-Μαμά, θέλω να πάω στη Θεία Μπία.
-Περίμενε λίγο βρε αγόρι μου, να πιείς το γάλα σου και πας μετά.
-Όχι, τώρα θέλω είπε γκρινιάζοντας ο τρίχρονος Πετράκης.
Τι να έκανε η μάνα του, ήξερε πως αν δεν τον πάει δίπλα στη γειτόνισσα που τη φώναζε θεία, μπορεί να έκλαιγε συνέχεια.
Και όχι άδικα. Μόλις έμπαινε στο σπίτι της θείας Βαγγελίας, δεν θα έπινε μόνο το γάλα με το μπαγιάτικο ψωμί. Θα του έδινε γάλα με κακάο, μπισκότα και μπανάνα, αδιανόητα για τη φτωχική του οικογένεια.
Και όχι μόνο. Θα τον έκανε μπάνιο σε μπανιέρα, όχι στη σκάφη που τον έκανε η μάνα του, θα του μαγείρευε μπιφτέκια μεσοβδόμαδα, κάτι που στο σπίτι του τα έτρωγαν μόνο την Κυριακή, θα του έδινε σιδερένια παιχνίδια να παίξει, την ώρα που τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονιάς έπαιζαν ακόμα με πάνινες μπάλες.
Το μόνο που τον δυσκόλευε και τον έκανε να ντρέπεται, ήταν που όταν έμπαινε στο πεντακάθαρο σπίτι με τα γυαλισμένα πλακάκια και τα μωσαϊκά, έπρεπε να βγάζει τα παπούτσια του για να μη λερώσει. Και ένιωθε πολύ άσχημα που οι κάλτσες του ήταν πάντα τρύπιες.
Η κυρία Βαγγελία παντρεμένη από έρωτα με τον κυρ Γιάννη, πρόσφυγες από την Πόλη και οι δυο.
Ήταν από τις «παστρικές», πόρνη σε οίκο ανοχής της Πόλης που ίσως την μοναδική φορά που πήγε ο κυρ Γιάννης, την ερωτεύτηκε, την παντρεύτηκε και με το διωγμό ήρθαν στην Ελλάδα.
Φαρμακοτρίφτης στο επάγγελμα, έφτιαχνε τις συνταγές με τα φάρμακα από βότανα που του έδιναν οι γιατροί. Μια τέχνη που την έμαθε και επειδή ήταν σχολαστικός και μελετηρός, άρχισε να παρασκευάζει καλλυντικές κρέμες για τις πλούσιες κυρίες, άνοιξε και ένα κατάστημα στην οδό Φιλελλήνων και κέρδιζε πολλά χρήματα.
Τόσα που το σπίτι του ήταν το μοναδικό στη γειτονιά που είχε ψυγείο, πλυντήριο ρούχων και ηλεκτρική κουζίνα.
Αργότερα ήταν το πρώτο σπίτι που απέκτησε τηλεόραση.
Όταν ο Πετράκης είδε για πρώτη φορά τηλεόραση, δεν ξαναβγήκε σχεδόν ποτέ στη γειτονιά να παίξει με τα άλλα παιδιά.
Η γιαγιά του έξαλλη με την κόρη της:
-Θα το ξεχνωτίσει το παιδί από εμάς και δεν θα μας θέλει, ωρυόταν.
Η μάνα του όμως ήταν ήσυχη, δεν ήταν εύκολο να έχει τον Πετράκη και τον μικρότερο αδελφό του στα πόδια της όσο έκανε τις δουλειές του σπιτιού. Οι καυγάδες τους και η φασαρία που έκαναν συνέχεια την εκνεύριζαν.
Η κυρία Βαγγελία από τότε που ήρθαν στην Ελλάδα, έγινε τύπος και υπογραμμός. Δεν ξαναπήγε με άλλον άντρα και ήταν μια συμπαθέστατη γυναίκα. Δεν την έβαζαν όμως όλες στο σπίτι τους από τον φόβο μήπως ξεμυαλίσει τους αντράδες τους.
Είχε μεγαλώσει όμως και ο καημός ενός παιδιού ήταν μεγάλος. Δεν μπορούσε πια να κάνει παιδί και συμφώνησαν με τον άντρα της να υιοθετήσουν ένα. Αυτό κι αν ήταν αδιανόητο για τη γειτονιά! Τα παιδιά των ιδρυμάτων τα θεωρούσαν παρακατιανά, και σίγουρα ήταν άρρωστα. Ο κυρ Γιάννης όμως σαν κομμουνιστής δεν κώλωσε. Υιοθέτησαν ένα και μάλιστα σε μεγάλη ηλικία, πρέπει να ήταν γύρω στα δέκα όταν το έφεραν σπίτι.
Έμεινε πολύ λίγο καιρό μαζί τους και μετά, χωρίς να καταλάβει κανείς στην αρχή το λόγο, τον έστειλαν εσώκλειστο σε ένα πολύ καλό κολλέγιο στην Ελβετία.
Ένα μεσημέρι κρατούσε τον Πετράκη από το χέρι η θεία του και πηγαίνοντας στο φούρνο για το ψωμί, συναντήθηκαν με τον κυρ Δημητρό, το δάσκαλο της γειτονιάς.
Πρώτη φορά είδε τη θεία του αγριεμένη και τρόμαξε.
Προσπάθησε να την αποφύγει ο κυρ Δημητρός, αλλά πρόλαβε και του είπε:
-Ου να χαθείς παλιοκάθαρμα.
Με σκυφτό το κεφάλι έφυγε σχεδόν τρέχοντας ο δάσκαλος.
Το είχε πειράξει το υιοθετημένο ο ελεεινός.
Τα «πειραγμένα» παιδιά εκείνη την περίοδο ήταν κάτι πολύ κακό για την οικογένεια. Βούιξε η γειτονιά, το ψιθύριζαν όλοι μεταξύ τους και το δάσκαλο τον απομόνωσαν. Η ντροπή στην οικογένεια του δάσκαλου ήταν τόσο μεγάλη που τα πατζούρια του σπιτιού που έβλεπαν στο δρόμο δεν ξανάνοιξαν ποτέ και οι δυο του αδελφές έμειναν γεροντοκόρες. Κανείς δεν ήθελε να πάρει για γυναίκα την αδελφή του ανώμαλου.
Μεγάλωσε ο Πετράκης και οι σεξουαλικές του προτιμήσεις εξελίχτηκαν προς το ίδιο φύλο. Του τα «δίδαξε» ένας θείος του, αδελφός της μάνας του από όταν ήταν παιδί ακόμα, ίσως γι’ αυτό ταράχτηκε με τη συνάντηση Θείας και Δασκάλου. Φοβήθηκε πως θα τον καταλάβουν κι εκείνον.
Πέρασαν είκοσι περίπου χρόνια και το υιοθετημένο παιδί επέστρεψε.
Συναντήθηκαν τυχαία ένα βράδυ με τον Πετράκη σ’ ένα gay bar.
Έκπληξη, χαρές και γλέντι μέχρι το πρωί.
Απίστευτη συνάντηση όπου επιτέλους μίλησαν και οι δυο για την κακοποίηση που είχαν υποστεί.
Ανακούφιση, λύθηκαν απορίες και για λίγο διάστημα έκαναν παρέα.
Δεν πέρασε ένας χρόνος και ο υιοθετημένος πέθανε ξαφνικά.
Καρδιά είπαν οι γιατροί.
Μεγάλη απώλεια για τον Πετράκη, έχασε έναν σύμμαχο ζωής.
Τραγική λεπτομέρεια:
Στην κηδεία του παραβρέθηκαν μόνο 17 άτομα.
Κανείς από τη γειτονιά δεν ήθελε να πάει στην κηδεία του «πειραγμένου».
Στην κηδεία του δασκάλου που τον πείραξε πήγαν όλοι, δυο-τρεις εκατοντάδες κόσμου.
Η μάνα του Πετράκη τα ήξερε όλα χωρίς ποτέ να πει τίποτε.
Και ήταν αυτή που γηροκόμησε την Πολίτισα πόρνη γιατί αυτή μόνο μπόρεσε να την καταλάβει.
Ήταν αυτή που είχε τη δύναμη να αντιμετωπίσει επιθετικά τα απαξιωτικά βλέμματα της γειτονιάς.
Στην Πολίτισα πόρνη, η ζωή επεφύλαξε αξιοπρέπεια στα στερνά της, μετά τα όσα πέρασε.