Είχαν και ένα άλογο στο χωριό και πολλές φορές τον έπαιρνε μαζί του πηγαίνοντας μακρινές βόλτες. Τον έβαζε να κάθεται μπροστά του και εκείνος ένιωθε πάντα κάτι σκληρό να του ακουμπάει τη πλάτη. Κοκκίνιζε από ντροπή αλλά η ηδονή ήταν μεγαλύτερη και δεν μίλαγε. Είχαν βρει ένα μέρος στο ποτάμι που ήταν κοντά στο χωριό και εκεί έκαναν πάντα γυμνοί μπάνιο. Θαύμαζε ο Ηρακλής το ωραίο σώμα του πατέρα του και μετά χωνόταν γυμνός και αυτός μέσα στην αγκαλιά του. Εκεί το πρωτοπείραξε το παιδί. Το τέρας.
Αυτό που τον στεναχωρούσε πολύ ήταν που βασάνιζε το καημένο το άλογο. Το μαστίγωνε συνέχεια, χωρίς λόγο, και του τραβούσε τόσο δυνατά τα χαλινάρια που πολλές φορές μάτωνε το στόμα του.
-Δεν καταλαβαίνει τίποτα, ζώο είναι και έτσι πρέπει να του φέρεται το αφεντικό του για να τον υπακούει, έλεγε του Ηρακλή.
Επίδειξη δύναμης έκανε, για να τον φοβερίζει και να μην πει τίποτα στη μάνα του, όπως τον είχε δασκαλέψει.
Με τον πατέρα του πέρασαν δυο χρόνια μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση, μέχρι εκείνο το μοιραίο βράδυ. Έλειπε η μάνα του, είχε πάει να μείνει στο διπλανό χωριό που ήταν άρρωστη μια θεία της και ο Ηρακλής έβλεπε τηλεόραση όταν τον άκουσε να έρχεται. Δεν ήταν μόνος, ήταν με ένα φίλο του τύφλα στο μεθύσι και οι δυο τους.
– Αυτό είναι το μωρό μου, είπε ο πατέρας του και τον πήρε στην αγκαλιά του.
Άρχισε να τον χαϊδεύει μπροστά στο φίλο του, όπως έκαναν όταν ήταν μόνοι τους. Ντράπηκε ο Ηρακλής και τραβήχτηκε, αλλά του έβαλε τις φωνές, του έδωσε και μια σφαλιάρα και λούφαξε.
-Τώρα θα γλεντήσουμε για τα καλά, είπε στο φίλο του.
Ήταν τόσο παγωμένος από το φόβο ο Ηρακλής, που σχεδόν δεν αντέδρασε καθόλου όταν άρχισαν να τον χαϊδεύουν και οι δύο. Το έγδυσαν το παιδί και το βίασαν τα τέρατα! Δεν ήταν ούτε στα δώδεκα ακόμα. Ξεράθηκαν στον ύπνο μετά. Έμεινε ξύπνιος όλη νύχτα και έκλαιγε. Έβριζε τη μάνα του που δεν ήταν εκεί να τον προστατέψει. Ήθελε να πεθάνει. Από την εξάντληση και το κλάμα τον πήρε τελικά ο ύπνος τα χαράματα. Ήταν κοντά μεσημέρι όταν ξύπνησαν τα ζώα. Έφυγε ο φίλος του και ο πατέρας του τον απείλησε για μια ακόμα φορά πως αν έλεγε κάτι στην μάνα του θα τον σκότωνε. Φοβήθηκε πολύ, δεν είπε σε κανέναν τίποτα αλλά εκείνη τη νύχτα δεν θα την ξεχνούσε ποτέ στη ζωή του.
Μέρες έκανε να συνέλθει χωρίς να μιλάει σε κανέναν, αλλά ο φίλος του πατέρα του φρόντισε να το πει σε όλους.
Όλα τα είχε καταλάβει η μάνα του, το ένιωθε βαθειά μέσα του ο Ηρακλής. Μα δεν πήρε το μέρος του. Πάλευαν μέσα της η μητρική αγάπη με την κοινωνική κατακραυγή αν μαθευόταν πως το ήξερε. Άσε που θα την έσπαγε στο ξύλο ο άντρας της. Πίστευε πως είχε κάθε δικαίωμα να δέρνει τη γυναίκα του μερικές φορές. Και κανείς ποτέ δεν πήρε το μέρος της. Πολύ τον πλήγωσε αυτή η συμπεριφορά της μάνας του. Με το παιδικό του μυαλό σκεφτόταν πως επειδή τώρα πια έγινε «πούστης» εκείνη δεν θα τον αγαπούσε, γιατί δεν θα ήταν κανονικός άντρας. Μα το πιο σκληρό απ’ όλα ήταν που έριξε το φταίξιμο στον εαυτό του. Βαρύ και πονετικό πολύ όλο αυτό για τη παιδική του ψυχούλα. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν μπορούσε να ερμηνεύσει, αλλά και σε ποιον να τολμήσει να μιλήσει; Μεγάλη η σύγκρουση μέσα του˙ ένιωθε ταυτόχρονα ηδονή και μίσος για τον πατέρα του. Αργότερα έμαθε πως είχε ″πειράξει“ και άλλα αγόρια στο χωριό.
Ακόμα και μέχρι σήμερα δεν μπορεί να μη συνδέει τη βία με την σεξουαλική του επιθυμία. Σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του τον ηδόνιζε μόνο η άγρια συμπεριφορά από τους άντρες. Και φυσικά του άρεσαν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία.
Στην αρχή δεν κατάλαβε γιατί τον κοίταζαν διαφορετικά η παρέα του και κάποια μεγαλύτερα αγόρια στο χωριό. Το βλέμμα τους είχε οίκτο, απέχθεια αλλά πολλές φορές έβλεπε και τον πόθο στα μάτια τους. Μέχρι που ένας φίλος του, μεγαλύτερος από αυτόν, τον χάιδεψε από πίσω ένα μεσημέρι που ήταν μόνοι τους στο δάσος. Τραβήχτηκε ο Ηρακλής και θύμωσε ο άλλος. ″Έλα μη κάνεις πως δεν σ’ αρέσει, τα ξέρω όλα“, του είπε με μια ειρωνεία στον τόνο της φωνής του.
Τότε μόνο κατάλαβε τι είχε γίνει και έτρεξε να κρυφτεί στο σπίτι του. Μέρες έκανε να βγει. Ντρεπόταν και φοβόταν πάρα πολύ και δεν τολμούσε να μιλήσει σε κανέναν.
Άλλη μια φορά προσπάθησε να τον ξαναπλησιάσει ο πατέρας του αλλά του ξέφυγε. Ποτέ πια δεν τον άφησε να τον πλησιάσει, όχι γιατί δεν τον ήθελε, τον ποθούσε βαθειά και είχε αυνανιστεί πολλές φορές όταν τον σκέφτονταν γυμνό στο ποτάμι, αλλά γιατί ένιωθε πως τον είχε προδώσει όταν τον άφησε να τον βιάσει και ο φίλος του. Πίστευε πως θα ήταν μόνο δικός του. Η προδοσία πόναγε τη παιδική του ψυχή, το τεράστιο βάρος του βιασμού δεν μπορούσε ακόμα να το καταλάβει.
Όλοι τον έβλεπαν σεξουαλικά πια στο χωριό και όλοι προσπαθούσαν να τον ξεμοναχιάσουν. Βράδυ σπάνια ήταν έξω από το σπίτι του γιατί τον τρόμαζαν τα λάγνα βλέμματα των αντρών που αντίκριζε στο δρόμο. Του έλεγαν προστυχόλογα και γέλαγαν. Η σκηνή του βιασμού ερχόταν τότε στο μυαλό του και τον αναστάτωνε βαθειά. Σταμάτησε τελικά και το σχολείο γιατί οι συμμαθητές του, εκτός από τα πειράγματα, τον έβριζαν και τον χτυπούσαν πολλές φορές. Δεν μπορούσε να το αντέξει και δεν υπήρχε και κανείς να τον προστατέψει. Πόσο του είχε λείψει η φροντίδα, η αγκαλιά, η αγάπη του πατέρα του δεν λέγεται! Ζήλευε πολύ τα παιδιά της ηλικίας του που τα είχαν απλόχερα.
Και τότε η ίδια η ζωή έδωσε τη λύση.
Μια νύχτα που οδηγούσε πάλι μεθυσμένος το αγροτικό ο πατέρας του, σε μια απότομη στροφή επιστρέφοντας στο χωριό, του έφυγε το αυτοκίνητο και έπεσε σε μια χαράδρα. Σκοτώθηκε αμέσως.
Έχασε τον κόσμο ο Ηρακλής, μα πολύ αργότερα, όταν πέρασε η μεγάλη θλίψη από την απώλεια, ένιωσε ανακούφιση. Σαν να τον δικαίωσε η ζωή, σκεφτόταν με κάποια ενοχή, αναλογιζόμενος πόσο είχε υποφέρει μέχρι τώρα για χάρη του.
Μόνοι τους πια στο χωριό, η μάνα και αυτός, άρχισαν να αντιμετωπίζουν μια νέα και πιο σκληρή πραγματικότητα. Είχε περάσει τα δεκαοχτώ και είχε γίνει ένα πολύ γλυκό αγόρι.
Άρχισε να έχει πολλές σεξουαλικές επαφές με τους άντρες του χωριού παίρνοντας χρήματα για να πάει μαζί τους, αλλά το κλίμα δεν τον σήκωνε πια. Πώς ν’ αντέξει η «καλή» κοινωνία, ένα αγόρι που άρχισε να βάφεται, να φοράει κολλητά πολύχρωμα παντελόνια και να περπατάει κουνιστός στο δρόμο…
Η μάνα του δεν άντεξε τη ντροπή και πήγε να μείνει με τη θεία της στο διπλανό χωριό. Έβγαλε και μια αγροτική σύνταξη και ζούσε μακριά από τον φανερό πια κατατρεγμό των συγχωριανών της.
Οι «προστάτες της ηθικής» άρχισαν να τον πιέζουν πιο έντονα να φύγει, γιατί δήθεν διέφθειρε τα χρηστά ήθη. Αυτός τα διέφθειρε, όχι όσοι πήγαιναν μαζί του. Η ξευτίλα της προσποίησης προσωποποιημένη.
Κατάφερε να πάρει απολυτήριο από το στρατό χωρίς να υπηρετήσει. Πήγε ντυμένος γυναικεία και οι «σπουδαγμένοι γιατροί» διέγνωσαν την επιθυμία του για άντρες σαν αρρώστια.
Δεν άντεχε πια όλη αυτή τη κατάσταση και έφυγε. Ήρθε στην Αθήνα και έπεσε στον χειρότερο άντρα που θα μπορούσε να συναντήσει. Τον Απόστολο.
Πίστεψε πως τώρα είχε βρει αυτό που έψαχνε πάντα: προστάτη και εραστή μαζί, αυτό που νόμιζε δηλαδή πως είχε με τον πατέρα του. Μια μεγάλη ψευδαίσθηση από την οποία δεν μπορούσε ν’ απαλλαγεί. Κυρίαρχο συναίσθημα ήταν ο διαρκής φόβος. Για όλα.
Τους τελευταίους μήνες είχε αρχίσει ν’ αγανακτεί και να θυμώνει με τον Απόστολο, αλλά η εξάρτησή του όμως απ’ αυτόν ήταν πολύ μεγάλη και δεν αντιδρούσε καθόλου. Η ψυχή του ήταν παγωμένη.
-Πόσα έβγαλες χτες; τον ρώτησε.
Ο Ηρακλής έτρεξε και έφερε ό,τι είχε βγάλει από τις βίζιτες στη Συγγρού.
Μια φορά πήγε να τον κοροϊδέψει και να κρατήσει μερικά -ήθελε ν’ αγοράσει κάτι καινούρια γυναικεία εσώρουχα που θ’ άρεσαν στον καλό του. Το κατάλαβε ο Απόστολος και τον έκανε πάλι μαύρο στο ξύλο.
-Ό,τι θέλεις θα το ζητάς από εμένα, του είπε.
Για τιμωρία τον κλείδωσε τρεις μέρες στο σπίτι και του πήγαινε εκείνος πελάτες.
Ναι, τον είχε βάλει να δουλεύει και στη Συγγρού εκτός από αυτούς που του έφερνε στο σπίτι. Μάχη έδωσε ο Απόστολος με τις τραβεστί που δούλευαν εκεί αλλά επειδή ήταν μπάτσος, πήρε το καλύτερο πόστο. Γυρνούσε σπίτι πρωινές ώρες κατάκοπος, μα το μυαλό του ήταν πότε θα δει τον αγαπημένο του για να πέσει στην αγκαλιά του. Όλα αυτά τα εκμεταλλευόταν ο αλήτης ο Απόστολος και πέρναγε μια χαρά.
Αυτό που δεν άντεχε καθόλου στις βίζιτες που έκανε ο καημένος ο Ηρακλής, ήταν που πολλοί από αυτούς που υποτίθεται πήγαιναν για να πηδήξουν, του ζητούσαν να τους πηδήξει. Όταν πηγαίνει ένας άντρας να πηδηχτεί με μια τραβεστί, δεν νιώθει πως είναι πούστης. Ούτε πως του αρέσουν οι άντρες. Έτσι πιστεύουν και θάβουν βαθειά μέσα τους αυτό που τόσο πολύ επιθυμούν μερικές φορές. Πού να τολμήσουν να το παραδεχτούν οι καημένοι; Κινδυνεύει να διαταραχτεί όλο το οικοδόμημα της ζωής τους! Αλλά ο Ηρακλής ένιωθε μόνο σαν κορίτσι και δεν ήθελε να πηδάει.
Παραπονιόταν γι’ αυτό στον Απόστολο, γιατί ήταν σίγουρος πως αυτός δεν ήταν σαν τους άλλους. Έτσι νόμιζε. Μέχρι που ένα βράδυ του ζήτησε και αυτός να τον πηδήξει. Μεθυσμένος ήταν για να μη ντρέπεται. Δείλιασε ο Ηρακλής και αγρίεψε ο άλλος. Και τον πήδηξε.
Φεύγοντας μάλιστα του είπε άγρια :
-Δεν πιστεύω να νομίζεις πως μας πήδηξες κιόλας;
-Όχι άντρα μου, είπε ναζιάρικα ο Ηρακλής, εσύ με ξέσκισες, εσύ είσαι ο άντρας.
Ήταν τόση η λατρεία που του είχε, που πίστεψε και ο Ηρακλής πως αυτό δεν έγινε ποτέ. Και το ξέχασε.
Πέρασε αρκετός καιρός μέσα σ’ αυτή την αρρωστημένη κατάσταση και τότε έκανε το μεγάλο λάθος ο Απόστολος. Είχανε πάει με το Νίκο το φίλο του στο σπίτι, ήπιανε πολύ και πρότεινε του Νίκου να διασκεδάσουν με το μικρό παρέα. Τον πήδαγαν και οι δύο μαζί για πολλή ώρα. Τον πήδαγαν, τον έβριζαν και τον ξεφτίλιζαν. Και γέλαγαν και τον κορόιδευαν. Άφωνος με αυτό που συνέβαινε και τρομαγμένος ο Ηρακλής τα υπέμενε όλα.
Αυτό ήταν! Κάτι έκανε κρακ μέσα του και έσπασε. Έχοντάς τον ταυτίσει με το πατέρα του απόλυτα του βγήκε τρομερός θυμός γιατί ξαναθυμήθηκε τη σκηνή του βιασμού του και ένιωσε πάλι εκείνο το δυνατό συναίσθημα της προδοσίας.
Αυτό δεν θα του το συγχωρούσε ποτέ, όπως ποτέ δεν το συγχώρησε και στο πατέρα του. Πίστευε απόλυτα, τον είχε πείσει ο Απόστολος δηλαδή, πως δεν θα τον άγγιζε κανένας άλλος, μόνο εκείνος. Τους πελάτες δεν θεωρούσε πως τον αγγίζουν, ήταν μέρος της δουλειάς του. Τόση ψευδαίσθηση.
Πόνεσε πάρα πολύ και ορκίστηκε εκδίκηση. Το θυμό του για την άθλια συμπεριφορά του Απόστολου τρία χρόνια τον κατέπνιγε, γιατί έτσι είχε μάθει πως πρέπει να του συμπεριφέρονται οι σωστοί άντρες. Έμαθε πως μόνο μέσα από το συναισθηματικό πόνο μπορεί να νιώσει ηδονή και έρωτα. Δεν είχε γνωρίσει τίποτα διαφορετικό από μικρός και το συνέχισε και εδώ στην Αθήνα. Πίστευε πως μόνο αν θυσιάζεσαι για κάποιον μπορείς να αγαπηθείς και να είσαι επιθυμητός. Βίωνε την απόλυτη εξάρτηση. Μια εξάρτηση δύσκολη και επικίνδυνη, που μεγάλωνε αντί να λιγοστεύει τη συναισθηματική του πείνα και τη μοναξιά του. Απόλυτη μοναξιά μέσα στον υποτιθέμενο έρωτα που ένιωθε. Εξάρτηση που κολλάς σε κάποιον γιατί τον θεωρείς χορτάτο, άρα ανώτερο. Ή νομίζεις πως είναι. Ήταν τόσο μπερδεμένα όλα μέσα του!
Αυτό που λάτρευε στον Απόστολο ήταν η βίαιη συμπεριφορά του που γινόταν λαγνεία, όπως και με τον πατέρα του. Τον γοήτευε και τον επιθυμούσε μόνο γι’ αυτό. Δεν μπορούσε να τη διαχωρίσει από την ερωτική επιθυμία και τη σεξουαλικότητα.
Αυτά σκεφτόταν όση ώρα του έβγαζε τις αρβύλες την επομένη. Δεν άκουγε τι του έλεγε, αλλού ήταν το μυαλό του, αλλά έκανε πως συμφωνούσε για να μη φάει πάλι ξύλο. Έπρεπε να ήταν πάντα έτοιμος να τον ακούει και να τον ησυχάζει, αν δεν ήθελε να έχει μπλεξίματα.
Φόρεσε τις παντόφλες του ο Απόστολος και πήγε να καθίσει στο τραπέζι που του είχε στρωμένο ο Ηρακλής. Κοίταξε το κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο που του είχε ετοιμάσει, δοκίμασε λίγο και μονολόγησε:
-Που είσαι μανούλα να δεις τι αηδίες ταΐζουν το γιό σου, και συνέχιζε να τρώει σαν ζώο.
Μαγείρευε ωραία ο Ηρακλής, είχε αντιγράψει την τεχνική από τη μάνα του, αλλά πάντα η μάνα του Απόστολου ήταν τέλεια σε όλα. Σαν μικρό παιδί έκανε μόλις την άκουγε όταν τον έπαιρνε τηλέφωνο. Και του έκανε παρατηρήσεις συνέχεια, να τρώει καλά, να προσέχει μην μπλέξει και όλα αυτά τα βλακώδη που λένε οι μανάδες στους γιούς τους. Λατρεία με τη μανούλα του ο μπέμπης.
Όταν ήταν στα δέκα περίπου ο Απόστολος, χωρίς να τον αντιληφθούν οι γονείς του άκουσε τυχαία έναν καυγά τους. Και άκουσε το πιο σκληρό πράγμα που μπορεί να ακούσει ένα παιδί σ’ αυτή την ηλικία: κατηγορούσε ο πατέρας του τη μάνα του πως δεν ήταν δικό του το παιδί και πως το είχε κάνει με άλλον.
Έφυγε τρέχοντας από το σπίτι και δεν ήξερε πού να πάει να κρυφτεί. Όλη τη νύχτα έμεινε κρυμμένος στο δάσος, τους άκουγε που τον φώναζαν ψάχνοντας αλλά δεν εμφανιζόταν. Το πρωί γύρισε σε κακό χάλι από το κλάμα και το φόβο που πέρασε όλη τη νύχτα.
Έχοντας καταλάβει η μάνα του τι είχε συμβεί, τον πήρε τρυφερά στην αγκαλιά της μόλις τον είδε. Προσπάθησε να τον πείσει πως δεν ήταν αλήθεια αυτά που άκουσε, αλλά τα λόγια του πατέρα του, του τρύπαγαν συνέχεια τα αυτιά.
Πάγωσε η ψυχή του από τότε που το άκουσε. Ένιωσε μια τεράστια απειλή χωρίς να ξέρει ούτε τι είναι ούτε από πού έρχεται. Μέσα στο σπίτι η απειλή ήταν πως κάποια στιγμή θα τον διώξει ο πατέρας του. Και τον έπιανε απελπισία και φόβος. Όταν ήταν έξω από το σπίτι η απειλή ήταν πως σαν παιδί δεν θα είχε τον πατέρα του, να τον προστατεύσει αν χρειαζόταν. Μόνος φοβισμένος και ανυπεράσπιστος, άρχισε να γίνεται πιο άγριος με όλους. Συνέχεια καυγάδιζε με τους φίλους του και έπαιζε ξύλο με το παραμικρό. Εκείνοι πάλι δεν μπορούσαν να καταλάβουν αυτήν την απότομη αλλαγή του, αλλά δεν τολμούσαν να ρωτήσουν. Έλεγε διαρκώς ψέματα, έκλεβε, έβριζε τους πάντες, ακόμη και τους δασκάλους του, μέχρι που βίασε σχεδόν τη μικρή του ξαδέλφη. Είχε πρόωρη ανάπτυξη και στα δέκα πέντε του νόμιζες πως ήταν είκοσι.
Ούτε και ο ίδιος καταλάβαινε γιατί τα έκανε όλα αυτά. Έβγαιναν ανεξέλεγκτα από μέσα του. Σωστό αγρίμι είχε καταντήσει. Στην άκρη του μυαλού του είχε τη σκέψη και την κρυφή ελπίδα πως κάθε φορά που κάνει κάτι κακό, θα έρθει ο πατέρας του να τον προστατέψει και να τον πάρει στην αγκαλιά του. Δεν έγινε ποτέ. Μόνο η μάνα του προσπαθούσε να τον έχει από κοντά, να τον παίρνει με το μαλακό και να τον συμμαζεύει κάπως. Ο πατέρας του τον έβριζε και τον μεταχειριζόταν σαν αλήτη. Τον πόναγε πολύ αυτή η συμπεριφορά του. Βλέποντας η μάνα πως δεν πήγαινε άλλο αυτή η κατάσταση, κατάφερε με το βουλευτή της περιοχής να τον διορίσει στην αστυνομία. Και ξαφνικά ο Απόστολος, εκτός από βίαιος και αγρίμι που είχε καταντήσει, απέκτησε και εξουσία. Όταν έφτασε στα είκοσι έφυγε και από το πατρικό του και από το χωριό. Το σπίτι αυτό δεν το άντεχε άλλο! Ήταν η πηγή όλης αυτής της έντασης που δημιουργούσε η συμπεριφορά του πατέρα του.
Άρχισε σαν αστυνομικός να βγάζει όλο το μίσος που είχε προς τον πατέρα του, όπου μπορούσε. Μέχρι που τον έδιωξαν κακήν – κακώς από το Αγρίνιο για την Αθήνα.
Με την μάνα του κρατούσε επαφή, μιας και ήταν ο μόνος άνθρωπος που έκανε τη ψυχή του να γλυκαίνει και να μαλακώνει κάπως. Ησύχασε κι εκείνη λίγο γιατί πίστεψε πως τώρα που «τακτοποιήθηκε» ο γιός της θα έστρωνε. Δεν είχε όμως ιδέα για όλα αυτά που έκανε και αν καμιά φορά έφταναν στ’ αυτιά της τα κατορθώματά του, έβριζε αυτόν που της τα έλεγε και έφευγε νευριασμένη που αδικούσαν το καμάρι της. Σαν γνήσια Ελληνίδα μάνα έβλεπε και αυτή το καμάρι της σαν άντρα της. Κάθε δυο τρεις μήνες κατέβαινε στην Αθήνα να τον δει, να του συγυρίσει λίγο και να αρχίσει το γνωστό τροπάριο για να τον πείσει να παντρευτεί και να αποκατασταθεί, να κάνει οικογένεια, να προλάβει και αυτή να δει κανένα εγγονάκι. Ναι, να κάνει οικογένεια σαν αυτή που έκαναν οι δικοί του. Και μόνο που το σκεφτόταν ο Απόστολος τον έπιανε σύγκρυο.
Παρ’ όλο που ένιωθε πως δεν τον είχε προστατέψει από τον πατέρα του, της είχε μεγάλη αδυναμία. Τη φοβόταν σχεδόν. Όταν του έβαζε τις φωνές, γιατί αδυνάτισε ή γιατί δεν ήταν καλά σιδερωμένο το πουκάμισό του, κατέβαζε το κεφάλι σαν παιδί που έχει κάνει ζημιά, και νόμιζες πως ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα.
Από την αρχή την είχε καταλάβει αυτή την αδυναμία του ο Ηρακλής και έκανε τάχα πως λάτρευε την «πεθερά» του. Όταν αγρίευε ο Απόστολος και ένιωθε πως κινδύνευε να φάει ξύλο, του έλεγε κάτι καλό για τη μάνα του και το γλύτωνε.
Τέλειωσε το φαγητό του, ρεύτηκε δυνατά σα ζώο και πήγε στον καναπέ να διαβάσει εφημερίδα πριν πέσει για το μεσημεριανό του ύπνο. Μάζευε το τραπέζι ο Ηρακλής και ευχόταν να μην τον φωνάξει να τον πηδήξει πριν κοιμηθεί, κάτι που το συνήθιζε μερικές φορές, αλλά ευτυχώς σήμερα δεν του το ζήτησε. Μετά το επεισόδιο με το Νίκο κάτι είχε σπάσει μέσα του αλλά ο φόβος ακόμα ήταν μεγάλος και δεν υπήρχε περίπτωση να του αρνηθεί. Πόσο του άρεσε πριν αυτή η ώρα δε λέγεται: Τον πηδούσε γρήγορα και μετά έπεφτε για ύπνο ροχαλίζοντας δυνατά. Τον περίμενε να ξυπνήσει και λαγοκοιμόταν και εκείνος κοντά του λίγο. Μη τυχόν και ξυπνήσει και δεν έχει αμέσως τον καφέ του, αφού κατουρήσει και πλυθεί. Το ίδιο έκανε και τώρα αλλά χωρίς όρεξη, σχεδόν με το ζόρι.
Απόγευμα ήταν και έπιναν τον καφέ τους, όταν χτύπησε το τηλέφωνο του Απόστολου. Παραξενεύτηκε που τον έπαιρνε η θεία του, αδελφή της μάνας του. Δεν το συνήθιζε. Ο Ηρακλής όταν τον είδε να χλομιάζει και να ασπρίζει κατάλαβε. Πέθανε η μάνα του. Ξαφνικά από καρδιά. Δεν μίλησε καθόλου, δεν ήξερε πως ν’ αντιδράσει μαζί του σ’ αυτό το γεγονός. Πήγε και κάθισε στην κουζίνα και τον άφησε λίγο μόνο του. Δεν θα του άρεσε καθόλου να τον δει να κλαίει. Δεν έκλαψε όμως. Πέτρωσε πιο πολύ το πρόσωπό του μα είχε μια δόση ανθρωπιάς στα μάτια του.
– Ετοίμασέ μου τα πράγματα να πάω στο χωριό. Θα συνεχίσεις ό,τι κάνεις και θα σε προσέχει ο Νίκος, του είπε.
Έμεινε άφωνος˙ του ήταν αδιανόητο να πιστέψει πως και αυτή τη στιγμή σκεφτόταν τη δουλειά! Το ύφος του όμως τον έκανε να σκεφτεί πως δεν είχε κανένα περιθώριο ν’ αρνηθεί. Ενημέρωσε τηλεφωνικά το Νίκο και έφυγε. Έλειψε μια βδομάδα.
Ήταν μια από τις χειρότερες βδομάδες στη ζωή του Ηρακλή. Τον κλείδωσε στο σπίτι, γιατί δεν εμπιστευόταν πως θα του έφερνε όλα τα λεφτά από τη Συγγρού, και του έφερνε εκείνος πελάτες. Του έφερνε ό,τι σιχαινόταν περισσότερο: γέρους, βρωμιάρηδες επαρχιώτες, χοντρούς με περίεργα γούστα, ό,τι χειρότερο έβρισκε λες και το έκανε επίτηδες. Μια μέρα του έφερε τρεις μαζί. Μεθυσμένους που του έβγαλαν τη ψυχή. Πλήρωσαν όμως καλά. Και κάθε βράδυ τον έδερνε, γιατί έτσι του είχε αφήσει παραγγελία ο Απόστολος. Και κάθε βράδυ τον βίαζε, τον κλείδωνε και έφευγε. Πολλές φορές πήγε στη κουζίνα ο Ηρακλής και πήρε το μαχαίρι να τον σκοτώσει. Αλλά φοβόταν. Ήταν σε τραγική απελπισία. Και μόνος, πολύ μόνος.
Γύρισε μετά από μια βδομάδα ο Απόστολος. Άλλος άνθρωπος. Πιο αγριεμένος. Πιο βίαιος. Τον έβριζε και τον έδερνε με το παραμικρό. Ένιωσε με το θάνατο της μάνας του ακόμα πιο φοβισμένος. Εκείνο τον παλιό δυνατό φόβο που τον συγκλόνιζε όταν ήταν μικρός. Και εκείνη την απειλή που δεν άντεχε και που τόσο πολύ τον είχε βασανίσει. Η ίδια απειλή που τον είχε κάνει άγριο από άμυνα απέναντι σ’ έναν αόρατο και απροσδιόριστο εχθρό.
Ο Ηρακλής δεν τον άντεχε πια καθόλου. Πνιγόταν. Για πρώτη φορά σκέφτηκε ν’ απαλλαγεί από το μαρτύριο που ζούσε. Δεν έβρισκε όμως πώς να το κάνει και το μυαλό του αρρώσταινε όλο και πιο πολύ. Μέσα σ’ όλη αυτήν την ανεξέλεγκτη, κατάσταση το αποφάσισε. Θα τον σκότωνε!
Η σκέψη αυτή άρχισε να κατακλύζει το μυαλό του σαν δηλητήριο. Ήταν πλέον αποφασισμένος, δεν την άντεχε άλλο αυτήν την κατάσταση.
Για να μπορεί να κοιμάται είχε πάντα στο σπίτι ηρεμιστικά˙ του τα έφερνε ο Απόστολος με συνταγές που του έγραφε ένας πελάτης γιατρός.
Αποφάσισε να τον κοιμίσει και να τον σκοτώσει. Την ώρα που έτρωγε το μεσημεριανό φαγητό, του έριξε πολλά χάπια μέσα στο ποτήρι με τη μπύρα. Δεν το κατάλαβε και μόλις την ήπιε πήγε κατ’ ευθείαν στο κρεβάτι για ύπνο. Κοιμήθηκε αμέσως και βαριά. Τον έδεσε γερά στο κρεβάτι, τον φίμωσε και περίμενε να ξυπνήσει. Δεν ήθελε να το κάνει ενώ κοιμόταν. Να τον κοιτάζει στα μάτια ήθελε για να του δείξει το μίσος του για όλα όσα του είχε μαζεμένα όλα αυτά τα χρόνια. Να το απολαύσει και αυτός μια φορά. Έστω τη τελευταία. Μετά θα αυτοκτονούσε! Το είχε σκεφτεί πολλές φορές πως δεν άξιζε μια τέτοια ζωή. Αλλά πρώτα θα έπαιρνε εκδίκηση. Ξύπνησε ο Απόστολος και μόλις κατάλαβε πως είναι δεμένος κόντευε να σπάσει το κρεβάτι από τα νεύρα του. Στη θέα του μαχαιριού που εμφάνισε ο Ηρακλής μπροστά στο πρόσωπό του, χλόμιασε και ησύχασε. Είναι πιο σοβαρά τα πράγματα απ’ όσο φανταζόταν, σκέφτηκε και το μυαλό του έπαιρνε πολλές στροφές για να δει πως θα μπορέσει να γλυτώσει.
Ξαφνικά ακούστηκε ένα δυνατός θόρυβος σαν να γκρεμιζόταν το σπίτι. Μπούκαραν μέσα πολλοί αστυνομικοί. Ήταν το τμήμα εσωτερικών υποθέσεων της αστυνομίας, που τους παρακολουθούσαν από καιρό μετά από σήμα της Interpol. Τους είχαν κινητοποιήσει οι οικογένειες των αλλοδαπών. Για τον Ηρακλή κανείς δεν ειδοποίησε. Δεν χρειαζόταν προστασία αυτός. Στο χωριό του οι «έντιμοι» κάτοικοι θα ήταν χαρούμενοι που έπαθε ότι έπαθε, γιατί ήταν πούστης. Έπρεπε να τιμωρηθεί. Ο φασισμός της δήθεν κανονικότητας σε όλο του το μεγαλείο. Αν τον έπιαναν θα ήταν πιο ασφαλείς οι οικογένειές τους. Για να συνεχίσουν σαν καλοί οικογενειάρχες όλα αυτά τα αίσχη που κάνουν.
Έκαναν ταυτόχρονη έφοδο και στα δυο σπίτια, και στο σπίτι με τις αλλοδαπές που ήταν ο Νίκος και στο σπίτι του Ηρακλή. Στο θέαμα που αντίκρισαν τα ‘χασαν αλλά αμέσως κατάλαβαν τι συμβαίνει. Αφόπλισαν τον Ηρακλή και του πέρασαν χειροπέδες. Το ίδιο και στον Απόστολο αφού τον έλυσαν. Τους πήγαν και τους δύο στο τμήμα για ανακρίσεις. Ο Ηρακλής είχε συνέχεια ένα βλέμμα χαμένο στο κενό και ο Απόστολος έβριζε και τον κατηγορούσε πως προσπάθησε να τον σκοτώσει χωρίς να έχει κάνει τίποτε. Κανείς δεν τον πίστεψε. Στο τμήμα πέρναγαν δίπλα του οι άλλοι αστυνομικοί και τον κορόιδευαν και τον χλεύαζαν που είχε σχέση με τον «πούστη». Αδιανόητο, υποτίθεται, για αστυνομικό. Τον έβαλαν σε διαθεσιμότητα και με συνοπτικές διαδικασίες τον απέλυσαν. Το ίδιο έκαναν και με το Νίκο. Τον Ηρακλή, τον έστειλαν στο ψυχιατρείο για θεραπεία αντί για φυλακή. Η κατηγορία ήταν βαριά, απόπειρα ανθρωποκτονίας αστυνομικού, αλλά επειδή ήταν μια πολύ κακή υπόθεση για το κύρος της αστυνομίας, προτίμησαν να τη κουκουλώσουν στα γρήγορα. Για να μη θιγεί η τιμή της και η υπόληψή της.
Σε κακό χάλι ο Ηρακλής βρέθηκε στο δημόσιο ψυχιατρείο όπου θα παρέμενε ένα χρόνο για νοσηλεία. Τι ήθελαν να θεραπεύσουν δεν κατάλαβε ποτέ ο καημένος, αλλά ήταν καλύτερα από τη φυλακή που θα έμενε για χρόνια, αν παρέμενε το ίδιο κατηγορητήριο. Στο ψυχιατρείο, παρ’ όλες τις αλλαγές που είχαν γίνει για τη βελτίωση των συνθηκών των ασθενών, το προσωπικό και οι γιατροί κρατούσαν πεισματικά μια μεσαιωνική νοοτροπία στη συμπεριφορά τους. Μαθημένος στις κακουχίες και στα δύσκολα, άρχισε να παίρνει τα πάνω του γρήγορα. Στο μήνα πάνω είχε αρχίσει να συνέρχεται πολύ και τότε θυμήθηκε πως είχε κρατήσει το τηλέφωνο ενός πελάτη ψυχίατρου, που του είχε φερθεί πολύ ανθρώπινα και ζεστά. Το βρήκε και τον παρακάλεσε να έρθει να τον δει. Ο ψυχίατρος ήρθε αμέσως την επόμενη κιόλας μέρα. Μόλις του εξήγησε τι είχε συμβεί, συγκινήθηκε και σχεδόν έκλαψε ο άνθρωπος με την ιστορία του. Κίνησε γη και ουρανό, φαίνεται πως είχε και τα μέσα και κατάφερε να τον βγάλει από εκεί στους τρείς μήνες. Εγγυήθηκε προσωπικά πως θα τον παρακολουθεί ο ίδιος και πράγματι το έκανε.
“Μπάτσος” μέρος δεύτερο.
