Εξαιρετικός μάγειρας.
Σπούδασε στις καλύτερες σχολές, του άρεσε πολύ να ετοιμάζει υπέροχες συνταγές αναμιγνύοντας τις γνώσεις που απέκτησε με την φαντασία του.
Ήθελε πάντα να δημιουργεί κάτι πρωτότυπο, να τολμά γευστικούς συνδυασμούς που οι άλλοι δεν τολμούσαν.
Άρχισε να γίνεται αναγνωρίσιμος, να τον αποδέχεται ο κόσμος, να συρρέουν όλοι στα εστιατόρια που εργαζόταν για να δουν την καινούρια του γευστική ανατροπή.
Η τελειότητα ήταν δεδομένη σε όλα: στο ψήσιμο, στα υλικά, στην παρουσίαση, δεν άφηνε τίποτε να είναι λίγο ή παράταιρο.
Ένα περίεργο πράγμα όμως τον προβλημάτιζε: οι πελάτες δεν επέστρεφαν παρά μόνο στην επόμενη δημιουργία του, δεν εμφανίζονταν παρά μόνο για την εντύπωση που άφηνε, σαν να πήγαιναν να δουν μια ταινία και μετά έφευγαν.
Κάτι αντίστοιχο συνέβαινε και τη ζωή του.
Όποιον γνώριζε ερωτικά, ενώ περνούσε βραδιές με μεγάλη ένταση και ερωτισμό, μετά όλοι χάνονταν. Το ίδιο με τα φαγητά του, περνούσαν, σαν να έβλεπαν την ταινία τους άρεσε εντυπωσιάζονταν και μετά εξαφανίζονταν, μέχρι το επόμενο έργο.
Αυτό τον έκανε να καταρρέει.
Μα να εισπράττει τόσα καλά λόγια και μετά να μην ξαναπατάει ο ίδιος άνθρωπος στο εστιατόριο ή στο κρεβάτι του;
Έσπασε το κεφάλι του να βρει την αιτία, αλλά μάταια.
Και ήθελε τόσο πολύ αυτές οι επαφές, είτε επαγγελματικές είτε ερωτικές να διαρκούν και να μην είναι μόνο σαν τουριστική επίσκεψη.
-Μα πώς σας πέρασε από το μυαλό πως μια κυρία σαν εμένα θα μπορούσε να φάει ένα τέτοιο φαγητό; Ρώτησε η πανέμορφη ψηλή αριστοκράτισσα όταν απαίτησε να δει τον Σεφ.
Τα ‘χασε, αλλά μόνο τότε κατάλαβε.
Στα αριστουργήματα που μαγείρευε δεν σκεφτόταν ποτέ σε ποιον απευθύνονται.
Άλλο γεύμα θέλει ένας εργάτης οικοδομής και άλλο μια κοπέλα εικοσάχρονη.
Με άλλες γεύσεις ηδονίζεται ο ουρανίσκος ενός ορεσίβιου άντρα και με άλλες ενός νησιώτη.
Άλλο θέλει να γευτεί ένας μεσήλικας ευτραφής και άλλο ένας φοιτητής ερωτευμένος.
Αυτό ήταν.
Από τότε μόλις του έδιναν μια παραγγελία προσπαθούσε με μια μικρή συνομιλία με τους πελάτες, να ψυχανεμιστεί λίγο τον χαρακτήρα και τη διάθεσή του. Να δει το ντύσιμό του, το ύφος του προσώπου, όσα τέλος πάντων θα τον βοηθούσαν να ταιριάξει την τεχνική του με τον συγκεκριμένο πελάτη.
Μέχρι τότε ό,τι έκανε πίστευε πως ήταν για όλους.
Ναι ήταν τέλεια παρασκευασμένο, αλλά για συγκεκριμένους ανθρώπους και για άλλους αδιάφορο.
Οι πελάτες άρχισαν να νιώθουν το εστιατόριο πλέον σαν δικό τους χώρο.
Καταλάβαιναν ασυναίσθητα πως εδώ θα τους φροντίσουν και θα τους περιποιηθούν προσωπικά.
Θρίαμβος. Η χαρά του δεν περιγραφόταν, οι σχέσεις με τους πελάτες άρχισαν να γίνονται «προσωπικές» και το απολάμβαναν.
Το ίδιο ακριβώς συνέβη και στην ερωτική του ζωή.
Πρώτα προσπαθούσε να καταλάβει τη διάθεση της στιγμής ή της περιόδου εκείνου που γνώριζε και μετά του πρόσφερε αυτά που θα τον ικανοποιούσαν.
Σαν καλός οικοδεσπότης ηδονής.
Έγινε για τους περισσότερους ο «δικός τους» άνθρωπος.
Ήξεραν πως μέσα στην αγκαλιά του θα βρουν αυτά που ούτε οι ίδιοι μπορούσαν να καταλάβουν πως επιθυμούν.
Τα ερωτικά καρυκεύματα ήταν το μεγάλο του όπλο, το περιβάλλον, η μουσική αλλά και το ποτό που τους πρόσφερε, ήταν απλά το καλύτερο για εκείνους, όχι για κάποιον άλλον.
Εκείνος μέσα από την τεχνική της δημιουργίας των φαγητών «μαγείρευε» ένα ειδικό ερωτικό γεύμα για τον καθένα.
Τότε μόνο η ανταμοιβή του ήταν πολλαπλάσια, τότε μόνο του επέστρεφαν με χαρά όσα τους έδινε.
Όχι όταν εκείνος απλά σχεδίαζε κάτι τέλειο, αλλά κάτι τέλειο για εκείνον που θα το γευόταν και θα το απολάμβανε.
Τελικά απ’ όσα σπούδασε ή έμαθε στη ζωή του το πιο σημαντικό το είδε στην πράξη:
Με ποιον βρίσκομαι τώρα, όχι με ποιον φαντάζομαι πως θα ήθελα να είμαι.
Για ποιον μαγειρεύω, όχι μόνο πώς μαγειρεύεται ένα τέλειο φαγητό.
Κάπως έτσι νικάει η συνύπαρξη τον εγωισμό, με μια απλή παρατήρηση του ανθρώπου που βρίσκεται δίπλα.
Και το πέτυχε.
Πέντε αισθήσεις: Γεύση
