Ο Σατράπης

Γνωρίστηκαν στη γειτονιά που έμεναν οι οικογένειές τους, ερωτεύτηκαν και σε λίγο καιρό παντρεύτηκαν.
Όλα πολύ ωραία στην αρχή.
Εκείνος μεγαλοϋπάλληλος σε μια τράπεζα σε μια εποχή που μπορούσε να έχει και τα δωράκια του από τους πελάτες, μικρομεσαίους και μικροβιοτέχνες, όποτε μπορούσε να τους διευκολύνει.
Στην ουσία δημιουργούσε τεχνητά και φανταστικά προβλήματα στους πελάτες που είχαν πλήρη άγνοια και παρουσιαζόταν μετά σαν σωτήρας παίρνοντας το κάτι τις του, δίνοντας και στον διευθυντή του ένα μικρό μέρος για να έχει την απαραίτητη κάλυψη. Αυτό κράτησε πάνω από τριάντα χρόνια μέχρι που πήρε σύνταξη.
Έτσι στη φτωχογειτονιά που έμενε με τη γυναίκα του έγινε «κάποιος». Έχτισε τριώροφο, εξοχικό και στο σπίτι του υπήρχαν πάντα όλες οι οικιακές συσκευές σε μια εποχή που το να είχε κανείς ηλεκτρικό ψυγείο ήταν δείγμα πλούτου και ευμάρειας.
Αυτή η απότομη οικονομική αλλαγή, από το φτωχόσπιτο με τα πολλά παιδιά, στο τριώροφο και με πολλά λεφτά, τον άλλαξε τελείως.
Άρχισε να γίνεται κανονικός Σατράπης.
Απαγόρευσε στη γυναίκα του να βγαίνει έξω από το σπίτι, και λίγο καιρό μετά άρχισε να τη δέρνει.
Ερχόταν κρυφά με τα κλάματα στο πατρικό της και βέβαια η μάνα της αλλά και η πεθερά της έβλεπαν τα σημάδια και έφριτταν.
Ήταν η εποχή της απόλυτης πατριαρχίας και το να φύγει μια γυναίκα από το σπίτι σήμαινε πως την έδιωξε ο άντρας της γιατί δεν ήταν «καλή».
Ήταν η εποχή που μια ζωντοχήρα σήμαινε τουλάχιστον πουτάνα και όταν έχεις και δυο παιδιά και από πουθενά καμιά στήριξη, δεν το τολμάς.
Ήταν η εποχή που το να κακοποιείται μια γυναίκα ήταν πιο ανεκτό από την κοινωνική κατακραυγή.
Έτσι συνέχιζαν να μεγαλώνουν τα παιδιά τους με την μάνα τους να είναι σχεδόν συνέχεια βουρκωμένη.
Με τα χίλια ζόρια την άφησε να κάνει την μοδίστρα στο σπίτι για να μπορεί να έχει κι εκείνη ένα μικρό εισόδημα.
Ήταν το κομπόδεμά της μήπως μπορέσει κάποτε και φύγει όταν μεγάλωναν λίγο τα παιδιά.
Για να τον τιμωρήσει όμως έκανε και κάτι άλλο.
Σταμάτησε να πλένεται.
Δεν έκανε μπάνιο σχεδόν ποτέ, έτσι για να του δημιουργεί απέχθεια και να μην την αγγίζει. Να γλυτώσει τουλάχιστον από τα χέρια του που το απόγευμα την χτυπούσαν και το βράδυ ήθελαν να τη χαϊδέψουν.
Εμετό και αηδία της έφερνε και μόνο η σκέψη πως θα έκανε έρωτα μαζί του.
Ήταν πάντα τόσο άπλυτη όσο να μην μυρίζει στο δρόμο και την κοροϊδεύουν.
Ο Βαγγέλης, σαν μεγαλύτερος ανιψιός, γιος της αδελφής της, έτυχε να κρυφακούσει από την αρχή την ιστορία και τον μίσησε από τότε τον Σατράπη.
Το κοινό μίσος τους ένωσε, ποτέ δεν είπαν με λέξεις αυτό που συνέβαινε, αλλά όποτε ήθελε βοήθεια πάντα τον φώναζε.
Εκείνος καταλάβαινε πως πάλι την έδειρε, τα παρατούσε όλα και την πήγαινε με το αυτοκίνητο μια βόλτα στην παραλία να δει λίγο θάλασσα ν’ αδειάσει το μυαλό της.
Ούτε κι εκείνος της είπε ποτέ πως είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά όταν ήταν μικρός, από έναν γείτονα μεγαλύτερο, αλλά το είχε καταλάβει και τον αγαπούσε πιο πολύ απ’ όλα τ’ ανίψια της. Η βία που δέχονταν και οι δυο, ο φόβος της κοινωνικής κατακραυγής δημιούργησε έναν πολύ ισχυρό δεσμό μεταξύ τους.
Την έβλεπε που έκλαιγε κρυφά όταν την πήγαινε βόλτα με το αυτοκίνητο και έτρεχαν και τα δικά του μάτια. Ο πόνος τους και η πίκρα ήταν για παρόμοιους λόγους.
Τα παιδιά της μεγάλωσαν αλλά ποτέ δεν είπαν κάτι, σίγουρα θα έβλεπαν σκηνές βίας, σίγουρα θα καταλάβαιναν από ένα σημείο και πέρα πως ο πατέρας τους είχε πάντα γκόμενες.
Πέρασαν τα χρόνια και ένα απόγευμα χτυπάει το τηλέφωνο του Βαγγέλη.
-Έλα από εδώ, δεν είμαι καλά, ήταν η αγαπημένη του θεία.
Έφυγε τρέχοντας και την βρήκε μόνη στο σπίτι και μισολιπόθυμη.
Ειδοποίησε ένα γιατρό και όταν την ξέντυσε για να την εξετάσει του ήρθε η μυρωδιά της απλυσιάς. Το άγριο βλέμμα όμως του Βαγγέλη δεν του άφησε περιθώρια για διαμαρτυρίες.
-Έχει ελάχιστο χρόνο ζωής και πρέπει να πάει αμέσως σε νοσοκομείο, ήταν η διάγνωση.
Σε μια βδομάδα πέθανε.
Η οργή του Βαγγέλη μεγάλωσε και τον έπνιξε. Αν ήταν δυνατόν να τον πνίξει το Σατράπη με τα ίδια του τα χέρια, αλλά θα πρόδιδε έτσι σε όλους το μυστικό τους, ιδιαίτερα στα παιδιά του.
Ο Σατράπης έζησε μερικά χρόνια μέσα στην απαξίωση. Είχε φροντίσει ο Βαγγέλης να τον διαβάλλει διακριτικά σε όλους, δεν χρειάστηκε να προσπαθήσει και πολύ γιατί κανείς δεν τον χώνευε. Λίγους μήνες μετά την κηδεία της γυναίκας του έφερε και μια άλλη στο σπίτι να μείνει μαζί του.
Εκεί ξεχείλισε και το ποτήρι της αηδίας που ένιωθαν απέναντί του οι περισσότεροι. Τα παιδιά του, άφωνα μεν, αλλά επειδή ήταν πατέρας τους σιωπούσαν.
Και ένα πρωί πέθανε.
Η χαρά του Βαγγέλη δεν μπορούσε να κρυφτεί.
Έφυγε επιτέλους ένα τύραννος, ένας άνθρωπος που βασάνισε τόσο κόσμο αλλά και την αγαπημένη του θεία. Ήταν σαν να λυτρώθηκε κι εκείνος.
Μέχρι την ώρα της κηδείας τραγουδούσε σαν να κέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου.
Στην κηδεία πήγε προσπαθώντας να κρύψει τη χαρά του.
Την μόνη έγνοια που είχε ήταν κάτι παράλογο: μήπως αναστηθεί ο αλήτης και κάνει τα ίδια.
Έμεινε εκεί μέχρι να δει με τα μάτια του πως τον σκεπάζουν με το χώμα.
Μόνο τότε η ησύχασε.
Δεν χαιρέτησε κανέναν, έφυγε διακριτικά από το νεκροταφείο.
Ένα ανθρώπινο σκουπίδι λιγότερο, σκεφτόταν και άρχισε να τραγουδάει δυνατά μέσα στο ταξί, κάνοντας τον οδηγό να πιστεύει πως κάτι έπαθε από το πένθος και του σάλεψε.
Ούτε που του έδωσε σημασία και το βράδυ έκανε έναν ίσως τον πιο ήσυχο ύπνο της ζωής του.
Σαν να εκπλήρωσε έναν κρυφό όρκο που είχε δώσει στη θεία του.
Μ’ αυτήν τη σκέψη τον πήρε ο Μορφέας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

9  +    =  14