Η μαμά


-Έλα, καλησπέρα.
-Έλα μωρό μου, πού είσαι;
-Κοίταξε, δεν θα έρθω στο βράδυ, θα μείνω στο πατρικό μου.
-Γιατί, τι έγινε;
-Η μάνα μου δεν είναι καλά, έχει ανεβάσει πίεση και δεν θέλω να την αφήσω μόνη της.
-Γιατί, συνέβη κάτι;
-Όχι, έτσι στα καλά καθούμενα, είμαι εδώ τώρα μόλις έφυγε και ο γιατρός. Της είπε να ηρεμήσει και θα περάσει, δεν είναι τίποτε ανησυχητικό.
-Καλά, όπως νομίζεις.
Έκλεισε το τηλέφωνο εκνευρισμένος.
Αυτό συνέβαινε από τότε που αποφάσισαν να ζήσουν μαζί.
Όταν το ανακοίνωσε στην μάνα του, της βγήκαν όλες οι υπαρκτές και ανύπαρκτες αρρώστιες. Τις χρησιμοποιούσε σαν όπλο γιατί δεν ήθελε να φύγει από το σπίτι.
Τη μια είχε πίεση, την άλλη ζαλάδες, την παράλη δύσπνοια, πάντα κάτι θα έβρισκε να πάθει προκειμένου να τον έχει κοντά της.
Κι εκείνος αντιδρούσε σαν χαμένος. Δεν ήξερε πώς να το αντιμετωπίσει.
Από τη μια ο έρωτας που ένιωθε για το αγόρι του τον έκαναν να θέλει να βρίσκεται συνέχεια κοντά του, και από την άλλη το «πρόβλημα» με την μάνα του.
Προσπαθούσε να συμβιβάσει τ’ ασυμβίβαστα.
Μεγάλη η πίεση και τους τρεις μήνες που ζούσαν μαζί είχε αρχίσει να ταλανίζει τη σχέση τους.
Οι καυγάδες δεν άργησαν, σαν δηλητήριο ήταν στην αγάπη τους η διαρκής παρέμβαση της μάνας του.
Την αρρώστια τη χρησιμοποιούσε στα δύσκολα, όταν είχε μέρες να τον δει.
Και πάντα αυτή η ξαφνική αρρώστια συνοδευόταν από τις έμμεσες φοβέρες και ενοχές.
-Θα πεθάνω και δεν θα πάρει κανείς είδηση.
-Τι κακό έκανα στη ζωή μου και έμεινα μόνη, λες και δεν χαραμίστηκα για να σας μεγαλώσω και όλα τα κλασσικά, κλισέ και χιλιοειπωμένα.
Η μεγάλη του αδελφή έφυγε γρήγορα, παντρεύτηκε και πήγε να ζήσει στην πόλη του άντρα της και ησύχασε.
Άδικα προσπαθούσε να του εξηγήσει πως η μάνα του δεν έχει τίποτε, πως όλα αυτά τα κάνει επίτηδες, πως έχει τους συγγενείς της και τ’ αδέλφια της κοντά της αν πάθει κάτι. Τίποτα, δεν χωρούσε λογική στο μυαλό του. Η αγωνία και η ανησυχία του ήταν διαρκής.
Το φοβερό είναι πως πράγματι ανέβαζε πίεση η μάνα του, το έδειχνε δηλαδή το πιεσόμετρο, πράγματι είχε δύσπνοιες, το βεβαίωνε ο γιατρός που την εξέταζε.
Το σώμα της δηλαδή αντιδρούσε σε όσα σκεφτόταν πως έχει και σαν να τα προκαλούσε. Αυτό ήταν που τον τρέλαινε.
Το ότι όλα αυτά δεν συνέβαιναν πριν φύγει δεν πέρναγε από το μυαλό του καθόλου.
Δεν υπάρχει πιο αισχρή μορφή βίας από το συναισθηματικό χειρισμό.
Είναι μια πράξη βίας άυλη, δεν χειροδικεί δηλαδή κανένας, μα είναι μια ξεκάθαρη κακοποίηση. Τα σημάδια της μπορεί να μην είναι σωματικά, αν και πολλές φορές όλη αυτή η πίεση μεταφέρεται και στο σώμα.
Τα ψυχικά τραύματα που αφήνει όμως πίσω της, πολύ δύσκολα επουλώνονται.
Είναι πολύ υγιές να ζητήσει βοήθεια μια μεγάλη γυναίκα για κάτι που δεν μπορεί να κάνει μόνη της.
Είναι πολύ ανθρώπινο ακόμη και να νιώσει μοναξιά και να ζητήσει παρέα. Και η παρέα τότε γίνεται συντροφική και με αγάπη.
Είναι δείγμα πολιτισμού και καλού χαρακτήρα ανθρώπου να θέλει να φροντίσει τους γονείς του που γέρασαν.
Από το σημείο αυτό όμως, μέχρι του να χρησιμοποιείται μια ανημπόρια, πραγματική η φανταστική, ως μέσο πίεσης για να γίνει αυτό που ο γονιός θεωρεί σωστό, υπάρχει μεγάλη διαφορά.
Η σχέση τους πήγαινε από το κακό στο χειρότερο.
Μάνα και γιος βυθίζονταν όλο και πιο πολύ σ’ αυτόν τον παράλογο τρόπο επικοινωνίας.
Λειτουργούσε μόνο το συναίσθημα που τελικά δεν απολάμβανε κανένας τους.
Πανικός τον έπιασε βλέποντας πως χάνει τον καλό του.
Είχε και αυτός βέβαια το μισό μερίδιο ευθύνης.
Στην αρχή τον αναστάτωσε πολύ η ιδέα να φύγει από το πατρικό του, να κάνει τη ζωή που θέλει.
Να φύγει λίγο από την απόλυτη προστασία και φροντίδα και να προσφέρει τα ίδια σε κάποιον που ερωτεύτηκε.
Δύσκολο και ίσως να μην ήταν έτοιμος.
Όταν όμως είσαι στα τριάντα, δεν είσαι πια παιδί, ενήλικας είσαι.
Σταμάτα να παιδιαρίζεις και μεγάλωσε λίγο.
Τα σκεφτόταν μόνος και έβλεπε πως σιγά σιγά τον χάνει.
Έπρεπε κάτι να βρει να σώσει τη σχέση τους.
Έστυψε το μυαλό του και το βρήκε.
Όσο και αν τον πίεζε, όσο και αν του το εξηγούσε με τη λογική, αποτέλεσμα δεν έβλεπε. Το αντίθετο μάλιστα, τον έκανε να νιώθει πως πνίγεται.
Θα έπαιρνε λοιπόν το μέρος του.
Θα έμπαινε στη θέση του και θα του πρότεινε, μπορεί και να τον πίεζε ακόμα, να πηγαίνει πιο συχνά στην μάνα του.
Θα είχε την ίδια ανησυχία και αγωνία που είχε κι εκείνος, και ίσως έτσι, χωρίς την αρνητικότητα τη δική του, να μπορούσε να δει πιο ξεκάθαρα το πρόβλημα.
Θα ακύρωνε μ’ αυτόν τον τρόπο το όπλο της, την διαρκή «ανημπόρια» της.
Όταν μπορέσεις ν’ ακυρώσεις το όπλο του αντιπάλου σου, έχεις κερδίσει τη μάχη.
Το είχε ξαναδοκιμάσει μερικές φορές και είχε δει πως έπιανε.
Όταν, για παράδειγμα, σου πει κάποιος πως κάνεις βλακείες και εσύ αντί να τον βρίσεις του πεις «έχεις δίκιο, πώς το έκανα αυτό;», η επιθετικότητά του πάει περίπατο.
Για έναν μήνα περίπου, τον έπαιρνε τηλέφωνο στο γραφείο και ρώταγε αν είναι καλά η μάνα του, του έβαζε τις φωνές αν μια μέρα δεν πήγαινε να τη δει, δεν πήγαν πουθενά τα σαββατοκύριακα μήπως χρειαστεί κάτι η πεθερά του και λείπουν.
Εκείνος δεν καταλάβαινε πώς έγινε αυτή η ξαφνική μεταστροφή, αλλά ήταν πιο ήσυχος και δεν το πολυέψαχνε. Είχε φύγει η διπλή πίεση και τη θέση πήρε η πραγματικότητα.
Μέσα σ’ ένα μήνα η πίεση της πεθεράς του έπεσε, η δύσπνοια υποχώρησε και δεν καταλάβαινε ούτε εκείνη τι συμβαίνει.
Αυτό όμως που βγήκε ξεκάθαρα στο μωρό του, ήταν η επιθυμία να είναι μαζί και όχι με την μάνα του.
Κάθε φορά που έπρεπε να πάει σπίτι της, ένιωθε πως του έκλεβαν τη ζωή που ποθούσε να κάνει.
Δεν ήθελε όμως να τους φέρει σε αντιπαλότητα, μονιασμένους τους ήθελε, για να περισσέψει λίγος χώρος για τον έρωτά τους.
Και το κατάφερε.
Το μόνο που του έμενε ήταν να μπορέσει να τους βοηθήσει ν’ «απεξαρτηθούν» και οι δυο από αυτήν τη νοσηρή σχέση.
Να τους πείσει πως δεν κινδυνεύει κανείς να χάσει τον άλλον.
Τώρα που ηρέμησαν τα πράγματα, είχε χρόνο να ψάξει πώς θα μπορούσε να γίνει, ίσως ζητούσε και βοήθεια από κάποιον ειδικό, ίσως η αγάπη τους να λειτουργούσε σαν καταλύτης.
Δεν θα ήταν εύκολο αλλά δεν βιαζόταν.
Χτύπησε το κινητό του και στην οθόνη εμφανίστηκε το μωρό του.
-Τι μ’ έστειλες πάλι στην μάνα μου, αφού σου είπα δεν χρειάζεται τίποτα και μ’ έχεις όλη μέρα στους δρόμους;
Χαμογέλασε ικανοποιημένος.
Κάτι ψιθύρισε σαν δικαιολογία μαλώνοντάς τον, ρίχνοντας την πετσέτα του μπάνιου στους ώμους του.
Ήθελε να μοσχομυρίζει όταν θα τον αγκάλιαζε για να τον ηρεμήσει.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

75  +    =  81