επιθυμία. Επιθυμία να κάνει τα πάντα μαζί του. Έγινε ακόμα πιο φροντιστικός ο Αντώνης προσέχοντας μην του κάνει σημάδια, που βλέποντάς τα την επόμενη μέρα θα ένιωθε πολύ άσχημα, μα δεν υπήρξε ούτε ένα σημείο στο κορμί του Πάνου που να μην πέρασαν τα χείλη του. Είχε τόσο πολύ αφεθεί στα χάδια του που σαν τελικό δείγμα της παράδοσής του, αυτό που μεθόδευε τόσο καιρό δηλαδή ο Αντώνης, γύρισε με το πρόσωπο στην άμμο προκαλώντας τον να μπει μέσα του. Το πώς κρατήθηκε ο Αντώνης ούτε και εκείνος το κατάλαβε. Κρατήθηκε γιατί γυρίζοντας είδε το αγόρι που ήταν αποσβολωμένο με αυτά που συνέβαιναν μπροστά στα μάτια του. Και τότε φάνηκε η ανωτερότητα του Αντώνη και το τελικό δώρο που του έκανε. Όχι, δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να μπει μέσα του μπροστά στο αγόρι. Θα μαθευόταν αμέσως πως αυτός ο φοβερός εραστής και σκληρός άντρας, πηδήχτηκε μ’ έναν ξένο μπροστά του. Όχι δεν θα του έκανε τέτοιο κακό. Ήξερε πολύ καλά τι πίστευε βαθειά μέσα του ο Πάνος, πως δηλαδή αδελφές μόνο πηδιούνται. Αν δεν πηδηχτείς δεν είσαι αδελφή ό,τι και να κάνεις με τον άλλον. Η ντροπή του δεν θα τον άφηνε να το ξεπεράσει ποτέ.
– Έλα το θέλω πολύ, είπε με βραχνή φωνή από την ηδονή ο Πάνος.
Αντί να του το εξηγήσει προτίμησε ο Αντώνης να μην τον πηδήξει και να τον ξαναπάρει αγκαλιά. Μετά από πολλή ώρα παιχνιδιών, φιλιών και πολλής ηδονής τέλειωσαν, όταν πια είχε σχεδόν ξημερώσει. Απόρησε ο Πάνος που δεν τον πήδηξε, αλλά δεν είπε τίποτα. Δεν πειράζει, αύριο που θα ήταν ξεμέθυστος θα το καταλάβαινε και θα ανακουφιζόταν.
Έφυγαν από τη παραλία εντελώς αποκαμωμένοι μα πολύ ικανοποιημένοι και οι δύο. Το αγόρι προσπαθούσε να συνέλθει από όλα αυτά που είδε και άκουσε. Κανείς τους δεν είχε το κουράγιο και την αντοχή να του εξηγήσει. Ο Πάνος σίγουρα δεν ένιωθε και καμιά υποχρέωση να το κάνει. Κοιμήθηκαν βαθειά μέχρι αργά το απόγευμα. Ο Αντώνης έμεινε λίγες μέρες ακόμα με τη Ζωή στο χωριό και επέστρεψαν στην Αθήνα.
Εκείνη τη περίοδο ο Αντώνης φιλοξενούσε μια παλιά του φίλη, την Πηνελόπη, μια Σμυρνιά, που μόλις είχε χωρίσει από μια εφτάχρονη σχέση που είχε με έναν κρητικό. Ήταν σε πολύ κακή ψυχολογική κατάσταση, χωρίς δουλειά και ο Αντώνης προθυμοποιήθηκε να τη φροντίσει και να τη φιλοξενήσει. Ο κρητικός ήταν σχεδόν αγριάνθρωπος, αλλά τον αγάπησε μετά από ένα ατύχημα που είχε, τρόπος του λέγειν ατύχημα, και συζούσαν όλα αυτά τα χρόνια. Το ατύχημά του ήταν πως πριν την Πηνελόπη τον είχε ερωτευτεί μια άλλη και επειδή δεν της καθόταν του έκανε το εξής απίστευτο: Τον έπεισε να τον γλύψει και την ώρα που τον είχε στο στόμα της, του τον δάγκωσε και του τον έκοψε. Φοβερό! Ψύχραιμος όμως ο επαρχιώτης πήρε το κομμένο στα χέρια του, έτρεξε στο νοσοκομείο και του το έραψαν. Όταν της διηγήθηκε αυτή την απίστευτη ιστορία, η Πηνελόπη συγκινήθηκε πολύ και τον αγάπησε βαθειά.
Μεγάλη ευγνωμοσύνη έτρεφε η Πηνελόπη για τον Αντώνη, την είχε μεγάλη ανάγκη αυτή τη φιλοξενία και τη φροντίδα που κράτησε πάνω από τρείς μήνες.
Το μικρό δυαράκι της κυρά Παναγιώτας, της μάνας του Αντώνη, ήταν σε μια φτωχογειτονιά της Αθήνας. Το είχαν χτίσει με τον άντρα της όταν παντρεύτηκαν με πολλή αγάπη, και τα λεφτά που γλύτωσαν από τους μαστόρους τα ξόδεψαν στα μπουζούκια του Τσιτσάνη και τα χάρηκαν. Παλιό το σπίτι και σχεδόν χωρίς θέρμανση και τόση υγρασία που με τα χρόνια έπεσαν οι σοβάδες από το ταβάνι της κρεβατοκάμαρας και παραλίγο να τους τραυματίσουν. Ευτυχώς δεν έγινε τίποτα κακό, αν εξαιρέσει κανείς τα μαστορέματα που χρειάστηκαν και την κούραση.
Όταν το έμαθε αυτό η Πηνελόπη προσφέρθηκε να βοηθήσει. Ξεκίνησαν λοιπόν με τον Αντώνη να πάνε στο σπίτι της μάνας του. Με το που είδε η κυρά Παναγιώτα την Πηνελόπη, σχεδόν την έδιωξε με πολύ προσβλητικό τρόπο, λέγοντας του Αντώνη με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση:
– Δεν χρειάζομαι τίποτα απ’ αυτήν.
Τα ‘χασε ο Αντώνης, γιατί δεν είχε ξαναδεί την μάνα του σε τέτοια κατάσταση, αλλά την πήρε και έφυγαν άρον – άρον. Μικρασιάτισα και η κυρά Παναγιώτα, τις ήξερε πολύ καλά τις Σμυρνιές. Ποτέ δεν τις έβαζαν στο σπίτι τους. Ήταν ανακατώστρες, κουτσομπόλες και δημιουργούσαν πάντα διχόνοια όπου πήγαιναν. Στην αρχή είχε θυμώσει ο Αντώνης με την υπερβολή της μάνας του, αλλά μετά θυμήθηκε πως πολλές φορές, του είχε εξιστορήσει η Πηνελόπη περιστατικά από τη ζωή της όπου το κύριο χαρακτηριστικό ήταν η επιθυμία της και η ικανότητά της να σπέρνει ζιζάνια αν ζήλευε κάποιον, αλλά ο Αντώνης γελούσε μαζί της γιατί του τα παρουσίαζε σαν αστεία. Μετά θα μάθαινε από πρώτο χέρι τι είδους αστεία ήταν αυτά που έκανε και πόση πίκρα άφηναν τελικά.
Εκείνη την περίοδο είχε κάνει μια αίτηση να βρει δουλειά η Πηνελόπη σε ένα δημόσιο ίδρυμα, τη βοήθησε ο Αντώνης με κάποιες γνωριμίες που είχε και κατάφερε τελικά να διοριστεί. Νιώθοντας μεγάλη ανακούφιση, και μετά από τρείς μήνες φιλοξενίας έφυγε από το σπίτι. Στο μεσοδιάστημα, μέχρι να ξεκινήσει τη δουλειά, του πρότεινε να πάνε οι δυο τους στο χωριό τον Όλυμπο, να ξεκουραστούν για λίγες μέρες. Ήθελε να γνωρίσει και τον Πάνο, με τόσα που είχε ακούσει από τον Αντώνη.
Έφτασαν, έστησαν τις σκηνές τους και ώ του θαύματος εμφανίστηκε αμέσως ο Πάνος μόλις έμαθε πως ήταν εκεί ο Αντώνης με μια φίλη του. Χαρές και αγκαλιές με τον Πάνο, σαν να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτα μεταξύ τους, αλλά η Πηνελόπη μόλις τον είδε ”έπεσε στα πατώματα“. Τον ερωτεύτηκε αμέσως κεραυνοβόλα! Και βέβαια, σαν κρυψίνους και ύπουλη Σμυρνιά δεν είπε τίποτα του Αντώνη. Κατέστρωνε το σχέδιό της όπως αποδείχτηκε μετά. Τους κάλεσε ο Πάνος το βράδυ στην παραλία, θ’ άναβαν φωτιά θα έπιναν και θα τραγουδούσαν με τη παρέα του, κάτι που το συνήθιζαν. Ο Αντώνης παρ’ όλη την επιμονή του, επειδή δεν είχε βρεθεί ακόμα μόνος μαζί του μετά από εκείνη τη φοβερή βραδιά, δεν θέλησε να πάει. Σκεφτόταν πως ίσως το αλκοόλ και οι πνιγμένες επιθυμίες του Πάνου να τον έκαναν να ξεπεράσει τα όρια και να καταλάβουν οι άλλοι τι έχει συμβεί μεταξύ τους. Προτίμησε να μιλήσει πρώτα μόνος μαζί του και μετά να βρεθούν με την παρέα. Τελικά πήγε μόνη της η Πηνελόπη. Ξύπνια και καπάτσα, θες ήταν η βραδιά, θες η μουσική, τον έψησε το Πάνο να γίνουν ζευγάρι.
Ο Αντώνης χαμογέλασε μέσα του, γιατί ήξερε πως δεν ήταν από τις γυναίκες που του άρεσαν, πενηντάρα και χοντρή, μα έπρεπε να αποδείξει πως δεν τον νοιάζει με ποια θα είναι. Ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει έλεγε… Καταλάβαινε βέβαια πολύ καλά πως θα την πηδούσε έτσι, πάλι από επίδειξη, για ν’ αποδείξει για μια ακόμα φορά στον Αντώνη πόσο καλός εραστής ήταν. Έπλεε σε πελάγη ευτυχίας η Πηνελόπη και δεν της χάλασε το όνειρο ο Αντώνης. Άλλωστε αυτό που ήθελε να κάνει με τον Πάνο το είχε καταφέρει.
Το δεύτερο βράδυ τους πήρε ο Πάνος να πάνε για ποτό σ’ ένα πολύ ωραίο μπαρ σε κάποιο κοντινό χωριό. Έφτασαν και ήταν πραγματικά πανέμορφα. Υπήρχε μια μεγάλη ξύλινη εξέδρα που πάνω της ήταν τα τραπέζια. Η θέα προς τη θάλασσα ήταν υπέροχη με το φεγγάρι ψηλά και στο βάθος ακούγονταν η μουσική, αλλά όχι πολύ δυνατά. Το μπαρ ήταν ένα μικρό πέτρινο δωμάτιο στην άκρη της εξέδρας με μια πόρτα και ένα μοναδικό παράθυρο. Ετοιμάζονταν να καθίσουν όταν εμφανίστηκε στο παράθυρο ημίγυμνος ένα παίδαρος κάνοντας νοήματα στον Αντώνη να πάει προς το μέρος του. Ήταν πολύ προκλητική η πρόσκληση. Άφησε το ζευγαράκι μόνο του ν’ απολαύσει τον έρωτά του και πήγε στο μπαρ. Μπαίνοντας έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ήταν εκεί καμιά εικοσαριά ωραία αγόρια, μεθυσμένα και ημίγυμνα, που χόρευαν αγκαλιάζονταν και χαϊδεύονταν με τους ήχους μιας εκκωφαντικής μουσικής. Ούτε που μπορούσε ποτέ να φανταστεί ο Αντώνης πως μέσα στο πουθενά, στην επαρχία, θα έβρισκε τέτοιο μπαρ. Χάρηκε πολύ και άρχισε αμέσως να πίνει και να χορεύει μαζί τους. Το τι έγινε εκείνη τη νύχτα δεν περιγράφεται! Του άνοιγαν τη μια σαμπάνια μετά την άλλη, και γέμισε το πάτωμα από τα πιάτα και τα ποτήρια που έσπαγαν για πάρτη του. Πρώτη φορά στη ζωή του είδε να τον επιθυμούν τόσοι άντρες ταυτόχρονα και μάλιστα να τσακώνονται ποιος θα τον έχει! Πασάς στα Γιάννενα ο Αντώνης. Το τι χορό έκανε πάνω στη μπάρα σχεδόν γυμνός, γιατί του έβγαλαν τα ρούχα, δεν λέγεται. Χαράματα πια όταν είχαν φύγει σχεδόν όλοι ούτε που κατάλαβε πως βρέθηκε με άλλους πέντε σε ένα σπίτι συμμετέχοντας σ’ ένα ξέφρενο όργιο. ″Φοβερή βραδιά“! μονολόγησε φεύγοντας.
Την άλλη μέρα η Πηνελόπη του είπε, πως ο Πάνος της διαμαρτυρήθηκε για όλα αυτά που έγιναν και πως δήθεν τον εξέθεσε. Τρίχες! Ο Αντώνης έζησε όλα αυτά που θα ‘θελε να κάνει ο Πάνος και δεν μπορούσε. Άλλωστε γιατί τον πήγε σ’ αυτό το μπαρ και όχι κάπου αλλού; Πως γνώριζαν τον Αντώνη και τον περίμεναν; Σίγουρα ο Πάνος τους είχε ενημερώσει.
Είχε περάσει τόσο ωραία που δεν έδωσε συνέχεια, ούτε κατάλαβε το βρώμικο σχέδιο που είχε βάλει μπροστά η Πηνελόπη. Κάτι τον παραξένευε στο μυξοπαρθένο ύφος της όταν του τα έλεγε, το είχε ξαναδεί, αλλά επειδή το μεθύσι κρατούσε ακόμα, δεν μπορούσε να σκεφτεί περισσότερο. Έμειναν ακόμα μια μέρα στο χωριό και μετά γύρισαν στην Αθήνα.
Τρελά ερωτευμένη με τον Πάνο η Πηνελόπη, σταμάτησε ξαφνικά να κάνει παρέα με τον Αντώνη. Εκείνος προσπαθούσε να καταλάβει το γιατί, αλλά άκρη δεν έβγαζε. Τον πείραξε πολύ η συμπεριφορά της. Μετά από τόσα χρόνια φιλίας, μετά από τόση βοήθεια και τη φιλοξενία που της είχε προσφέρει να του φερθεί έτσι, του ήρθε πολύ βαρύ.
Αυτό που τον παραξένευε ακόμα περισσότερο ήταν η αλλαγμένη συμπεριφορά και από τους υπόλοιπους της παρέας που ήταν κοινοί φίλοι με την Πηνελόπη. Μέχρι μάλιστα που τον κάλεσε μια μέρα η πιο παλιά του φίλη η Ασπασία με το γκόμενό της, και του ανακοίνωσαν σοβαρά πως είναι ψεύτης, πως ποτέ δεν έγινε το επεισόδιο στην παραλία και πως ο Πάνος τον έψαχνε για να του ζητήσει εξηγήσεις.
Πάγωσε ο Αντώνης γιατί μόνο τότε κατάλαβε τι είχε κάνει και γιατί είχε εξαφανιστεί η Πηνελόπη η Σμυρνιά. Έστησε μια ολόκληρη σκευωρία: Πρώτα ρώτησε τον Πάνο αν όντως συνέβη το επεισόδιο στη παραλία. Τρομαγμένος και έξαλλος ο Πάνος το αρνήθηκε. Άρχισε από τότε να διαβάλλει τον Αντώνη στην παρέα λέγοντας πως το επεισόδιο δεν συνέβη ποτέ και πως ο Αντώνης είναι ψεύτης, παίρνοντας ξεκάθαρα το μέρος του Πάνου.
Τώρα μπόρεσε να καταλάβει γιατί κόλλησε ο Πάνος με τη Πηνελόπη. Άκου τι σκέφτηκε η καριόλα η Σμυρνιά για να μπορέσει να τον κρατήσει και αυτός το έφαγε αμάσητο. Την πηδούσε χωρίς να τη γουστάρει για ν’ αποδείξει στον εαυτό του και στην υπόλοιπη παρέα πως είναι κανονικός άντρας. Στον Αντώνη παρίστανε ακόμη την καλή φίλη και μάλιστα του είπε πως τον προστάτεψε συγκρατώντας το θυμό του Πάνου.
Και καλά η Πηνελόπη, Σμυρνιά ήταν τέτοια έκανε σε όλη της τη ζωή. Οι υπόλοιποι φίλοι του Αντώνη πώς την πίστεψαν αμέσως και τον απομόνωσαν, αντιμετωπίζοντάς τον σαν σκουπίδι ;
Τώρα καταλάβαινε πια καλά ο Αντώνης γιατί η κυρά Παναγιώτα η μάνα του την πέταξε αμέσως έξω από το σπίτι της. Ήξερε πολύ καλά μέχρι που μπορούσαν να φτάσουν αυτές οι βρωμογυναίκες από φθόνο. Χωρίς να το καταλάβεις σου έχουν διαλύσει το σπίτι. Δεν μπορούσε να το χωνέψει ο νους του. Τόση προσπάθεια έκανε για να προστατεύσει τον Πάνο από μια τέτοια κακοτοπιά και αυτή πήγε και τα διέλυσε όλα.
Η μόνη φίλη που τον στήριξε ήταν η Ζωή. Ήταν σαν δώρο ζωής το ότι βρισκόταν μπροστά στο τρίωρο καμάκι που του έκανε ο Πάνος, τη βραδιά που πήγαν οι τρεις τους στη παραλία.
– Αν δεν ήμουν μπροστά μπορεί να με είχε πείσει και εμένα η Πηνελόπη πως δεν λες αλήθεια, του εκμυστηρεύτηκε αργότερα.
Πολύ πληγωμένος από όλη αυτή την εξέλιξη, δεν τους ξαναμίλησε ποτέ.
Η Πηνελόπη έμεινε περίπου ένα χρόνο με τον Πάνο και μετά χώρισαν, ο θυμός του όμως κρατούσε και έψαχνε τον Αντώνη να τον εκδικηθεί για το κακό που του έκανε, θίγοντας την αντρική του υπόληψη. Φοβισμένος ο Αντώνης δεν ξαναπήγε στο χωριό.
Πέρασαν δυο χρόνια και είχε αρχίσει να ξεχνάει το επεισόδιο, όχι όμως και ο Πάνος. Ήρθε στην Αθήνα και τον έψαχνε. Ένιωθε πολύ ντροπιασμένος και το μυαλό του είχε θολώσει ζητώντας εκδίκηση. Ο Αντώνης τον είδε ξαφνικά κοντά στο σπίτι του γυρίζοντας μια μέρα από τη δουλειά του. Παρ’ όλο το φόβο που ένιωσε, μπόρεσε να δει πάλι πριν τον πλησιάσει, πόσο όμορφος ήταν.
Όταν πλησίασε ο Πάνος άρχισε να τον βρίζει χυδαία και δυνατά. Ο Αντώνης σκέφτηκε: “τώρα όσες φάω και όσες δώσω”. Δηλαδή ο αλήτης και τον προκάλεσε σεξουαλικά και τον πήγε στη παραλία και το χάρηκε και τον προστάτεψε που δεν τον πήδηξε μπροστά στον πιτσιρικά για να μην τον ξεφτιλίσει και έρχεται τώρα να του πουλήσει τσαμπουκά! Θα τον κάνω να μην ξέρει από πού να φύγει. Το μόνο που τον ανησυχούσε ήταν μην κουβαλάει κανένα μαχαίρι πάνω του και το κακό γίνει πιο μεγάλο. Άρχισαν να παίζουν ξύλο στη μέση του δρόμου, ανελέητο. Μπουνιές κλωτσιές για πολλή ώρα. Ήταν τόσος ο θυμός του Αντώνη από την αδικία που του έκαναν, που η δύναμή του διπλασιάστηκε και τον έκανε μαύρο στο ξύλο. Μαζεύτηκε κόσμος για να τους χωρίσει και κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι συμβαίνει. Ο Πάνος άρχισε να υποχωρεί αλλά ο Αντώνης συνέχισε να τον δέρνει μέχρι που τους χώρισαν. Αν συνέχιζαν θα καλούσαν την αστυνομία να τους μαζέψει.
Όταν συνήρθε κάπως από τον πολύ θυμό του ο Αντώνης και είδε πως τον είχε κάνει, τον λυπήθηκε. Σταμάτησε τότε τον καυγά, σηκώθηκε από το δρόμο, έδιωξε όλους του περίεργους και του είπε να πάνε στο σπίτι του να ηρεμήσουν. Στην αρχή δεν ήθελε με τίποτα ο Πάνος, αλλά αγρίεψε πάλι ο Αντώνης, αναγκάζοντάς τον να τον ακολουθήσει με δυσκολία.
Ο Αντώνης άρχισε να τον φροντίζει και ξαφνικά γυρίζει ο Πάνος και χώνεται στην αγκαλιά του. Ήταν το μόνο που δεν περίμενε να γίνει. ″Ωραία ας κάνουμε το γλέντι που αφήσαμε στη μέση“, σκέφτηκε.
Του έσκισε βίαια τα ρούχα που φόραγε, τον ακινητοποίησε και με όση δύναμη του είχε απομείνει τον βίασε. Εκείνος προσπάθησε πάλι να του ξεφύγει, αλλά τα χέρια του Αντώνη ήταν σαν τανάλιες σφιχτά γύρω του και δεν τον άφηνε να κινηθεί καθόλου, φωνάζοντάς του:
– Αυτό δεν ήθελες τελικά παλιομαλάκα; Γιαυτό δεν ήρθες να με ψάξεις;
Ο Πάνος βογκούσε από τον πόνο και την ηδονή. Με το πρόσωπο στο πάτωμα αλλά και με την επιμονή του Αντώνη, κούνησε τελικά καταφατικά το κεφάλι του. Η παραδοχή του ηδόνισε ακόμα πιο πολύ τον Αντώνη. Τώρα ένιωσε πως το πήρε πραγματικά το παιχνίδι.
Τον πήδαγε πολλή ώρα και αφήνοντας ένα δυνατό βογγητό τελείωσε μαζί του˙ έτρεμε πια από ηδονή ο Πάνος. Ήταν ο καλύτερος και πιο έντονος οργασμός που είχαν ποτέ και οι δύο. Σηκώθηκε ο Πάνος χωρίς να τον κοιτάξει έγειρε στον ώμο του και χώθηκε πάλι στην αγκαλιά του. Πήγαν στη κρεβατοκάμαρα και μετά απ’ όλη αυτή την ένταση τους πήρε ο ύπνος αμέσως.
Μερικές ώρες μετά ξύπνησαν από το λυτρωτικό τους βύθισμα.
– Αν πεις σε κανένα αυτό που έγινε μεταξύ μας, να ξέρεις θα σε καθαρίσω, είπε ο Πάνος.
– Δεν πρόκειται να το κάνω, όχι γιατί σε φοβάμαι μαλάκα αλλά γιατί σέβομαι τη δύσκολη ζωή που κάνεις. Και ποτέ δεν θα καταλάβεις πόσο πολύ σε προστάτεψα. Έμπλεξα και εγώ και εσύ με τη καριόλα τη Σμυρνιά. Και εμένα μου διέλυσε τη παρέα και εσένα προσπάθησε να σε ξεφτιλίσει. Την πατήσαμε και οι δύο.
Ησύχασε ο Πάνος και το βράδυ αφού είχε συνέλθει αρκετά έφυγε για το χωριό. Αποχαιρετίστηκαν χωρίς να πουν τίποτα, μόνο κοιτάχτηκαν έντονα στα μάτια. Ούτε χειραψία δεν αντάλλαξαν. Σκληρό καρύδι, σκέφτηκε ο Αντώνης, αλλά του άρεσε.
Ένα μήνα μετά τον πήρε τηλέφωνο ο Πάνος και του είπε πως θ’ ανέβαινε για κάτι δουλειές στην Αθήνα και αν ήθελε να πιούνε ένα καφέ. Κατάλαβε ο Αντώνης τι πραγματικά ήθελε και του πρότεινε να τον φιλοξενήσει. Για να τον ησυχάσει του είπε μάλιστα πως δεν θα πει σε κανένα τίποτα για την επίσκεψή του.
Ο Πάνος ήρθε και όπως πάντα του Αντώνη κόβονταν η ανάσα από επιθυμία και ηδονή όταν τον έβλεπε. Μόλις μπήκε στο σπίτι ψιθυρίζοντας κάτι άσχετο αμέσως του όρμησε και το έκαναν εκεί, στην είσοδο του σπιτιού, με το ίδιο πάθος που έγινε την προηγούμενη φορά. Χωρίς ξύλο όμως τώρα. Πέρασαν ένα πολύ ηδονικό και παθιασμένο διήμερο.
Αυτές οι επαφές τους συνεχίστηκαν για δυο χρόνια περίπου μέχρι που χάθηκαν. Πάντα κρυφά και χωρίς ποτέ να το πουν σε κανέναν.
Ο Πάνος σ’ όλη του τη ζωή έψαχνε απεγνωσμένα έναν ευφυή αλήτη να φροντίσει τις αλήθειες του. Αυτό ακριβώς βρήκε στον Αντώνη και κανένας τύπος σμυρνιάς δεν θα μπορούσε ποτέ να του το πάρει.
Αυτό το παιχνίδι το διεκδίκησε σκληρά, δύσκολα αλλά και αγαπησιάρικα ο Αντώνης. Και το πήρε.
Σκορπιός (δεύτερο και τελευταίο μέρος)
