Κάθε δημοτικός χορός έχει την ιδιαιτερότητά του.
Οι κινήσεις των χορευτών, ο ρυθμός του σώματός τους, οι φιγούρες, η ταχύτητα του χορού αλλά και η γλύκα, η πίκρα, ο θυμός ή πραότητα που αποπνέουν, έχουν άμεση σχέση με τον τόπο που γεννήθηκε η μουσική, και με τον τρόπο ζωής των κατοίκων της.
Για παράδειγμα ο νησιώτικος χορός είναι ανάλαφρος όπως η θάλασσα, περιέχει λύπη για τους ναυτικούς που λείπουν, αλλά και έρωτα σαν εκείνους τους σύντομους του καλοκαιριού.
Τα λικνίσματα των χορευτών είναι αέρινα, ελαφριά σαν την καλοκαιρινή αύρα.
Σε αντίθεση με τον ηπειρώτικο που είναι βαρύς, όπως τα βουνά που πάνω τους και γύρω τους δημιουργήθηκε, είναι σκληρός σαν τους χειμώνες τους, είναι στακάτος σαν τον τρόπο που είναι υποχρεωμένοι οι ορεσίβιοι κάτοικοι να επιβιώνουν.
Ο μοναδικός χορός που περιέχει σε όλη του τη διάρκεια τον πόλεμο είναι ο ποντιακός.
Όταν βλέπεις να τον χορεύουν έχεις την αίσθηση πως τώρα θα επιτεθούν στον εχθρό. Κάθε κίνηση των χορευτών είναι σαν μόλις να δόθηκε το σύνθημα για αντίσταση και πόλεμο.
Έστω κι αν είναι μικρά τα βήματα, τα χέρια δίνουν διαρκώς την εντύπωση της πάλης σώμα με σώμα. Όταν κάνουν την ανάταση όλοι μαζί δείχνουν την αποφασιστικότητα για την μάχη. Δείχνουν τη βεβαιότητα της νίκης ή του θανάτου. Και ο πιο θαρραλέος αντίπαλος σίγουρα θα νιώσει δέος μπροστά τους.
Το βλέμμα των χορευτών είναι προς τα κάτω, όχι από ντροπή, μα σαν να προσπαθούν να πάρουν δύναμη από την Μάνα Γη.
Όταν όμως αυτά τα βλέμματα κοιτάξουν στον ουρανό, είναι έτοιμοι για έναν δρόμο περηφάνιας. Έτοιμοι για να προστατέψουν με κάθε θυσία τα ιερά και τα όσιά τους. Τα εδάφη τους και τις οικογένειές τους από τον ανίερο εισβολέα.
Δεν είναι χορός άμυνας ή ουδετερότητας.
Είναι χορός επίθεσης.
Είναι χορός που περιέχει ρυθμό απ’ όλη την ιστορία των κατοίκων του Πόντου, από την αρχαία Ελλάδα, το Βυζάντιο μέχρι τη γενοκτονία τους.
Συγκλονιστικός. Απαιτεί όταν τον παρακολουθεί κανείς σιωπή και σέβας.