Κοινωνία των αστέγων

Πέρασε δίπλα από το εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο, κοιτάζοντας πλάγια, σαν να κρυφοκοίταζε. Τον τρόμαζε η ιδέα της εικόνας του ανθρώπου που κουλουριασμένος από το κρύο και από το άβολο κάθισμα, στριφογύριζε για να βολευτεί. Προσπέρασε βιαστικά. Έκανε μόνο δέκα βήματα και σταμάτησε. Ντράπηκε που δεν είχε περίσσεμα συμπόνιας παρά μόνο για τον εαυτό του, φροντίζοντας να τον προστατέψει από τη σκληρή εικόνα. Ντράπηκε που την ευαισθησία του την προσέφερε απλόχερα στον εαυτό του και όχι σε κάποιον που βρισκόταν σε τόσο δύσκολη θέση.
Προσπαθούσε να καταλάβει γιατί τον τάραζε τόσο πολύ αυτή η εικόνα ενώ είχε αντιμετωπίσει πολύ πιο δύσκολες καταστάσεις στη ζωή του. Ούτε έμοιαζε σ’ αυτόν που βρισκόταν μέσα, ούτε υπήρχε στο ορατό μέλλον περίπτωση να μην έχει στέγη. Και τότε κατάλαβε! Ήταν κι’ αυτός άστεγος ψυχικά και στο πρόσωπο του αγνώστου έβλεπε τη δική του έλλειψη ψυχικής στέγης. Δεν μπορούσε μέχρι τώρα να καταλάβει πως για να στεγαστεί συναισθηματικά θα έπρεπε να χτίσει ένα δικό του σπίτι. Πίστευε πως μπορούσε το κάνει μόνος του χωρίς τους τεχνίτες και τους ειδικούς, μα κυρίως το λόγο που θα τον παρακινούσε. Απλά το είχε βρει έτοιμο από μικρός, στεγάστηκε και δεν είχε καμιά πρόθεση να φύγει. Όχι γιατί ήταν τεμπέλης, αλλά γιατί δεν είχε μάθει να λειτουργεί διαφορετικά. Είχε έτσι επιλέξει τον μόνο σίγουρο δρόμο για τη μοναξιά του.
Αν δεν κατάφερνε να φτιάξει το δικό του, δεν θα μπορούσε ποτέ να στεγαστεί ψυχικά πουθενά. Πάντα θα περίμενε από τους άλλους να τον φιλοξενήσουν θεωρώντας δεδομένο μάλιστα πως είναι υποχρέωσή τους να του το προσφέρουν. Γύρισε πίσω και κοίταξε μέσα από το θολωμένο παράθυρο τον άνθρωπο που προσπαθούσε να κοιμηθεί. Εκείνος τον αντιλήφθηκε και τρόμαξε, όπως θα τρόμαζε και ο ίδιος αν μ’ ένα τόσο διαπεραστικό βλέμμα τον κοίταζε η άστεγη ψυχή του. Γιατί αυτό ακριβώς αντιπροσώπευε το τρομαγμένο του βλέμμα. Τη συναισθηματική του αλήθεια που για πρώτη φορά την κοιτούσε κι αυτός κατάματα. Και τη φοβόταν. Τρόμος και πανικός τον κατέβαλλε αλλά για πολύ λίγο, όπως γίνεται όταν αποκαλύπτεται η αλήθεια. Τρόμος που διαρκεί λίγο και τη θέση του παίρνει η χαρά και η αγαλλίαση. Ένιωσε σαν να έβρισκε για πρώτη φορά τον εαυτό του. Έναν εαυτό που επειδή δεν τον είχε σ’ εκτίμηση τον περιφρονούσε και του συμπεριφερόταν σαν σκουπίδι. Πρώτη φορά πίστεψε πως θα μπορούσε να συμφιλιωθεί μαζί του και να πορευτούνε μαζί. Χρειαζόταν όμως βοήθεια, δεν μπορούσε να το κάνει μόνος του. Το έντονο βλέμμα μέσα από τ’ αυτοκίνητο συνέχιζε να τον κοιτάζει και τότε του χαμογέλασε. Του έκανε νόημα να έρθει έξω και να πάνε μαζί κάπου για να τον φροντίσει. Τον βοήθησε να βγει και καθώς άνοιγε τη πόρτα, η έντονη δυσοσμία από την απλυσιά του άστεγου έφτασε στη μύτη του. Δεν αντέδρασε˙ σκέφτηκε πως και η δική του η ψυχή έτσι θα μύριζε όποτε ζούσε μέσα σ’ εγκαταλελειμμένες ψυχές άλλων που λειτουργούσαν σαν εικονική στέγη, διωγμένος από το περιβάλλον και τις αξίες του. Βγήκε τελικά και με δυσκολία κατάφερνε να περπατήσει πιασμένος από το πολύωρο κουλούριασμα στο μικρό κάθισμα του αυτοκινήτου. Πείσμωσε, δυνάμωσε διπλά και για εκείνον, ανακαλύπτοντας μια τεράστια δύναμη που είχε και δεν την φανταζόταν. Τον πήρε στο σπίτι του τον έβαλε να κάνει μπάνιο του έδωσε καθαρά ρούχα και του ετοίμασε το κρεβάτι του να κοιμηθεί και να ξεκουραστεί.
Ήταν πολύ αναστατωμένος με όλο αυτό που συνέβαινε και τον ευγνωμονούσε μέσα του γιατί χωρίς τον άστεγο δεν θα μπορούσε ίσως ποτέ να καταλάβει την απέραντη μοναξιά που τον έτρωγε, ακόμα και όταν δεν ήταν μόνος. Όποια φροντίδα του παρείχε ένοιωθε βαθειά πως την πρόσφερε ταυτόχρονα και στο είναι του. Όποια κίνηση ή λόγια έλεγε ο φιλοξενούμενός του ήταν σαν να του έδειχνε τον τρόπο και το δρόμο για να μπορέσει να ξαναπάρει πίσω τη χαμένη του συναισθηματική στέγη. Βαθειά κατανόηση ένοιωσαν μεταξύ τους δίχως να χρειάζεται να πουν πολλά.
Όταν πια μετά από αρκετές μέρες και ο άστεγος και η ψυχή του ένοιωσαν πως μπορούσαν να συνεχίσουν όντας καθαροί, ξεκούραστοι και δυναμωμένοι τη ζωή τους, αποχωρίστηκαν σεμνά με βουρκωμένα μάτια απ’ τη συγκίνηση της απρόσμενης γνώσης, χαρούμενοι και σιωπηλοί. Ήταν σίγουροι πλέον πως θα έχουν πάντα στη ζωή τους ο καθένας τη δική του στέγη.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

  +  70  =  71