Το μαύρο Citroen της αστυνομίας με τους συμβατικούς αριθμούς, σταμάτησε έξω από την πολυκατοικία στη Κυψέλη που έμενε ο Ηρακλής. Του είχε πει στο τηλέφωνο πως θα ερχόταν το μεσημέρι και τον περίμενε στο μπαλκόνι, κοιτάζοντας το δρόμο. Μόλις τον είδε έσβησε βιαστικά το τσιγάρο, προσπαθώντας με τα χέρια να διώξει το καπνό. Ο Απόστολος δεν κάπνιζε και αναγκαζόταν να καπνίζει κρυφά για να μην τον καταλάβει. Εδώ και τρία χρόνια που ήταν μαζί, πάντα όποτε τον έβλεπε έτρεμε από φόβο και ηδονή. Ποτέ δεν μπόρεσε να τα διαχωρίσει.
-Άντε γεια ρε θα τα πούμε αύριο και κοίτα μη πεις σε κανέναν τίποτα θα σου εξηγήσω, είπε ο Απόστολος στο φίλο του το Νίκο που τον έφερε.
Στεναγμός ανακούφισης βγήκε από το στόμα του Ηρακλή που δεν θ’ ανέβαινε και ο άλλος επάνω. Καλό κουμάσι ήταν και του λόγου του, δεν τον χώνευε καθόλου.
Μεγάλη λαχτάρα είχε πάντα όταν του άνοιγε την πόρτα να πέσει πάνω του και να τον αγκαλιάσει, αλλά μια φορά που το τόλμησε έφαγε δυο ξεγυρισμένες σφαλιάρες και δεν το ξανάκανε. Μην τους δει κανένα μάτι, του είπε ο Απόστολος.
Μόλις άνοιξε και είδε το σκοτεινιασμένο του πρόσωπο σκέφτηκε πανικόβλητος τι είχε να τραβήξει πάλι.
-Καλώς τον πασά μου, είπε ψελλίζοντας αλλά η άγρια ματιά που του έριξε ο Απόστολος τον πάγωσε.
Έφυγε τρέχοντας να του φέρει τις παντόφλες και να του βγάλει τις αρβύλες. Γονάτισε να του λύσει τα κορδόνια και ο καλός του έβριζε πάλι το διοικητή του, που τους είχε κατσαδιάσει, αυτόν και το Νίκο, γιατί τάχα είχανε δείρει πιο πολύ από όσο έπρεπε ένα κλεφτρόνι που συλλάβανε.
″Μαλακίες. Ας έβγαινε κι εκείνος έξω από το γραφείο για να δει τι τραβάμε όλη μέρα με το κάθε κωλόπαιδο που βρίσκεται στο δρόμο“, μονολογούσε οργισμένος.
Ψέματα έλεγε. Το είχαν σακατέψει στο ξύλο το παιδί και το έστειλαν στο νοσοκομείο, εκθέτοντας το διοικητή. Όχι γιατί έκανε κάτι σοβαρό αλλά γιατί τους άρεσε να δέρνουν. Ήταν σκληροί και απολάμβαναν το ξύλο που έδιναν σε όποιον έπεφτε στα χέρια τους. Αυτός ήταν και ο λόγος που τους έδιωξαν από το Αγρίνιο όπου υπηρετούσαν τον πρώτο καιρό. Από τη θήκη με τα κλειδιά τους όμως δεν έβγαλαν ποτέ το εθνόσημο της χούντας με το πουλί, και η φωτογραφία της μανούλας τους. Γνωστοί σε πολλούς σαν ακροδεξιοί, είχαν ακουστεί μάλιστα πολλά περίεργα για τις σχέσεις τους μ’ αυτούς που πουλούσαν προστασία στα νυχτερινά κέντρα της περιοχής.
Ο Ηρακλής μόλις είχε έρθει στην Αθήνα από το χωριό του. Εκείνη την ημέρα βγήκαν μια βόλτα με το φίλο του τον Τέλη -τον φιλοξενούσε για λίγο μέχρι να βρει δουλειά και να νοικιάσει ένα σπίτι.
Έπεσαν επάνω στον Απόστολο και το Νίκο που έκαναν περιπολία στην πλατεία. Είδαν τα ”πουστράκια“ και σκέφτηκαν να τους κάνουν λίγη πλάκα, έτσι για να περάσει η ώρα. Τους σταμάτησαν δήθεν για να ελέγξουν τα χαρτιά τους και έπαθε σοκ ο Ηρακλής. Έμοιαζε ακριβώς μ’ έναν άντρα που είχε δει κάποτε στο δρόμο και όποτε τον σκεφτόταν ρίγη ηδονής κατέκλυζαν το κορμί του. Πάντα του άρεσαν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία. Έμεινε με το στόμα ανοιχτό να τον κοιτάζει μέχρι που τον σκούντηξε ο Τέλης κάνοντάς τον να κοκκινίσει από ντροπή. Ναι, λες και ο Απόστολος δεν το κατάλαβε, τόσα χρόνια στους δρόμους είχαν δει πολλούς από δαύτους τα μάτια του και ήξερε καλά πόσο τους άρεσε. Ευτυχώς ο Τέλης ήταν πιο καπάτσος και το έσωσε το “σκηνικό″.
-Καλέ αν είναι να μας πάτε εσείς στη φυλακή να έρθουμε με χαρά, είπε για να σπάσει λίγο τον πάγο.
Οι μπάτσοι τον αγριοκοίταξαν αλλά χαμογέλασαν μετά. Τους άρεσαν αυτά τα χαριτωμένα αγόρια με το κοριτσίστικο πρόσωπο και τα κουνήματά τους.
Όση ώρα κοίταζαν τις ταυτότητές τους χάιδευαν, τυχαία δήθεν, το παντελόνι τους μπροστά, έτσι για να προκαλέσουν πιο πολύ τα καημένα τα παιδιά.
Ψηλός, μουστακαλής, με αραιά μαλλιά στα τριάντα οχτώ του και αγριόφατσα ο Απόστολος με θυμωμένο βλέμμα και σχεδόν πάντα σμιχτά φρύδια, αλλά γυμνασμένος. Φούσκωναν τα μπράτσα του να σκίσουν τα μανίκια, λες και ήθελαν να πεταχτούν έξω από το στενό του πουκάμισο. Ώρες ατέλειωτες πέρναγε στο γυμναστήριο γι’ αυτά τα μπράτσα. Τόνους αναβολικά είχε πάρει για να φτιάξει αυτά τα φουσκώματα. Και το παντελόνι του στενό. Να δείχνει ακριβώς τι κρύβει μέσα του. Και να ταράζεται ακόμα πιο πολύ ο Ηρακλής. Εκείνο όμως που τον ηδόνιζε περισσότερο ήταν που του άρεσε να φτύνει. Δεν ήξερε γιατί, αλλά τον άντρα που έβριζε και έφτυνε τον θεωρούσε πιο αρσενικό από τους άλλους.
-Καλέ δεν θέλετε όταν σχολάσετε να έρθετε από το σπίτι να σας κεράσουμε έναν καφέ και να ξεκουραστείτε λίγο; να εδώ κοντά μένουμε, είπε με θράσος ο Τέλης.
Πάγωσε ο Ηρακλής από ντροπή και φόβο για το πώς θ’ αντιδρούσαν.
Εκείνοι κοιτάχτηκαν και συνεννοήθηκαν με τα μάτια, τα γούσταραν τα παιδιά, είχαν και πολύ καιρό να πηδήξουν και συμφώνησαν. Ποιά γκόμενα να μείνει μαζί τους τέτοιοι παλιοχαρακτήρες που ήταν και οι δύο! Αλλά όχι τώρα, σε τρεις ώρες που θα τέλειωνε η βάρδιά τους.
-Εμείς θα σας περιμένουμε, είπε ο Τέλης και έφυγαν τρέχοντας για να ετοιμαστούν.
Ήθελαν να κάνουν τα αφρόλουτρά τους, την αποτρίχωσή τους να βγάλουν λίγο τα φρύδια τους και να μαζέψουν λίγο το σπίτι που ήταν ανάστατο από τη χτεσινή βραδιά που πέρασαν με δυο άλλους γκόμενους.
Τι καλά που έκανε και έφυγε από το κωλοχώρι, σκέφτηκε ο Ηρακλής. Όλα όσα είχε φανταστεί και όσα είχε δει στην τηλεόραση τα ζούσε τώρα σαν να ήταν κάτι κανονικό.
Οι μπάτσοι συγκατοικούσαν σ’ ένα διαμέρισμα λίγο πιο κάτω και μετά την υπηρεσία τους πήγαν κι αυτοί να ετοιμαστούν.
Το κουδούνι χτύπησε τρεισήμισι ώρες μετά και μπήκαν ο Απόστολος και ο Νίκος. Γέμισε το σπίτι αντρίλα και μπάσες βαριές φωνές. Φρεσκοπλυμένοι και με καθαρά ρούχα οι μπάτσοι. Η μασχάλη όμως ψιλομύριζε, οι πούστηδες μόνο χρησιμοποιούσαν αποσμητικά και κολόνιες.
Μικρό αγόρι ο Ηρακλής, ούτε τα είκοσι τρία δεν είχε κλείσει, αλλά είχε γυναικείες καμπύλες. Λεπτή μεσούλα πεταχτό κωλαράκι και χειλάκια κατακόκκινα και ζουμερά. Τώρα που τον πρόσεξε ξανά ο Απόστολος, του άρεσε περισσότερο. Τον έπιασε τον πόθο του ο Ηρακλής και κοκκίνισε πάλι. Ήταν σαν να τον έγδυνε με τα μάτια. Χαμήλωσε το κεφάλι, κάτι που έκανε τον Απόστολο να τον θέλει ακόμα πιο πολύ. Ήπιανε δυο ποτά στο σαλόνι και πήγαν στα δωμάτιά τους. Ήταν η πρώτη φορά που από την αμηχανία της έντονης επιθυμίας ο Ηρακλής δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν χρειάστηκε όμως. Τον άρπαξε ο Απόστολος και του έριξε ένα δυνατό και ρουφηχτό φιλί που έχασε τον κόσμο κάτω από τα πόδια του. Άρχισε να τον γδύνει σιγά – σιγά και να τον γλύφει στο λαιμό και στα πεταχτά βυζάκια του. Ρούφαγε και δάγκωνε ταυτόχρονα. Έλειωνε στα χέρια του και στα φιλιά του, του είχε παραδοθεί τελείως. Έμεινε σχεδόν γυμνός με ένα μικροσκοπικό εσώρουχο που του είχε δώσει ο Τέλης να φορέσει για την περίπτωση. Μόλις το είδε ο Απόστολος του δάγκωσε τα κωλομέρια και με βαριά από το πόθο φωνή του είπε:
-Είσαι πολύ καυλιάρικο κοριτσάκι.
Ποτέ δεν τον είχαν ξαναπεί κοριτσάκι. Ξαφνιάστηκε αλλά του άρεσε. Ο Απόστολος γδύθηκε βιαστικά πετώντας τα ρούχα του στο πάτωμα και τον πήδηξε στην αρχή τρυφερά, όσο μπορούσε να συγκρατηθεί, αλλά στο τέλος σχεδόν τον βίασε. Έκανε όσα κόλπα πίστευε πως θα του άρεσαν˙ ήθελε οπωσδήποτε να τον καψουρέψει, είχε το λόγο του.
Μετά από δυο ώρες πάθους και έντασης, τον πήρε τρυφερά στην αγκαλιά του τον φίλησε, ντύθηκαν και βγήκαν στο σαλόνι.
Στο σαλόνι ήρθε και ο Τέλης με το Νίκο, κάθισαν για λίγο ψιλοκουβεντιάζοντας για αδιάφορα θέματα. Δεν πέρασαν μερικά λεπτά αφ’ ότου έφυγαν οι μπάτσοι και πετάχτηκε πανικόβλητος ο Ηρακλής γιατί σκέφτηκε πως δεν του είχε δώσει το τηλέφωνό του.
-Ησύχασε του είπε ο Τέλης, τα έδωσα και τα δύο εγώ.
-Αχ ευτυχώς, πώς τα πήγες με το Νίκο;
-Χάλια, δεν του άρεσε να φιλάει στο στόμα και ξενέρωσα.
Ακούγοντάς τον σκέφτηκε τα γλυκά και δυνατά φιλιά του Απόστολου και αναστατώθηκε πάλι από τις ηδονικές στιγμές που έζησε, αλλά δεν είπε τίποτα για να μην τον στενοχωρήσει.
Ανάστατη ήταν η κρεβατοκάμαρα πάλι απ’ όσα έγιναν μέσα και δεν πρόσεξε ο Ηρακλής πως έλειπαν λεφτά από το πορτοφόλι με όλες τις οικονομίες που είχε φέρει από το χωριό. Την ώρα που ήταν στο μπάνιο πετάχτηκε ο Απόστολος και ψάχνοντας μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα τα είχε βρει. Ήταν αρκετά, αλλά πήρε μόνο δυο χαρτονομίσματα. Παρ’ όλο που για να κερδίσει την εμπιστοσύνη του δεν έπρεπε να πάρει τίποτα την πρώτη φορά, δεν του πήγαινε να φύγει έτσι με άδεια χέρια. Τόσα πολλά πρόσφερε, να μην πληρωθεί;
Πίστευε βαθειά πως σαν μπάτσος, αλλά κυρίως σαν επιβήτορας δικαιούνταν τα πάντα. Με το καλό ή με τη βία δεν είχε σημασία.
Πέρασαν δυο μέρες μέχρι να καταλάβει πως έλειπαν τα λεφτά και αμέσως το μυαλό του πήγε στον Τέλη. Δεν του είπε τίποτα αλλά ψυχράθηκε μαζί του.
Αυτό ήταν˙ την πάτησε για καλά ο Ηρακλής με τον Απόστολο. Τον σκεφτόταν συνέχεια. Τον ήθελε τόσο όσο δεν είχε ποθήσει ποτέ του άντρα. Στερημένος συναισθηματικά όπως ήταν, όχι σεξουαλικά, από τη ζωή στο χωριό, πίστεψε βαθειά πως επί τέλους γνώρισε τον άντρα της ζωής του.
Ο Ηρακλής τελικά βρήκε δουλειά και σπίτι για να στεγάσουν τον έρωτά τους και έφυγε από τον Τέλη.
Με τις οικονομίες του το έκανε κουκλίστικο το καινούριο του σπίτι, ένα μικρό παλατάκι. Με τις αραχνοΰφαντες κουρτίνες του, τα χαλάκια του, τις πετσέτες τις απαλές, τ’ αρώματα και τα μοσχοσάπουνα. Και καθαρό, έλαμπε από πάστρα και μοσχομύριζε παντού. Είχε μανία με τη καθαριότητα και την τάξη. Ήταν τόση η υστερία του, που δεν άφηνε τους άντρες που έρχονταν να τον επισκεφτούν να κατουράνε όρθιοι, για να μη λερώσουν τη λεκάνη. Καθιστοί κατουρούσαν όλοι. Μόνο για τον Απόστολο δεν ίσχυε αυτό και τον κυνηγούσε από πίσω να καθαρίζει. Στη κρεβατοκάμαρα αν άνοιγε κανείς τις ντουλάπες με τα ρούχα, ήταν όχι μόνο όλα τέλεια σιδερωμένα αλλά και τακτοποιημένα κατά μέγεθος ώστε να μην εξέχει τίποτα.
Βασιλιά τον είχε˙ να του πλύνει τα ρούχα, να του τα σιδερώσει, να του μαγειρέψει ό,τι του άρεσε. Ερχόταν στο σπίτι μια δυο φορές τη βδομάδα και ο Ηρακλής έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Πόσο του άρεσε όταν έφτανε κουρασμένος ο καλός του να του βάζει αυτά τα υπέροχα τεράστια πόδια του σε αλατόνερο και να τα φροντίζει. Πρώτη φορά ένοιωθε τυχερός στη ζωή του μ’ αυτά που απολάμβανε.
Αλλά και ο Απόστολος ήταν τρυφερός μαζί του, έλεγε μάλιστα και γλυκόλογα μερικές φορές. Αχ, πως τα σκεφτόταν την άλλη μέρα αυτά τα λόγια λάμποντας από ευτυχία! Βρήκε και δεύτερη δουλειά για να τον βοηθάει. Συχνά του παραπονιόταν πως δεν έφτανε ο μισθός που έπαιρνε, γιατί χρώσταγε στις τράπεζες από κάτι κάρτες.
“Αν δεν βοηθήσεις τον άντρα σου στις δύσκολες ώρες ποιόν θα βοηθήσεις″; σκεφτόταν το καημένο το παιδί αλλά δεν διαμαρτυρόταν. Του αγόραζε με το περίσσευμά του, ρούχα, παπούτσια και ό,τι άλλο μπορούσε. Και πάντα όταν έφευγε έβρισκε στην τσέπη του χρήματα που τα έβαζε κρυφά ο Ηρακλής για να μην τον προσβάλλει.
Αυτό που του ζητούσε επίμονα ο Απόστολος γιατί τον ηδόνιζε πολύ, ήταν να ντύνεται γυναικεία. Έτρεξε και αγόρασε τα πάντα για να τον ευχαριστήσει˙ Πασουμάκια, μικροσκοπικά κιλοτάκια, ροζ ρομπίτσες, έβαφε τα χειλάκια του, τα νύχια του και τα μάτια του και πήρε και μια ξανθιά περούκα. Έτσι τον ήθελε στο κρεβάτι ο καλός του, να μπαίνει μέσα με τις ψηλοτάκουνες γόβες και να του τρέχουν τα σάλια από τον πόθο. Του μίλαγε πια σαν να ήταν γκόμενά του, του άλλαξε και τ’ όνομα, τον έλεγε Τασία. Ήταν το όνομα μιας ξαδέλφης του στο χωριό, που τη πηδούσε από τότε που ήταν στα δεκατέσσερα το κορίτσι. Εξαιρετικό παιδί αυτός ο Απόστολος, τίποτα δεν είχε κάνει στη ζωή του. Αγιόπαιδο!
Ένα βράδυ που τον περίμενε ο Ηρακλής ήρθε με το Νίκο. Έπαιζε η ομάδα τους και θα έβλεπαν μαζί τον αγώνα. Τα ‘χασε ο Ηρακλής γιατί πρώτη φορά έφερνε κάποιον στο σπίτι. Χάρηκε όμως γιατί σκέφτηκε πως τον αναγνώριζε πια σαν σύντροφό του και καμάρωνε που τον παρουσίαζε και στο φίλο του. Ο Απόστολος, με μια ψεύτικη και ασυνήθιστη ευγένεια, τον ρώτησε διακριτικά αν είχε πρόβλημα που ήρθε ο Νίκος. Είχε το σκοπό του που του έκανε αυτές τις γλύκες.
-Μα τι λες αγάπη μου ο φίλος σου είναι και δικός μου φίλος.
Τσακίστηκε να τους περιποιηθεί. Να τους ετοιμάσει έναν μεζέ, να φέρει μπύρες και να μην τους ενοχλήσει καθόλου όσο έβλεπαν τον αγώνα. Έγινε το σπίτι χάλια, όπως γίνεται όταν βλέπουν οι άντρες ποδόσφαιρο. Φώναζαν, έβριζαν, τους έπεφταν τα φαγητά κάτω από τα νεύρα τους όταν τρώγανε γκολ και έτρεχε ο Ηρακλής να συμμαζεύει τα ασυμμάζευτα. Το χειρότερό του ήταν ένα βρώμικο και ακατάστατο σπίτι, αλλά τι να κάνεις; έτσι είναι οι άντρες, σκεφτόταν ευχαριστημένος.
Έχανε η ομάδα τους και ήξερε καλά πως δεν έπρεπε να βγάλει άχνα, αν δεν ήθελε να τη πληρώσει αυτός τη νύφη. Ο Απόστολος στο ημίχρονο βγήκε στο δρόμο για να πάρει λίγο αέρα χωρίς να τον πάρει είδηση ο Ηρακλής γιατί καθόταν κάτω από τον αποροφητήρα στην κουζίνα και κάπνιζε -κατάκοπος πια- ένα τσιγάρο. Όλη μέρα σε δυο δουλειές και τώρα έπρεπε να φροντίσει και για όλα αυτά. Μόνο εκεί κάπνιζε, κρυφά μην τυχόν και τον καταλάβει και βάλει τις φωνές.
Αφηρημένος όπως ήταν και με το θόρυβο που έκανε ο απορροφητήρας, δεν κατάλαβε το Νίκο που μπήκε στη κουζίνα. Γυρίζοντας το κεφάλι τον είδε ξαφνικά πίσω του και πολύ κοντά του.
-Θέλεις κάτι Νίκο; του είπε απορημένος.
-Λίγο νερό θέλω, και μόλις γύρισε να του βάλει, εκείνος τον χούφτωσε δυνατά.
Τα ‘χασε ο Ηρακλής, προσπάθησε να τραβηχτεί, αλλά με το ένα χέρι τον ακινητοποίησε και με το άλλο του έκλεισε το στόμα. Γομάρι ο Νίκος, που να μπορέσει να του ξεφύγει!
-Βούλωστο μωρή καριόλα και μη βγάλεις άχνα, μ’ έχεις τρελάνει, είπε λιγωμένος. Αν τολμήσεις και φωνάξεις θα πω του Απόστολου πως μου ρίχτηκες μόλις έφυγε. Και να είσαι σίγουρος πως θα πιστέψει εμένα.
Πάγωσε σ’ αυτήν τη σκέψη ο Ηρακλής και πριν προλάβει να το συνειδητοποιήσει, επειδή είχε μουδιάσει το μυαλό του με αυτό που συνέβαινε, του κατέβασε το σορτσάκι και του τον έβαλε απότομα και δυνατά. Βόγκηξε, αλλ’ αυτός του έριξε και δυο σφαλιάρες και έχασε τον κόσμο από τα μάτια του. Στο μυαλό του ήρθε πάλι εκείνη η εφιαλτική σκηνή, τότε που τον είχε βιάσει ο πατέρας του μ’ ένα φίλο του μαζί, όταν ήταν δώδεκα χρονών. Τύφλα στο μεθύσι και οι δυο τους. Η μάνα του έλειπε από το σπίτι. Όλα αυτά πέρναγαν σαν αστραπή απ’ το μυαλό του και παρακαλούσε από μέσα του να έρθει ο Απόστολος να τον σώσει. Τι ανακούφιση! την ώρα που τον βίαζε ο Νίκος άκουσε τα κλειδιά στη πόρτα. Ήταν ο αγαπημένος του και σκέφτηκε προς στιγμήν πως θα γλύτωνε. Μόλις τους είδε ο Απόστολος έκανε πως ξαφνιάστηκε. Άρχισε να ντύνεται ο Νίκος και εκείνος αντί να υπερασπιστεί τον Ηρακλή, πίστεψε το φίλο του, δηλαδή πως αυτός του είχε ριχτεί και του έταξε μάλιστα και λεφτά.
Το ξύλο που έφαγε από τον Απόστολο δεν λέγεται! Βρισιές, σφαλιάρες, κλωτσιές μέχρι λιποθυμίας. Έσπασε ό,τι βρήκε μπροστά του, ποτήρια, πιάτα, τζάμια, τον έφτυσε και στη μούρη. Μέσα στο σαματά ο Νίκος έφυγε χωρίς να τον καταλάβει κανένας.
Σταμάτησε να τον χτυπάει και έκανε να φύγει. Σύρθηκε ο Ηρακλής στα πόδια του παρακαλώντας να μην τον αφήσει. Έκλαιγε, ούρλιαζε και μέσα στον πόνο του έλεγε πως θα σκοτωθεί και πως από εδώ και πέρα θα κάνει ό,τι του ζητήσει. Τόσο πολύ ήταν εξαρτημένος μαζί του!
Βλαστήμησε άλλη μια φορά ο Απόστολος, του έριξε μια κλωτσιά για ν’ αφήσει το πόδι που του κρατούσε και έφυγε κοπανώντας τη πόρτα δυνατά. Μισολιπόθυμος σύρθηκε πίσω του αλλά δεν τον πρόλαβε.
Έχασε τις αισθήσεις του. Όταν συνήλθε, μετά από μισή ώρα περίπου, είχε το ίδιο συναίσθημα μ’ εκείνο του πρώτου βιασμού. Πόναγε όλο του το σώμα αλλά ο πιο μεγάλος πόνος και φόβος ήταν μην τυχόν και τον εγκαταλείψει ο Απόστολος. Τον πήραν τα κλάματα. Ένα κλάμα γοερό και δυνατό που έβγαινε από τα βάθη της ψυχής του. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς μέσα σε τόσο λίγη ώρα ανατράπηκαν όλα αυτά που τον έκαναν ευτυχισμένο. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως θα ξαναβίωνε αυτή τη φρίκη που πέρασε μικρός. Αυτήν που τον είχε σημαδέψει για όλη του τη ζωή. Είχε φτιάξει ένα κάστρο γύρω από τη ψυχή του και δεν άφηνε να μπει τίποτα μέσα. Τεράστιος αυτός ο πόνος και δεν θ’ άντεχε να τον ξαναπεράσει.
Με τον Απόστολο ήταν η πρώτη φορά, πολλά χρόνια αργότερα, που άρχιζε δειλά – δειλά να ανοίγει μια πόρτα στο κάστρο. Μετά το σημερινό επεισόδιο το μόνο που ήθελε ήταν να πεθάνει. Δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή του χωρίς τον Απόστολο. Αποκοιμήθηκε εξαντλημένος σωματικά και ψυχικά βλέποντας εφιάλτες. Πέρασαν δυο ώρες και ξύπνησε απότομα. Πόναγε όλο του το σώμα και το πρόσωπό του ήταν πρησμένο από το ξύλο. Πήρε τηλέφωνο τον Τέλη και εκείνος ακούγοντας τη σβησμένη φωνή του τρόμαξε, πήρε ένα ταξί και πήγε αμέσως. Ο Ηρακλής μόλις έκλεισε το τηλέφωνο με τον Τέλη πήρε τον Απόστολο.
Μετά το επεισόδιο ο Απόστολος με το Νίκο είχαν κανονίσει να συναντηθούν σ’ ένα ελεεινό καφενείο που σύχναζαν.
-Όλα καλά ρε με το μικρό; ρώτησε ο Νίκος.
-Ναι ρε, να ακόμα δεν έφυγα και με ψάχνει, είπε κοιτάζοντας την οθόνη του κινητού χαμογελαστά. Φυσικά δεν απάντησε…
Τώρα που τον είχε καψουρέψει για καλά ήθελε να τον τρομοκρατήσει ακόμα περισσότερο, προσποιούμενος πως θα ’φευγε και δεν θα τον ξανάβλεπε. Την είχε εφαρμόσει ξανά αυτήν τη μέθοδο και ήξερε πως ″όσο πιο πολύ το φτύνεις το γραμματόσημο, τόσο πιο πολύ κολλάει“. Μόνο που την είχε εφαρμόσει σε γυναίκες και ήταν η πρώτη φορά που τη δοκίμαζε σε αγόρι. Το τηλεφώνημα του Ηρακλή τον έκανε να καταλάβει πως το ίδιο λειτουργούσε και στ’ αρσενικά νιώθοντας ικανοποίηση.
Στημένο ήταν από την αρχή όλο το σκηνικό από τους μπάτσους. Είχαν ταυτόχρονα δυο αλλοδαπές και τις έβαζαν με τον ίδιο τρόπο να κάνουν βίζιτες κερδίζοντας πολλά λεφτά. Πάντα με τον εκφοβισμό και το ξύλο. Κάπου – κάπου τις πηδούσαν, έτσι για να καταλαβαίνουν σε ποιόν ανήκουν. Αλλά τις ψιλοσιχαινόντουσαν επειδή πήγαιναν με πολλούς. Και αυτές έλειωναν να τους περιμένουν. Μα τους φοβόντουσαν πολύ γιατί κρατούσαν τα διαβατήριά τους. Στο τμήμα ηθών, από το μόνο που κινδύνευαν να τις συλλάβουν και να τις απελάσουν, είχαν φροντίσει να τους δίνουν το κάτι τις και δεν πήγαιναν ποτέ για έλεγχο εκεί που δούλευαν. Όποτε παραπονιόντουσαν τα κορίτσια τα έσπαγαν στο ξύλο και τ’ απειλούσαν πως θα τα στείλουν μέσα για πορνεία.
Το ίδιο σκόπευαν να κάνουν και με τον Ηρακλή. Με τον Τέλη δεν ασχολήθηκαν γιατί κατάλαβαν πως δεν θα ψηνόταν και τον παράτησαν.
Μόλις είδε ο Τέλης σε τι κατάσταση βρισκόταν ο Ηρακλής πήγε αμέσως να πάρει την αστυνομία τηλέφωνο. Εκείνος όρμησε και του πήρε το ακουστικό από το χέρι. Αν γινόταν κάτι τέτοιο θα τον έχανε για πάντα τον Απόστολο. Του έβαλε γερή κατσάδα ο Τέλης, μα ήταν ανυποχώρητος.
-Εντάξει δεν θα πάρω τηλέφωνο, μα στο έλεγα πως δεν μου γέμισε το μάτι από την αρχή αυτός ο αλήτης και τσαντιζόσουνα. Τέλος πάντων έλα να σου περιποιηθώ λίγο τα τραύματα και να ξεκουραστείς λίγο. Τα συζητάμε άλλη φορά.
Τη δέκατη φορά που πήρε τηλέφωνο τον Απόστολο, αυτός έκλεισε το κινητό και τον έπιασε μεγάλη απελπισία. Δεν ήξερε ούτε πού έμενε. Είχε φροντίσει ο Απόστολος να μην το μάθει. Πού να τον ψάξει; Στην αστυνομία ούτε που το σκεφτόταν να πάει να τον ζητήσει. Θα ήταν ό,τι χειρότερο.
Δυο μέρες μετά επιτέλους απάντησε στο τηλέφωνο ο Απόστολος. Γέλαγαν με το Νίκο όταν είδαν για εκατοστή φορά τον αριθμό του Ηρακλή, αλλά σοβάρεψε όταν του μίλησε για να του κάνει το δύσκολο. Και τι δεν του έταξε κλαίγοντας και παρακαλώντας ο Ηρακλής για να τον ξαναδεί. Έκανε πως πείθεται ο Απόστολος, αλλά θα τον δοκίμαζε πρώτα να δει αν πραγματικά τον θέλει και αν θα κάνει ό,τι του λέει. Στον πανικό του δεν πολυκατάλαβε τι εννοούσε λέγοντας ότι θα τον δοκίμαζε.
-Ναι θα κάνω ό,τι θέλεις αρκεί να μη μ’ αφήσεις. Σε θέλω δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα, του είπε με λυγμούς.
-Θα ’ρθω το βράδυ να σε δω μαζί μ’ ένα γνωστό μου, απάντησε ο Απόστολος. Κατά τις εννιά. Να φοράς αυτά που μου αρέσουν.
Το τι χαρά πήρε ο καημένος ο Ηρακλής δε λέγεται, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ήθελε να τον δει ο γνωστός του ντυμένο γυναικεία. Δεν τόλμησε φυσικά να φέρει αντίρρηση.
-Ό,τι πεις εσύ, του είπε.
-Έτοιμος είναι ο μικρός, είπε γελώντας στο Νίκο μόλις έκλεισε το τηλέφωνο.
Στις εννιά μπήκε ο Απόστολος μαζί μ’ έναν τριανταπεντάρη αρκετά νόστιμο και κάθισαν όλοι στο σαλόνι. Επίτηδες δεν έφερε κανένα γέρο για αρχή μην τον τρομάξει.
Τον πήρε στη κουζίνα ο Απόστολος και του είπε πως αν τον αγαπάει και τον θέλει, θα πηγαίνει με όποιον του φέρνει. Κλασσική ιστορία˙ εκείνος θα μαζεύει τα χρήματα απ’ αυτές τις επισκέψεις για να μπορέσουν να φύγουν από την Ελλάδα και να ζήσουν την υπόλοιπη ζωή τους μαζί. Δεν το πολυπίστεψε ο Ηρακλής αλλά και μόνο στην ιδέα να φύγει ξανά και να τον αφήσει, συμφώνησε.
″Θα του δείξω με κάθε τρόπο πως τον θέλω σκέφτηκε, θα κάνω ότι μου ζητήσει για να καταλάβει πόσο τον αγαπάω“.
Έφυγε ο Απόστολος, αφού είχε πάρει τα χρήματα από τον πελάτη και θα γύριζε σε καμιά ώρα για να μείνει μαζί του όλο το βράδυ. Και μόνο σ’ αυτή τη σκέψη ο Ηρακλής πέταγε από ευτυχία. Όταν έφυγε ο πελάτης ήρθε ο Απόστολος και του άστραψε πάλι δυο σφαλιάρες μόλις μπήκε μέσα.
-Με κοροϊδεύεις μωρή καριόλα; με πήρε ο τύπος και μου είπε πως ήσουνα πολύ ψυχρός μαζί του και πως δεν θα ξανάρθει. Επίτηδες το κάνεις για να διώχνεις αυτούς που σου φέρνω; Δεν αξίζεις μου φαίνεται ούτε για να σε ξαναδοκιμάσω.
Έβαλε τα κλάματα ο Ηρακλής και του έδωσε το λόγο του πως θ’ άλλαζε και θα ήταν πιο τρυφερός με αυτούς που του έφερνε.
-Θα σου δώσω μια τελευταία ευκαιρία. Θα σταματήσεις την πρωινή δουλειά για να έχεις χρόνο, και μη σε δω πουθενά αλλού εκτός από το σπίτι γιατί κάηκες. Θα σε καθαρίσω. Μη σκεφτείς να την κοπανήσεις, γιατί θα σε παρακολουθώ πάντα χωρίς να το καταλαβαίνεις και τότε αλίμονό σου.
Έμεινε πάντως το βράδυ μαζί του, έτσι για να τον ξαναγλυκάνει λίγο. Χώθηκε ο Ηρακλής στην αγκαλιά του και μετά απ’ όσα είχε περάσει αποκοιμήθηκε αμέσως.
Πριν τον πάρει ο ύπνος σκέφτηκε πόσο έμοιαζε στον πατέρα του ο Απόστολος. Έτσι ήταν και εκείνος, ψηλός μουστακαλής και άγριος. Ήταν όμως και μουρντάρης με τις γυναίκες και την κεράτωνε τη μάνα του συνέχεια. Ήταν και μέθυσος και τεμπέλης. Μόνο η μάνα του δούλευε στα χωράφια για να τα φέρουν βόλτα. Και όταν έφευγε εκείνη, χαράματα, ξύπναγε πολλές φορές γιατί ερχόταν ο πατέρας του στο κρεβάτι και τον χάιδευε. Πόσο γλυκά του φαίνονταν αυτά τα χάδια! Έκανε πάντα πως κοιμόταν, αλλά η καρδιά του χτύπαγε δυνατά και μάλιστα σαν ν’ άρχισε να ηδονίζεται κιόλας. Ήταν κάτι που του φαίνονταν κακό γιατί έτσι είχε ακούσει από τους μεγάλους. Για να το κάνει ο πατέρας του όμως μάλλον δεν θα ήταν.
“Μπάτσος” μέρος πρώτο.
