Ο δοτικός σύντροφος

Υπάρχουν δυο κατηγορίες δοτικών ανθρώπων:
Εκείνοι που δίνουν χωρίς να περιμένουν κάποια ανταλλάγματα.
Και εκείνοι που θεωρούν τη δοτικότητα σαν δάνειο.
Στην πρώτη κατηγορία θα δει κανείς ανθρώπους με περίσσια αγάπη για τους γύρω τους, θα τους δεις να χαίρονται με κάθε παρέα που θα βρεθούν, θα τρέξουν να στηρίξουν κάθε αγαπημένο τους πρόσωπο, όσο και αν τους κοστίζει αυτό.
Ακούν προσεκτικά και με θαυμασμό αυτό που τους λέει ο άλλος, έστω και αν το γνωρίζουν, θα τον τονώσουν και θα τον ενισχύσουν, έστω και με κάποια υπερβολή αν η διάθεσή του είναι κακή, θα τον κάνουν να γελάσει, να ξεχαστεί από κάτι που τον βασανίζει.
Θα τον βοηθήσουν πρακτικά, αν χρειαστεί να μεταφέρει κάτι, θα πάνε σε μια δημόσια υπηρεσία επειδή ο άλλος σχολάει αργά, ή θα τον βοηθήσουν να καθαρίσει το σπίτι.
Είναι εκείνοι που τους χαροποιεί να δίνουν, έστω και από το υστέρημά τους, έστω και αν το στερηθούν.
Αυτοί είναι οι άνθρωποι που ενώνονται με τους άλλους πιο ισχυρά όταν μπορούν να δώσουν.
Στον έρωτα θα βγουν από την ανάγκη της προσωπικής τους ικανοποίησης και θα κάνουν ό,τι μπορούν για να δουν στα μάτια του αγαπημένου τους την ηδονή και με την εικόνα και την αίσθηση αυτή, νιώθουν πως είναι μαζί, ενωμένοι.
Δεν είναι όμως ηλίθιοι, επειδή είναι αυτάρκεις δεν σημαίνει πως θα υπηρετούν εσαεί κάποιον που δεν το αναγνωρίζει αλλά ειδικά κάποιον που δεν μπορεί ν’ απολαύσει αυτό που του δίνουν.
Επειδή δεν τους νοιάζει να μείνουν μόνοι, ούτε το φοβούνται, είναι αυτοί μόνο που δημιουργούν ισχυρούς και βαθείς δεσμούς με τους γύρω τους. Ειδικά μ’ εκείνον που θα ερωτευτούν και θ’ αγαπήσουν.
Είναι οι άνθρωποι που μπορεί να μεγάλωσαν με στερήσεις και ενώ περιμένει κανείς να έχουν απωθημένα, συμβαίνει το αντίθετο. Σπάνια ζητούν ή απαιτούν κάτι γιατί απλά δεν τους λείπει τίποτε επειδή έχουν μάθει ν’ απολαμβάνουν και τα πιο απλά πράγματα.
Αυτό που τους κάνει να καμαρώνουν είναι να δουν τον αγαπημένο τους ευτυχισμένο, ικανοποιημένο. Μα όχι όπως θα ήθελαν εκείνοι. Ικανοποιημένο με τα δικά του οράματα, τις δικές του βλέψεις.
Είναι τέλος αυτοί που θέλουν τον άνθρωπό τους ελεύθερο και δυνατό και σαν τέτοιος να τους επιλέξει. Όχι από ανάγκη ή ανικανότητα.
Η δεύτερη κατηγορία, εκείνοι δηλαδή που θεωρούν τη δοτικότητα σαν δάνειο, περιέχει πολλή βία.
Οι δοτικοί σ’ αυτήν την περίπτωση δεν παρέχουν τίποτε, υλικό ή συναισθηματικό, χωρίς να περιμένουν ανταπόδοση. Δίνουν αγάπη σαν γραμμάτιο που πρέπει να εξοφληθεί. Θα κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους να το πάρουν πίσω. Θα θυμώσουν, θα εκβιάσουν, θ’ απειλήσουν και τελικά θα τιμωρήσουν τον άνθρωπό τους που δεν τους επέστρεψε την αγάπη που του παρείχαν.
Βιώνουν ένα διαρκές δικαστήριο απόδοσης ευθυνών στο μπακάλικο της ψυχής τους. Όλα στο ζύγι. Τόσα σου έδωσα, τόσα μου χρωστάς.
Και ως γνωστόν αυτός που νιώθει πως χρωστάει πιο δύσκολα φεύγει, αν έχει λίγο φιλότιμο, πριν ξοφλήσει το χρέος του.
Γιατί αυτό είναι το ζητούμενο: να μην φύγει, να μην τους αφήσει μόνους.
Η σκέψη και μόνο της μοναξιάς τους κάνει να χάνουν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους.
Που είσαι αχάριστος, που είσαι αγνώμων, που έφαγα τόσα χρόνια μαζί σου, που είσαι ανίκανος να κάνεις κάτι μόνος και πολλά τέτοια όμορφα.
Οι μπακάληδες αυτοί δεν μπορούν να ζήσουν με κάποιον που δεν χρειάζεται τίποτε, είναι ένας τρόπος ύπαρξής τους. Αρρωστημένος τρόπος που το μόνο που δημιουργεί είναι ενοχές, ό,τι πιο βίαιο μπορεί να κάνει κανείς στον άλλον και η βία έχει πολλές μορφές ως γνωστόν.
Ζουν παρασιτικά, όπως οι ξενιστές που η ύπαρξή τους εξαρτάται από το χυμό των δέντρων που τυλίγουν μέχρι να το ξεράνουν.
Κι αφού βεβαιωθούν πως δεν έχει πια ζωή, πηγαίνουν στο επόμενο και κάνουν τα ίδια.
Είναι μια ζωή στο παράπονο και στη διαμαρτυρία, ποτέ άλλωστε δεν θ’ ακούσεις μπακάλη να λέει πως είναι καλά και κερδίζει αρκετά. Το ίδιο ακριβώς κάνουν, θα διαμαρτύρονται ψεύτικα πως ό,τι τους δίνουν δεν είναι αρκετό.
Το κάνουν όμως με τέχνη, δεν απαιτούν κατ’ ευθείαν, το μεθοδεύουν σαν να δίνουν μάχη για να το πάρουν. Μόλις το καταφέρουν προχωρούν στο επόμενο αίτημα.
Μέχρι να τον πνίξουν τον άλλον, μέχρι να τον αναγκάσουν να φύγει αγανακτισμένος ή ακόμα και αηδιασμένος. Η εικόνα όμως που παρουσιάζουν στους γύρω τους, είναι αυτή του αδικημένου, του θύματος που τον εκμεταλλεύτηκαν.
Η δοτικότητα δεν είναι η δημιουργία χρέους στον άλλον και σίγουρα δεν έχει κέρδη σαν αποτέλεσμα.
Το πιο σκληρό ακόμα είναι πως δεν καταλαβαίνουν πως όσο περισσότερο ζητούν ή απαιτούν, όχι μόνο δολοφονούν τον έρωτα, αλλά ο άλλος το μόνο που θέλει να κάνει είναι να φύγει τρέχοντας.
Δημιουργούν δηλαδή οι ίδιοι τον μεγαλύτερό τους φόβο: μήπως μείνουν μόνοι.
Και εκείνοι όμως που αποδέχονται τη δοτικότητα έχουν προφανώς τις ευθύνες τους.
Στην πρώτη κατηγορία, όταν απολαμβάνουν χωρίς έστω ν’ αναγνωρίζουν την προσφορά του άλλου, βρίσκονται ακόμα σε εμβρυακή κατάσταση, στο βυζί της μάνας τους που ήταν δεδομένο το μητρικό γάλα. Εκεί ο δοτικός πρέπει να βάλει τα όρια, χωρίς να χρειαστεί να παριστάνει το μπιμπερό μετά τη διακοπή του θηλασμού. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε θα είναι εκείνος που θα μείνει χωρίς τροφή. Ο δοτικός θα ψάξει κάποιον που να ξέρει ν’ απολαύσει αυτά που του δίνουν.
Στη δεύτερη κατηγορία εκείνος που αποδέχεται σαν συναλλαγματική αυτό που του προσφέρουν και είναι ανίκανος να καταλάβει την ανασφάλεια για την μοναξιά που φοβάται ο αγαπημένος του, ή ακόμα χειρότερα αν την καταλαβαίνει και την προσπερνά, τότε μιλάμε για ανηθικότητα. Το αποτέλεσμα θα είναι ο ξενιστής να του πάρει και την ανάσα ακόμα, και εκείνος να πιστεύει πως είναι βολεμένος και περνάει καλά, μέχρι να χαθεί κάθε ίχνος έρωτα και αγάπης.
Ο μοναδικός υγιής συναγωνισμός, η μοναδική πράξη που μπορεί να κάνει τη ζεστή αγκαλιά να καίει, το μοναδικό επίτευγμα της συνύπαρξης δυο ερωτευμένων, είναι να μην προλαβαίνει να δίνει ο ένας στον άλλον.
Δεν υπάρχει άλλη ελπίδα ο έρωτας να γίνει αγάπη και η ψυχή να γεμίσει με πόθο.
Εσείς σε ποια κατηγορία πιστεύετε πως ανήκετε;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

4  +  6  =