Η άτιμη η πέτρα ήταν πίσω από την μπάλα.
Ο Μιχάλης σουτάρισε παίρνοντας φόρα και μαζί με την μπάλα χτύπησε με δύναμη το πόδι του πάνω στην πέτρα.
Ούρλιαξε από τον πόνο, έπεσε κάτω κρατώντας το σφαδάζοντας.
Αυτό ήταν. Εκεί, στην μικρή αλάνα του χωριού του ορκίστηκε πως δεν θα ξαναπαίξει με τους φίλους του. Άλλωστε δεν πολυκαταλάβαινε στα δώδεκα που ήταν, τι ήταν αυτό που έκανε τους φίλους του να εκστασιάζονται με το ποδόσφαιρο.
Από τότε προσπαθούσε να βρίσκει πάντα μια δικαιολογία γιατί ντρεπόταν, και καθόταν στην άκρη του «γηπέδου» και τους παρακολουθούσε σαν θεατής.
Τους έβλεπε να καυγαδίζουν ατέλειωτες ώρες κάθε Δευτέρα πρωί για κάποιον διαιτητή, κάποιον ποδοσφαιριστή, κάποια φάση ενός αγώνα και νόμιζε πως άκουγε κινέζικα.
Μέχρι και ξύλο έπαιζαν όταν κάποιος πασίγνωστος διαιτητής που δεν τον είχε ξανακούσει, ή κάποιος «λάινσμαν», που νόμιζε πως ήταν κάποιο διακοσμητικό στην εξέδρα του γηπέδου, τους είχε αδικήσει.
Ποτέ δεν κατάλαβε αυτό το αδίκημα της άγνοιας που διέπραττε, αλλά σιωπούσε. Μια – δυο φορές που έκανε άσχετη ερώτηση, τι είναι το corner και τι είναι το πλάγιο άουτ, έσκασαν στα γέλια όλοι τους.
Από τότε δεν ξαναρώτησε τίποτε. Όταν δε συναντιόντουσαν στις καφετέριες και άρχιζε η ατέλειωτη ανάλυση κάποιου αγώνα, εκείνος προτιμούσε να παρακολουθεί τηλεόραση όση ώρα φώναζαν.
Εκείνους δε που τους είχε πάρει την προηγουμένη ο πατέρας τους μαζί στο γήπεδο, καμάρωναν λες και είχαν πάει ταξίδι στην Disneyland.
Άγνωστα ονόματα, ακαταλαβίστικες λέξεις μα δεν τόλμησε ποτέ να ρωτήσει τι είναι αυτό το ρημάδι το οφσάιντ. Θα τον περνούσαν για καθυστερημένο. Για τεχνικό οφσάιντ δε, ούτε να το σκεφτεί.
Μερικά χρόνια μετά έφυγε η οικογένειά του από το χωριό και ήρθαν στην Αθήνα.
Του έφυγε ένας βραχνάς. Πολύς ο κόσμος, πολλά τα ενδιαφέροντα και δεν ήταν υποχρεωμένος να συμμετάσχει σε κανένα παιχνίδι, πόσο δε μάλλον να συζητάει γι’ αυτό.
Μια δυο φορές που τον κατάφεραν να τον πάρουν μαζί τους οι φίλοι του στο γήπεδο, συνέβη το εξής εκπληκτικό: όχι μόνο του άρεσε, αλλά έπιασε τον εαυτό του να ουρλιάζει μαζί με τους άλλους σε όλη τη διάρκεια του αγώνα.
Τότε κατάλαβε τι ήταν αυτό που τόσο πολύ τους ξεσήκωνε, η εκτόνωση.
Όλη αυτή η εσωτερική ορμή που είχαν σαν έφηβοι και δεν έβρισκε δρόμο να βγει, μετουσιωνόταν σε ένα απίστευτο ξέσπασμα στην διάρκεια του αγώνα.
Στο ημίχρονο κατάφερε η παρέα του να πάει στ’ αποδυτήρια να δουν από κοντά τους ποδοσφαιριστές.
Και τότε παρουσιάστηκε η μοναδική ομορφιά που βρήκε στο ποδόσφαιρο. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τόσους άντρες γυμνούς και ημίγυμνους συγκεντρωμένους. Του κόπηκε η ανάσα γιατί συνειδητοποίησε πόσο πολύ του άρεσαν τ’ αγόρια.
Αμέτρητες φορές αυνανίστηκε με την εικόνα των ποδοσφαιριστών μέσα στην άχνα του καυτού νερού που απλωνόταν στ’ αποδυτήρια μαζί με τις φωνές τους. Οι φίλοι του ένιωθαν εκστασιασμένοι που έβλεπαν από κοντά τα είδωλά τους, και ο Μιχάλης προσπαθούσε να κρύψει το πόσο ερεθισμένος ήταν και γίνει ρεζίλι.
Όταν άρχισε την ερωτική του ζωή με τους άντρες, εκεί κοντά στα είκοσι, για πολλά χρόνια ο αγαπημένος του σωματότυπος ήταν αυτός του ποδοσφαιριστή. Λίγο κοντούληδες με καλοσχηματισμένο σώμα αλλά υπέροχα μπούτια. Τροφαντά και δυνατά.
Φετίχ κόντευε να του γίνει και απέρριπτε κάθε άλλον τύπο σώματος, έστω και αν ήταν πολύ πιο όμορφος.
Η επίμονη άγνοιά του όμως για το ποδόσφαιρο, τον έφερε πολλές φορές σε δύσκολη θέση.
Ακόμη και τώρα που είναι στα τριάντα πέντε, όποτε ανοίγεται συζήτηση για ποδόσφαιρο, του έρχονται στο μυαλό η απαξίωση και η χλεύη που έχει εισπράξει από παιδί και νιώθει μειονεκτικά. Απομονώνεται διακριτικά κάνοντας κάτι άλλο μέχρι να τελειώσουν.
Εκεί όμως που βγάζει το άχτι του είναι όταν μπαίνει σε ταξί και ο οδηγός ακούει την περιγραφή κάποιου αγώνα, απαιτεί να το κλείσει κάνοντάς τον να τον κοιτάζει σαν τρελό. Του είναι αδιανόητο να καταλάβει πως υπάρχουν άντρες που δεν ακούν ποδόσφαιρο. Αλλά ο Μιχάλης κρυφογελάει σαρδόνια έχοντας δώσει ένα καίριο χτύπημα, ακόμα και σ’ έναν άγνωστο σ’ αυτό ακριβώς που τον έκαναν να νιώθει όλα αυτά τα χρόνια: πως δεν είσαι «κανονικός» άντρας αν δεν σου αρέσει το ποδόσφαιρο. Θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά γνωρίσματα αντρισμού. Ένα γνώρισμα που ενώνει μικρές ή μεγάλες ομάδες αρσενικών και εκείνος ήταν πάντα απ’ έξω, σαν παρατηρητής.
Ποτέ του δεν διάλεξε ερωμένο που του άρεσε το ποδόσφαιρο, ποτέ δεν είδαν μαζί με όσους ερωτεύτηκε κάποιον αγώνα.
Την υποτιθέμενη έλλειψη αντρισμού που του φόρτωσαν, την πέταξε τελικά στα σκουπίδια. Έκανε στη ζωή του πράγματα τόσο δύσκολα και έζησε τόσες πολλές σκληρές καταστάσεις που κανένα από αυτά τα βουτυρόπαιδα δεν θα μπορούσε να διανοηθεί.
Την εκτόνωση που τόσο πολύ τη χρειαζόταν κι εκείνος, όταν ήταν μικρός την έπνιγε, γιατί τον απομόνωναν όταν είχαν τη δική τους κοινή έκσταση. Μετά την εφηβεία του βγήκε θυμός, μεγάλος θυμός απέναντί τους, απέναντι σε όλους του «φίλαθλους», αλλά του έφυγε όταν άρχισε να βρίσκει και ν’ αγαπά τον εαυτό του με ό,τι έκανε και πίστευε.
Συμφιλιώθηκε πρώτα μέσα του μαζί τους και αυτό φάνηκε και στην παρέα του.
Απλά δεν βρίσκονταν ποτέ μαζί όταν είχαν ν’ ασχοληθούν με το ποδόσφαιρο.
Τη μεγάλη συναισθηματική ένταση που ένιωθαν εκείνοι με το ποδόσφαιρο, ο Μιχάλης την διοχέτευσε αλλού.
Έγινε ορειβάτης. Δεινός, ανέβηκε στις πιο ψηλές κορφές, έμεινε για μέρες σε σκηνές μαζί με άλλους. Θαύμασε το μεγαλείο της φύσης κι ας μύριζαν τα πόδια τους το βράδυ μέσα στη σκηνή.
Άλλαξε και λίγο το κόλλημά του με τα μπούτια. Άλλο σωματότυπο είχαν οι ορειβάτες πιο ψηλοί και πιο αδύνατοι με γερά πόδια και χέρια.
Μα αυτό που τον έκανε να μεταστραφεί στις σωματικές του επιλογές ήταν κάτι που είχαν μόνο αυτοί οι αθλητές:
Τα θυμωμένα κωλομέρια.
Έναν θυμό που αποκτούσαν από την μάχη που έδιναν με κάθε βουνοκορφή που κατακτούσαν.
Μα όχι μόνο στην ορειβασία αλλά και στη γνώση, στις σπουδές του, στην προσπάθεια ερμηνείας της κοινωνίας που μέσα της βρίσκεται.
Αυτό που αποδείχτηκε τελικά είναι πως οι στιγμιαίες εκτονώσεις των ποδοσφαιρόφιλων, δεν τους βοηθούσαν σε τίποτε σοβαρό που τους απασχολούσε.
Γιατί δεν είχαν τις ερμηνείες των γεγονότων που είχε με κόπο αποκτήσει εκείνος.
Αυτές τις στιγμιαίες εκτονώσεις που μεταφέρονταν και στην υπόλοιπη συμπεριφορά τους, στις σχέσεις τους, παντού, έφταναν στιγμές που η βία που έστω και σαν θεατές ασκούσαν, να γίνεται μεγάλο πρόβλημα στις ζωές τους.
Από αυτό γλίτωσε ο Μιχάλης.
Όλοι μετά την εκτόνωση τον έψαχναν να τον ρωτήσουν τι να κάνουν με κάτι που τους βασάνιζε, με κάτι που δεν μπορούσαν να βρουν λύση.
Και όταν πια τους είχε συγχωρέσει για τα ατέλειωτα χρόνια της απομόνωσης που του είχαν επιβάλλει που δεν ήταν «κανονικός» άντρας επειδή δεν του άρεσε το ποδόσφαιρο, τους την παρείχε απλόχερα και με κατανόηση.
Είχε ανακαλύψει τη μέθοδο που είχαν ανάγκη: ένιωθαν σαν αδέσποτα σκυλιά που όταν γίνονταν αγέλη μπορούσαν να σκοτώσουν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους.
Αυτό έμαθε ο Μιχάλης, πώς να συμπεριφέρεται σε μια αγέλη σκύλων.
Χρειάζεται κάτι πολύ απλό: να κοιτάξεις την αγέλη την ώρα της επίθεσης στα μάτια σαν ίσος προς ίσον. Ακίνητος. Να μη φοβηθείς μέχρι να κουνήσουν την ουρά τους επειδή έτσι σε αναγνωρίζουν σαν ικανό και ίσο αντίπαλο.
Αμέσως σταματούν και κοιτάζονται μεταξύ τους αμήχανα συνεχίζοντας να γαυγίζουν, αλλά χωρίς επιθετικότητα πλέον.
Είναι η στιγμή που αρχίζουν να σου γλείφουν τα χέρια σε ένδειξη φιλίας και εκτίμησης.
Πάντα πετύχαινε αυτή η τακτική.
Με σιωπηρή όμως συμφωνία, θα πήγαινε να τους έβλεπε στ’ αποδυτήρια μετά τον φιλικό τους αγώνα.
Όλα τα ξεπέρασε, αλλά τα μπούτια του ποδοσφαιριστή ήταν μια εικόνα που δεν ήθελε να την αποχωριστεί.
Δικαίωμα.
Ποδοσφαιριστής και ορειβάτης
