Μόλις μπήκε στο εργοστάσιο του είπαν πως τον ψάχνει ο Διευθυντής.
Του το είπαν με μια δόση ειρωνείας και μερικοί μάλιστα κρυφογελούσαν.
-Άντε πάλι τυχερέ, είπαν οι πιο θαρραλέοι.
Ήταν η τρίτη φορά που τον καλούσε μέσα σε δέκα μέρες, κάτι αδιανόητο γιατί σπάνια καλούσε κάποιον.
Εκτός εάν..
Εκτός εάν αυτός που καλούσε ήταν όμορφος.
Ο εξηντάρης Διευθυντής είχε μια αδυναμία στα όμορφα αγόρια. Μεγάλο το εργοστάσιο και πάντα κάποιον έβρισκε να του την πέσει.
Ήταν μια γλοιώδης φυσιογνωμία, ύπουλος, κακός, αδίστακτος και άσχημος.
Είχε όμως εξουσία και μπορούσε να σε απολύσει μ’ ένα τηλεφώνημα.
Ο Δημήτρης πάγωσε που το άκουσε. Τριαντάρης με πολλά χρόνια στην κολύμβηση είχε ένα σώμα λαμπάδα που η μπλε φόρμα εργασίας δεν κατάφερνε να κρύψει τις τέλειες αναλογίες. Και μια φωνή σαν του Χειλάκη. Μπάσα ένρινη και κοφτή.
Αυτό ήταν που τρέλαινε το Διευθυντή. Αυτήν τη φωνή άκουγε και ανατρίχιαζε από ηδονή.
Ήξερε τι τον ήθελε, τις δυο προηγούμενες φορές του έκανε γλύκες και του υποσχέθηκε πως θα τον κάνει προϊστάμενο.
Ο Δημήτρης τον απέφευγε όπως ο διάολος το λιβάνι. Τον αηδίαζε και μόνο η σκέψη να βρεθεί μαζί του στο κρεβάτι.
-Κάθισε, του είπε μόλις μπήκε στο γραφείο.
-Δεν πειράζει, βιάζομαι να γυρίσω στη δουλειά μου, πείτε μου τι με θέλετε;
Ο Διευθυντής έσπρωξε προς το μέρος του μια κόλλα χαρτί.
-Διάβασέ το του είπε.
-Τι είναι αυτό;
-Εντολή από πάνω ν’ απολύσω περίπου τους μισούς, η εταιρεία δεν πάει καλά. Στεναχωριέμαι γιατί δεν ξέρω ποιους να διώξω. Θέλεις να έρθεις το βράδυ από το σπίτι μου να το συζητήσουμε; Εσύ γνωρίζεις καλύτερα τους υπόλοιπους.
Η πρόκληση πλέον ήταν κανονική: ή μου κάθεσαι ή φεύγεις.
Του Δημήτρη του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Είχε μείνει δυο χρόνια άνεργος και εδώ και έξι μήνες που βρήκε δουλειά άρχισε να μπαίνει σ’ ένα ρυθμό πάλι η ζωή του.
Αυθόρμητα του βγήκε να του ρίξει μια μπουνιά, αλλά η σκέψη της ανεργίας και η φρίκη που πέρασε, τον σταμάτησαν.
Σ’ αυτές τις περιόδους της κρίσης οι εκβιασμοί είναι καθημερινοί. Όποιος έχει λίγη εξουσία πιστεύει πως μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, ακόμα και να ξεφτιλίζει τον άλλον.
Σε άλλες εποχές όποιος τολμούσε να απειλήσει ή να εκβιάσει το Δημήτρη έφευγε με μαυρισμένο πρόσωπο.
Δεν ήταν ο τύπος του «τσαμπουκά», ούτε του άρεσε να προκαλεί. Ένα έντιμο και καλό παιδί ήταν που προσπαθούσε να ζει με αξιοπρέπεια.
Δεν απάντησε τίποτε στο Διευθυντή, έφυγε χτυπώντας την πόρτα του δυνατά. Ήθελε να βρει το αγόρι του να το συζητήσει μαζί του.
Συναντήθηκαν μια ώρα μετά. Τρελά ερωτευμένος και ο άλλος πάγωσε στο άκουσμα του εκβιασμού και προσπαθούσε να σκεφτεί πώς πρέπει να το χειριστούν. Ο Δημήτρης είχε αρχίσει να καταρρέει. Χώθηκε στην αγκαλιά του και ξέσπασε σε κλάματα από τα νεύρα του. Για αρκετή ώρα δεν μιλούσε κανείς.
Το αγόρι του ήταν πιο προσγειωμένο και συχνά μάζευε τον εκρηκτικό του χαρακτήρα, γι’ αυτό και του έδειχνε εμπιστοσύνη σ’ αυτά που του πρότεινε.
-Θα πας, του είπε αποφασιστικά.
-Τι; Εσύ μου λες να πάω;
-Ξέρεις πόσο σε ζηλεύω, ξέρεις πόση αδυναμία σου έχω και καταλαβαίνεις πόσο δύσκολο μου είναι να κρατηθώ να μην μπουκάρω και τον σπάσω στο ξύλο τον κωλόγερο. Αλλά θα πας. Δεν έχεις άλλη επιλογή, διαφορετικά θα μείνεις πάλι άνεργος κι εγώ με τα λίγα που κερδίζω δεν μας φτάνουν ούτε για τσιγάρα.
-Μα βρε αγόρι μου με αηδιάζει, τον σιχαίνομαι, πώς να πάω;
-Δες το σαν μια μάχη που δίνεις για τη ζωή σου. Είναι ανήθικη η πρόταση και ελεεινός που εκμεταλλεύεται την ανάγκη σου. Αυτήν τη στιγμή όμως δεν έχεις καμιά άλλη επιλογή για να ζήσεις.
Το αγόρι του σκεφτόταν πως η ανεργία του παρά λίγο να τον ρίξει στην κατάθλιψη. Θυμόταν πως κατηγορούσε συνέχεια τον εαυτό του, λες και έφταιγε εκείνος που δεν υπήρχαν δουλειές. Θυμόταν πως τριγύριζε σαν το χαμένο όλη μέρα με το κεφάλι σκυφτό. Από το μυαλό του είχε περάσει και η σκέψη πως μπορεί και ν’ αυτοκτονούσε.
Μεγάλο το δίλλημα και πολύ σκληρή η απόφαση που έπρεπε να πάρει και να τον συμβουλέψει.
-Θα σε περιμένω εγώ απ’ έξω, θα είμαι κοντά σου, του είπε για να τον ηρεμήσει λίγο.
Κατά τις 9 το βράδυ ξεκίνησαν να πάνε στο σπίτι του Διευθυντή, κάπου σ’ ένα ακριβό προάστιο.
Φιλήθηκαν παθιασμένα και έσφιγγε ο ένας τον άλλον σαν να ήταν η τελευταία φορά που θα βρίσκονταν.
Ο Δημήτρης χτύπησε το κουδούνι και την πόρτα της τεράστιας μονοκατοικίας την άνοιξε ένας υπηρέτης. Τον οδήγησε στο σαλόνι.
Το σίχαμα ήταν εκεί και τον περίμενε.
Ήταν τόσο σίγουρος που φορούσε μόνο το μπουρνούζι του, είχε χαμηλό φωτισμό και απαλή μουσική.
-Κάθισε του είπε, του έβαλε ένα ποτό στο πανάκριβο ποτήρι και κάθισε κι εκείνος δίπλα του.
Ο Δημήτρης ήταν πάντα φρεσκοπλυμένος, αλλά τώρα δεν είχε κάνει μπάνιο, ήθελε να είναι βρώμικος μήπως και δεν τον θέλει.
-Μήπως θέλεις να κάνεις ένα ντουζάκι; Του είπε βλέποντας με μια έκφραση αηδίας τα μαύρα του νύχια. Ήταν πολύ κοντά του και άρχισε να του χαϊδεύει το πόδι.
Ούτε που κατάλαβε ο Δημήτρης πώς έφυγε η μπουνιά του και προσγειώθηκε στα μούτρα του. Πρόλαβε και του έριξε τρεις ή τέσσερις μέχρι να τον μαζέψει ο υπηρέτης και να τον πετάξει έξω.
Το αγόρι του τον περίμενε έξω από το αυτοκίνητο καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Μόλις τον είδε να βγαίνει τόσο γρήγορα, κατάλαβε.
Εκεί στην μέση του δρόμου τον αγκάλιασε και τον φίλησε με πάθος. Ήταν πια ο ήρωάς του, τον λάτρεψε ακόμα περισσότερο.
Δεν ήταν μια πράξη ηρωισμού αυτό που έκανε ο Δημήτρης, τον τράβηξε η αξιοπρέπειά του σαν να ήταν ο κολλητός του φίλος και τον έδιωξε από το βρωμόγερο.
Αν κάποιος έχει και άλλες επιλογές επιβίωσης, είναι δικαίωμά του να διαθέσει το σώμα του όπως θέλει.
Αν όμως είναι στην ανάγκη, το να του προτείνει κανείς κάτι τέτοιο είναι ό,τι πιο βρώμικο μπορεί να κάνει.
Στα μεγάλα διλήμματα κρίνεται ο καθένας, όχι στα εύκολα.
Ούτε καν πήγε την άλλη μέρα να πάρει την απόλυσή του, δεν θα του έδινε αυτήν τη χαρά. Να νιώσει το φτύσιμο πιο βαθειά μέσα του.
Κοιμήθηκε μέχρι αργά το μεσημέρι με το αγόρι του.
Και με την ψυχή του γαλήνια.
Ο εκβιασμός
