ΖΑΚΕΤΑ (Δεύτερο κεφάλαιο)

Όταν γύρισαν στην Αθήνα ο Παντελής, ο συμμαθητής του που είχε μείνει μετεξεταστέος τον περίμενε πώς και πώς. Ανησυχούσε μήπως δεν περάσει και θα τον έσπαγε στο ξύλο ο πατέρας του. Όλο το καλοκαίρι δεν είχε ανοίξει βιβλίο. Αλλά ο Κυριάκος το είχε κανονίσει και αυτό. Είχε έναν μεγαλύτερο γείτονα που του άρεσε ν’ ασχολείται με τα ηλεκτρονικά.
Δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα κινητά και σκέφτηκε ένα παλιομοδίτικο, αλλά σίγουρο τρόπο ν’ αντιγράψει. Τον έβαλε και έφτιαξε ένα πομπό μικρής εμβέλειας που θα εξέπεμπε σε μια συγκεκριμένη συχνότητα στα μεσαία. Πήραν και ένα απλό ραδιοφωνάκι και το εστίασαν στην ίδια συχνότητα. Αποσύνδεσαν το μεγάφωνό του και στη θέση του έβαλαν ένα ακουστικό με μακρύ καλώδιο. Το έβαλε ο Παντελής στην κάλτσα του και μέσα από τα ρούχα του έφερε το ακουστικό στο αυτί του. Έτσι θα μπορούσε να ακούει τον Κυριάκο που θα του έλεγε τις απαντήσεις στα θέματα. Μόλις έμαθε τα θέματα ο Κυριάκος του υπαγόρευε αργά τις απαντήσεις. Έγραψε τόσο καλά ο Παντελής που ο καθηγητής παρά λίγο να μπλέξει που τον είχε αφήσει μετεξεταστέο. Και πέρασε.
Τον είχε πάρει πια υπό την προστασία του τον Κώστα στο σχολείο με τα μαθήματα ο Κυριάκος. Και το έκανε χωρίς να τον καταλαβαίνει κανένας. Του είχε πει πως αν μαρτυρούσε σε κανένα για τα σκονάκια που του έδινε θα τον έκανε να μείνει στην ίδια τάξη. Τον Κώστα τον βόλευε πολύ που πέρναγε τα μαθήματα χωρίς να διαβάζει αλλά και που είχε έναν τόσο καλό φίλο. Μόνο που δεν μπορούσε να καταλάβει μερικά πράγματα. Ποτέ του ο Κυριάκος δεν του μιλούσε για γκόμενες. Όσες φορές και να τον είχε ρωτήσει πάντα έπαιρνε μια αόριστη απάντηση. Του είχε παρουσιάσει τον εαυτό του σαν να μην τον θέλει καμιά όσες προσπάθειες και να είχε κάνει. Ψέματα έλεγε και το καταλάβαινε αλλά δεν τον πίεζε. Πληροφορία πάντως ολόκληρη και σωστή δεν του έπαιρνε ποτέ. Έστω και αν βασιζόσουν σε κάτι που έλεγε, αμέσως θα την άλλαζε και θα σε μπέρδευε. Ο στόχος ήταν ένας και μοναδικός. Να μη μάθει κανείς ποτέ πως σκέφτεται και πως αισθάνεται. Τότε πίστευε πως κινδύνευε. Το είχε κάνει τέχνη αυτό στις σχέσεις του. Κανείς δεν μπορούσε να μιλήσει με σιγουριά για το τι άνθρωπος ήταν.
Έχοντας ξεμείνει σχεδόν τελείως ο Κώστας από γυναίκα, με τα καμώματα του φίλου του, την έριξε τη βόμβα:
– Δεν πάμε σε καμιά πουτάνα να ξεχαρμανιάσουμε λίγο, του είπε.
Πάγωσε ο Κυριάκος, για να βρει χρόνο να μπορέσει να το χειριστεί, του είπε περίμενε μέχρι το Σάββατο που θα έχει πληρωθεί ο γέρος μου να του πάρω λεφτά και να πάμε. Συμφώνησε ο Κώστας και την Παρασκευή το απόγευμα έτρεξε στη Φυλής να βρει καμιά πουτάνα που να του αρέσει και του Κώστα, τα ήξερε τα γούστα του. Βρήκε μια που και της είπε πως θα έρθουν αύριο στις εννιά με ένα φίλο του. Της έκανε εξήγηση πως θα της έδινε διπλή βίζιτα αν έλεγε στον Κώστα πως πήδηξε κι αυτός. Τα μισά τώρα και τα άλλα μισά μετά τη βίζιτα. Τον κολλητό τον έψησε πως ξέρει μια που πηγαίνει μερικές φορές με τη παρέα του από το φροντιστήριο. Το έφαγε ο Κώστας και στις εννιά ήταν εκεί. Η πουτάνα τους περίμενε. Θα μπω εγώ πρώτος είπε ο Κυριάκος. Μπήκε και η πουτάνα συμπονετικιά κατάλαβε πολλά χωρίς να ρωτήσει τίποτα. Είχε πάρει και μια βίζιτα θα έπαιρνε και άλλη μια χωρίς να δουλέψει, τι την ένοιαζε; Περίμενε μέσα ο Κυριάκος κανένα τέταρτο και βγήκε κάνοντας πως κουμπώνεται.
– Άντε καλά γαμήσια του είπε χαμογελώντας υποτίθεται ανακουφισμένος.
Είχε αγωνία μέχρι να βγει και όταν τον είδε κατάλαβε πως όλα πήγαν όπως τα είχε σχεδιάσει. Του έκλεισε και το μάτι η πουτάνα πίσω από τη πλάτη του Κώστα και τότε ησύχασε για τα καλά.
– Τι της έχεις κάνει ρε μαλάκα, είπε ο Κώστας, όση ώρα την πηδούσα μόνο για σένα μου μίλαγε. Μπράβο ρε φίλε δεν ήξερα τόσο καιρό που κάνουμε παρέα πως είσαι τόσο καλός εραστής.
– Δεν είναι όλοι σαν εσένα μαλάκες να καμαρώνετε για τα γαμήσια σας όλη την ώρα, απάντησε με ύφος σαν να τον μάλωνε ο Κυριάκος. Υπάρχουν και κάποιοι που είναι πιο σοβαροί.
Δηλαδή και του είχε στήσει όλο αυτό το σκηνικό με τη πουτάνα και τις γκόμενες και του έβαζε και ενοχές από πάνω.
– Καλά ρε κολλητέ μη μας τη λες έτσι άσχημα έχεις δίκιο, συγγνώμη.
Έβγαλε ένα στεναγμό ανακούφισης ο Κυριάκος χωρίς να τον καταλάβει και έφυγαν. Μπερδεύτηκε ακόμα περισσότερο ο Κώστας με το φίλο του αλλά δεν τόλμησε να πει τίποτε άλλο. Μέσα του όμως σκεφτόταν πως ποτέ δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα, ακόμα και όταν πάει να καταλήξει κάπου, τα γεγονότα του τα ανατρέπουν. Πώς να καταλάβει ο έρμος πως ο Κυριάκος χειρίζεται τα γεγονότα που ο άλλος τα θεωρεί τυχαία. Αυτό ήταν το μόνο κενό που είχε η τόσο βαθιά φιλική σχέση που πίστευε πως είχαν. Άρχισαν να μιλάνε για την ομάδα τους και για το μαλάκα τον καθηγητή της χημείας που τους τα έχει πρήξει. Από την πλευρά του ο Κυριάκος είχε τρομάξει με αυτό το επεισόδιο με τη πουτάνα και σκέφτηκε πως είχε αρχίσει να γίνεται επικίνδυνος ο Κώστας. Πως πλησίαζε η στιγμή που θα αποκαλύπτονταν όλα τα σενάρια που είχε καταστρώσει για να τον έχει κοντά του. Αποφάσισε πως δεν τον χρειάζεται άλλο και απομακρύνθηκε. Έτσι απλά. Δεν είχε να πάρει τίποτε άλλο από αυτόν. Δεν τον χρειάζονταν. Άλλωστε ο καινούριος, που είχε έρθει με κακή διαγωγή από ένα άλλο γυμνάσιο, του άρεσε περισσότερο και θα ασχολιόταν με αυτόν.
Τώρα ήταν που δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα ο Κώστας. Μετά από όσα είχαν περάσει μαζί τον θεωρούσε σαν αδελφό του. Αλλά ο Κυριάκος δεν δενόταν συναισθηματικά με κανένα. Όσο του έκανε κάποιος για την ευχαρίστησή του τον κρατούσε κοντά του. Όταν δεν τον χρειαζόταν έφευγε χωρίς να λυπηθεί καθόλου. Με τον Κώστα ήθελε απλά να ολοκληρώσει τον έρωτα με τους άντρες. Δεν τον χρειαζόταν άλλο και άρχισε να απομακρύνεται. Άδικα τον έψαχνε ο έρμος και του έστελνε καθημερινά μηνύματα γιατί δεν μπορούσε με τίποτα να καταλάβει τι συνέβη και χαθήκανε. Ειδικά μετά από το δεκαήμερο που κάνανε μαζί διακοπές νόμιζε πια πως θα ήταν για πάντα φίλοι.
Ο Κυριάκος είχε αποκτήσει μια απίστευτη ευκολία να φεύγει από μια σχέση χωρίς να λυπάται καθόλου. Έφτανε μάλιστα σε τέτοιο σημείο η αναισθησία του που κανόνιζε από την αρχή μιας οποιασδήποτε σχέσης, πόσο καιρό θα τη χρειαζόταν, Σκεφτόταν πια τόσο ψυχρά που έλεγε μέσα του : Πόσο καιρό τον χρειάζομαι αυτόν ; Δύο μήνες για να μην είμαι μόνος το καλοκαίρι. Μόλις τελείωνε το καλοκαίρι τον παράταγε και έβρισκε κάποιον άλλον. Ανεξάρτητα πάντα από το τι ένιωθε ο άλλος. Απλά δεν τον απασχολούσε. Αλλά και αυτό φρόντιζε να το κρύβει. Ακόμη και αν κάποιος τον καταλάβαινε, δεν ένιωθε φόβο καθόλου. Φρόντιζε μόνο πως θα αντιμετωπίσει και αυτήν την κατάσταση. Πάντα προς όφελός του.
Έτσι εξελισσόταν σαν άνθρωπος ο Κυριάκος. Δεν έδινε σε κανέναν τίποτα. Και όχι μόνο δεν έδινε μα φρόντιζε να νιώθουν οι γύρω του ευγνωμοσύνη, να τον πιστεύουν και να του είναι υποχρεωμένοι. Σε όλες τις σχέσεις έμπαινε μόνο γιατί ήθελε κάτι. Σε όλες τις σχέσεις χρησιμοποιούσε μόνο το μυαλό του. Αυτό τον έκανε πανέξυπνο στο να βρίσκει τις πιο απίθανες μεθόδους για να πετυχαίνει το σκοπό του.
Μετά το γεγονός του καλοκαιριού πείστηκε πια πως τον ενδιαφέρουν μόνο οι άντρες. Μα δεν θα το μάθαινε κανένας. Το θεωρούσε επικίνδυνο.
Το μεγάλο του πρόβλημα ήταν όταν έμενε μόνος του τα βράδια. Βασανιζόταν έντονα από την αίσθηση πως δεν κάνει κάτι καλό. Κυριαρχούσαν πολύ δυνατά μέσα του οι ενοχές πως είναι ένας τιποτένιος με όλα αυτά που έχει κάνει στους ανθρώπους που του πρόσφεραν απλόχερα αγάπη και φιλία και αυτός μόνο τους χρησιμοποίησε για πάρτη του. Και τότε τον έπιανε απόγνωση. Αυτά τα παγωμένα συναισθήματα τα ένιωθε σαν γυαλί. Ναι έτσι το ένιωθε. Όπως είναι το γυαλί στεγνό ξερό και εύθραυστο στη τελική του μορφή, η ζέστη και η πλαστικότητα της ψυχής του πέτρωσε μετά το επεισόδιο με τον υδραυλικό. Η διαφάνεια όμως του γυαλιού τον τρόμαζε γιατί νόμιζε πως θα έβλεπαν μέσα στη ψυχή του τι συμβαίνει. Βαθμιαία έγινε η αλλαγή στα επόμενα χρόνια όχι απότομα, απότομα μπορεί να σπάσει και να γίνει κομμάτια. Το δυνατό και χειριστικό του προσωπείο της ημέρας, έπεφτε το βράδυ που ήθελε τόσο πολύ να μιλήσει με κάποιον. Είχε όμως δημιουργήσει ένα τέτοιο κλίμα σε όλο του το περιβάλλον που του ήταν αδύνατο να το αλλάξει. Του το επέστρεφε το βράδυ η ζωή το μακελειό που δημιουργούσε στους γύρω του και δεν μπορούσε να το αντέξει. Λίγο να τον ακουμπούσε κάποιος θα σωριαζόταν και το γυαλί της ψυχής του και του είναι του ολόκληρου θα γινόταν χίλια κομμάτια. Ένας φαύλος κύκλος γύρω του που δεν μπορούσε και ο ίδιος να καταλάβει πώς τα κατάφερε έτσι στη ζωή του. Πέρναγε πολύ βασανιστικές ώρες με αυτές τις ενοχικές και πνιγμένες σκέψεις, που του έπαιρνε πολλή ώρα μέχρι να κοιμηθεί. Ήταν όμως πολύ μικρός για να μπορέσει να δώσει απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα και όπως κρυβόταν και από όλους δεν μπορούσε να ρωτήσει και κανένα. Ήθελε πολύ να δώσει και αυτός αγάπη φροντίδα και τρυφερότητα σε κάποιον, αλλά δεν ήξερε πια πώς να το κάνει. Και έκανε μόνο αυτό που ήξερε. Να παίρνει μόνο.
Με όλη αυτή την ένταση που πέρναγε πριν τον ύπνο και ο παραμικρός θόρυβος τον έκανε να πετάγεται και να ξυπνάει απότομα τρομαγμένος, και χρειαζόταν πολλή ώρα μετά για να ξανακοιμηθεί.
Όταν όμως ξύπναγε το πρωί, κατάκοπος σχεδόν πάντα από τον κακό ύπνο, άρχιζε ακριβώς την ίδια συμπεριφορά.
Είχε περάσει τα δέκα εννέα πια και από τα γυμναστήρια που πήγαινε είχε φτιάξει ένα πολύ ωραίο σώμα. Όχι πως τον ενδιέφερε η καλή του υγεία, άλλωστε σ’ αυτή την ηλικία είναι το τελευταίο που θα σκεφτόταν, απλά υπολόγιζε πως δεν θα χρειαζόταν να κοπιάζει πολύ να βρίσκει τους γκόμενους που ήθελε.
Είχε καιρό να δει τον Κώστα και συναντήθηκαν τυχαία στο δρόμο. Από μακριά κατάλαβε πως ήταν εξαγριωμένος και σκέφτηκε πως κάτι είχε γίνει. Το μυαλό του έπαιρνε πολλές στροφές γιατί ψυλλιάστηκε ίσως κάτι είχε μάθει για τον Παντελή και προσπαθούσε να δει πώς θα το χειριστεί.
– Γεια σου φιλαράκι γιατί εξαφανίστηκες;
Του το είπε κάπως απότομα, και ενώ είχε εξαφανιστεί εκείνος, αντί να αμυνθεί επιτέθηκε για να προλάβει να του βάλει την ενοχή μήπως και γλυτώσει. Ο Κώστας τα ‘χασε για μια στιγμή προσπαθώντας να σκεφτεί ποιος εξαφανίστηκε, αλλά ήταν τόσο τσαντισμένος που το προσπέρασε.
– Ρε μαλάκα, του είπε, πίναμε κάτι ποτά προχτές με τον Παντελή και μου τα είπε όλα. Στην αρχή κόντεψα να τον πλακώσω στο ξύλο που έλεγε τέτοια πράγματα για σένα τον κολλητό μου, αλλά τελικά με έπεισε πως είχε δίκιο.
Ποτέ δεν φοβότανε σε τέτοιες κρίσεις ο Κυριάκος, απλά χρειαζόταν λίγο χρόνο για να σκεφτεί τι θα πει. Αλλά πολύ λίγο. Σχεδόν αμέσως πήρε και αυτός το θυμωμένο του ύφος και έκανε επίθεση:
– Δε μου λες ρε μαλάκα, επειδή μου κάνεις και το τσαμπουκά και το νευριασμένο, Τον καθηγητή των μαθηματικών που μας ήρθε πέρσι τον θυμάσαι; Θυμάσαι τι λέγαμε Γι’ αυτόν; Δεν τον κράζαμε όλοι και λέγαμε πως είναι αδελφή;
– Ε και;
– Ο Παντελής είχε πάει μαζί του γιατί γουστάρει και άντρες.
Έμεινε άφωνος ο Κώστας.
– Τους έπιασα στα πράσα μέσα στο γραφείο των καθηγητών να χαμουρεύονται όταν είχαν φύγει όλοι λίγο πριν κλείσει το λύκειο. Τον κόλλησε ο καθηγητής κονδυλώματα και μου το είπε μόνο εμένα. Όταν μου ανοίχτηκε και μου είπε όλα αυτά, του μίλησα και εγώ για το επεισόδιο που είχα με τον ξάδελφο μου, θυμάσαι, αυτό που σου εξήγησα στις διακοπές. Την πρώην γκόμενά σου δεν ξέρω αν τη γάμησε, αλλά είχαν βρεθεί πολλοί μαζί σε ένα σπίτι και είχαν πάρει και κάτι χάπια και έγινε ένα ομαδικό όργιο.
Το όργιο είχε πράγματι γίνει αλλά από στόμα σε στόμα που κυκλοφόρησε κανείς δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα ποιος συμμετείχε.
– Που να ξέρω ποιος πήδηξε ποιον εκείνο το βράδυ, συνέχισε. Και σαν να μην έφτανε αυτό, άρχισε μετά να με εκβιάζει ο καριόλης πως θα το κάνει βούκινο αυτό με τον ξάδελφό μου αν δεν τον βοηθήσω να περάσει στις εξετάσεις. Φοβήθηκα πολύ. Δεν στο είχα πει γιατί ήξερα πως μ’ αγαπάς και θα πας να τον πλακώσεις, σε ξέρω πως αντιδράς αν πρόκειται για τον κολλητό σου. Και γιατί πριν μιλήσω μ’ εσένα δεν το είχα πει σε κανέναν άλλον.
Τον έριξε και στο φιλότιμο δηλαδή ο αθεόφοβος. Πάντα έπιανε με τον Κώστα αυτό.
– Και σαν να μην έφτανε αυτό μετά το επεισόδιο με τον καθηγητή, μου την έπεσε κιόλας και επειδή δεν του έκατσα είχε γίνει έξαλλος. Άσε που μου πέταξε υπονοούμενα πως εμείς οι δύο κάτι κάνουμε για να είμαστε συνέχεια μαζί. Ζήλευε, ρε μαλάκα τη γκόμενα που είχες, και νομίζω πως σου είπε όλα αυτά για τη γκόμενα επίτηδες γιατί σε γουστάρει και δεν ήθελε να σε βλέπει με καμιά.
Αυτό που έκανε ο Κυριάκος δηλαδή, έλεγε πως το έκανε ο Παντελής.
– Ο Παντελής αδελφή; Κατάφερε μόνο να ψελλίσει ο Κώστας
– Και νόμισε πως πάμε μόνοι μας διακοπές γιατί κάτι τρέχει μεταξύ μας. Γιατί είσαι και μαλάκας και δεν τα πιάνεις. Δεν αναρωτιέσαι γιατί σου τα είπε όλα αυτά τώρα; Σε γουστάρει πολύ και δεν ήθελε να είμαστε μαζί. Γι’ αυτό και εγώ απομακρύνθηκα από εσένα, γιατί φοβόμουν πως θα σου μιλήσει για τον ξάδελφό μου. Και κάτι τελευταίο. Όταν πίνατε μόνοι σας, μήπως σε αγκάλιαζε συνέχεια, δήθεν φιλικά και δεν σε άφηνε να μιλήσεις με κανέναν άλλον;
Έτσι κάνουν όλοι οι μεθυσμένοι αλλά ο Κυριάκος το διαστρέβλωσε.
– Ναι ρε μαλάκα τώρα που το λες και εμένα μου έκανε εντύπωση που ενώ δεν είμαστε κολλητοί, ήταν συνέχεια μαζί μου και μέσα στο πιόμα του όλο αγκαλιά με είχε και όλο στο αυτί μου μίλαγε. Α τον πούστη θα τον γαμήσω.
– Όχι μαλάκα μη πεις τίποτα, σε παρακαλώ στη φιλία μας, θα πάει να τα πει όλα στους δικούς μου, τον ξέρω τι καριόλης είναι και φοβάμαι. Ξέχασέ το για το καλό το δικό μου.
– Δηλαδή, συνέχισε με ύφος κριτή τώρα πια ο Κυριάκος, και σε προστάτεψα από τα κονδυλώματα, και σε στήριξα που είχες χωρίσει και τα κράτησα όλα αυτά μέσα μου, χωρίς να μπορώ να μιλήσω με κανέναν και σε έχασα από φίλο μου εξ’ αιτίας του καριόλη του Παντελή. Και τι πήρα για όλα αυτά. Να σε δω μετά από τόσο καιρό και αντί να χαρείς που με είδες να θέλεις να με πλακώσεις στο ξύλο. Ωραίος φίλος είσαι.
– Ρε κολλητέ πού να τα ξέρω όλα αυτά; Είπε κατεβάζοντας ντροπιασμένος το κεφάλι του ο Κώστας.
– Και γιατί ρε μαλάκα δεν ήρθες πρώτα να με ρωτήσεις κι εμένα τι έχει γίνει, αλλά με το που σου είπε μερικές μαλακίες ο Παντελής ήρθες να μου επιτεθείς και να με βρίσεις;
– Κολλητέ σου ζητάω συγνώμη, σε αδίκησα και είμαι ασυγχώρητος.
Βαθειά ανακούφιση ένιωσε μέσα του ο Κυριάκος. Καλά τα κατάφερα, σκέφτηκε και χαμογέλασε κρυφά. Έκανε αυτό που ήξερε να κάνει καλά: το άσπρο μαύρο. Φρόντισε κιόλας να μην μιλήσει ο Κώστας με το Παντελή και σιγά να μη βρούνε άκρη για το τι έγινε.
Αρκετές μέρες μετά από το επεισόδιο ήταν στη στάση του λεωφορείου δίπλα από το περίπτερο, και περίμενε να πάει στον καινούριο του κολλητό, τον Μπάμπη. Μπροστά του σταμάτησε ένα πανάκριβο cabriole αυτοκίνητο και κατέβηκε ο οδηγός του να πάρει τσιγάρα. Μίλαγε στο κινητό του και δεν κατάλαβε πως ο Κυριάκος χάζευε τ’ αυτοκίνητό του. Ο τύπος ήταν ένας πενηντάρης και φορούσε κομψά και ακριβά ρούχα. Είχε μάθει να τα ξεχωρίζει γιατί τα λαχταρούσε πολύ αλλά με το μισθό που έπαιρνε ο πατέρας του δεν υπήρχε περίπτωση να τα αγοράσει. Είχε και κάτι μήνες να δουλέψει και ίσα ίσα είχε λεφτά για τα τσιγάρα του και τον καφέ του. Ο τύπος τον είδε που χάζευε το αυτοκίνητο μιλώντας δυνατά στο τηλέφωνο, και σαν να του φάνηκε πως του χαμογέλασε ελαφρά. Έστρεψε αμέσως αλλού το βλέμμα του ο Κυριάκος γιατί ήταν κοντά στο σπίτι του και φοβήθηκε μήπως τον δει κανένας γνωστός και γίνει ρεζίλι. Τέλειωσε το τηλεφώνημα ο τύπος πήρε τα τσιγάρα και τώρα γύρισε και τον κοίταξε πιο έντονα πάλι χαμογελώντας. Δεν του είχε ξανατύχει μεγάλος του Κυριάκου, μόνο με συνομήλικούς του είχε βρεθεί μέχρι τώρα και ταράχτηκε. Αυτός ήταν γοητευτικός και το σώμα του φαινόταν γυμνασμένο. Μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε αργά κοιτάζοντας τον Κυριάκο από τον καθρέφτη. Είδε πως τον κοίταζε και ο Κυριάκος και σταμάτησε λίγο παρακάτω ανάβοντας τα alarm. Πέρασε το λεωφορείο και ο Κυριάκος δεν μπήκε μέσα. Έκανε πως περίμενε στη στάση. Ένιωθε μια ταραχή γιατί του άρεσε ο τύπος με το εντυπωσιακό αυτοκίνητο. Άρχισε να προχωράει αργά προς το μέρος του κοιτάζοντας αδιάφορα τάχα τις βιτρίνες. Σταμάτησε μπροστά σε μια βιτρίνα με αντρικά ρούχα. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο ο τύπος και πλησίασε και αυτός τη βιτρίνα.
– Ωραία ρούχα αλλά όχι για γυμνασμένα σώματα, του είπε του Κυριάκου χαμογελώντας. Υπάρχουν στον Κολωνάκι πολύ πιο ωραία, πάμε παρέα να τα χαζέψουμε και να πιούμε και έναν καφέ;
Πρώτη φορά του έκαναν καμάκι στο δρόμο, και μάλιστα τόσο κοντά στο σπίτι του και ταράχτηκε ακόμα πιο πολύ. Κοίταξε διακριτικά μήπως τον βλέπει κανένας, χωρίς να αφήσει το αλαζονικό ύφος της ηλικίας του και του είπε τάχα θαρραλέα.
-Οκ πάμε.
Είχε πετύχει τον Κυριάκο στο ευαίσθητο σημείο της φάσης που πέρναγε. Την μεγάλη επιθυμία του για λεφτά και μεγάλη ζωή και του φάνηκε σαν δώρο από τον ουρανό. Μπήκανε στο αυτοκίνητο και του συστήθηκε ο τύπος.
– Είμαι ο Λάκης, εσένα πως σε λένε;
– Κυριάκο είπε μονολεκτικά. Δεν ήθελε να του φανεί εύκολος.
– Χάρηκα Κυριάκο. Παρόλο που είμαι πολύ κουρασμένος ένας καλός καφές θα ήταν ότι πρέπει να χαλαρώσουμε λίγο. Μόλις γύρισα από το Παρίσι που έλλειπα για τρεις μέρες για κάτι δουλειές.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που έκανε καμάκι σε πιτσιρικά ο Λάκης και ήξερε πώς να τους εντυπωσιάζει. Είχε μια αδυναμία στις λαϊκές γειτονιές. Τ’ αγόρια εκεί δεν είχαν τόσο αλλοιωμένα πρόσωπα και οι κινήσεις του σώματός τους ήταν πιο αντρικές σε σχέση με αυτούς που συναντούσε στα ακριβά μαγαζιά της Αθήνας που σύχναζε. Τον ερέθιζε πάντα ένα αγριεμένο, από τη σκληράδα της ζωής τους πρόσωπο. Και ο Κυριάκος ήταν ένα τέτοιο παιδί. Στη διαδρομή του εξήγησε πως έχει ένα από τα μεγαλύτερα τουριστικά γραφεία εδώ στην Αθήνα και ταξιδεύει πολύ συχνά στο εξωτερικό για δουλειές αλλά και για διασκέδαση. Έχει φίλους σε όλον τον κόσμο. Του έλεγε ό,τι ακριβώς ήθελε ένα αγόρι στην ηλικία του Κυριάκου για να εντυπωσιαστεί. Πόσο μάλλον που ο Κυριάκος πάντα θεωρούσε πως αν είχε χρήματα πολλά δεν θα χρειαζόταν να κάνει όλες αυτές τις μεθοδεύσεις με τους γύρω του για να τους χειριστεί. Πεινασμένος συναισθηματικά αλλά και οικονομικά τσίμπησε αμέσως. Όταν έφτασαν στον Κολωνάκι το άφησε στο parking της πλατείας και εντυπωσιάστηκε που μόλις τον είδε το παιδί που δούλευε εκεί έτρεξε να πάρει το αυτοκίνητο και τον χαιρέτησε με σεβασμό. Προχώρησαν συνομιλώντας για ρούχα και για ταξίδια και του Κυριάκου του άρεσε που άκουγε τόσα πολλά που είχε γνωρίσει γυρνώντας τον κόσμο. Μπήκαν σε ένα μαγαζί κοντά στη πλατεία που τη βιτρίνα του την είχε χαζέψει πολλές φορές ο Κυριάκος, αλλά δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να μπορέσει ποτέ ν’ αγοράσει τόσο ακριβά ρούχα. Ο καταστηματάρχης τον χαιρέτησε τον Λάκη σαν να γνωρίζονταν πολλά χρόνια.
– Μόνο από εδώ ψωνίζω όταν είμαι Αθήνα του εξήγησε.
Το μάτι του Κυριάκου έπεσε σε ένα πολύ ωραίο μπουφάν που είχε στη βιτρίνα.
– Αν σου αρέσει μπορείς να το δοκιμάσεις του είπε.
– Μα είναι πανάκριβο του ψιθύρισε μην ακούσει κανένας.
Ο Λάκης του κούνησε το κεφάλι υπονοώντας πως δεν τον νοιάζει. Πλήρωσε με μια χρυσή κάρτα και έφυγαν από το μαγαζί πηγαίνοντας για καφέ. Στο δρόμο του πρότεινε ο Λάκης να πάνε σπίτι του που θα ήταν πιο ήσυχα. Ο Κυριάκος συμφώνησε. Τον κοίταζε ο Κυριάκος με την άκρη του ματιού του καθώς προχωρούσαν και πρόσεξε πως είχε ωραίο σώμα για την ηλικία του. Σκέφτηκε πως θα ‘θελε να βρεθεί στο κρεβάτι μαζί του.
Έφτασαν στο σπίτι. Ήταν από εκείνα τα μεγάλα πλουσιόσπιτα της περασμένης εικοσαετίας. Τους υποδέχτηκε η υπηρέτρια και πήρε τα πράγματά τους.
– Θέλω να νιώθεις σαν στο σπίτι σου, είπε ο Λάκης, η υπηρέτρια δεν θα ξαναεμφανιστεί παρά μόνο αν την καλέσω, θα μας φέρει τους καφέδες και θα πάει στο δωμάτιό της, όσο είμαι εδώ δεν εμφανίζεται καθόλου, μην ανησυχείς.
Κάθισαν στο σαλόνι απολαμβάνοντας τον καφέ τους με απαλή μουσική και κουβεντούλα γνωριμίας. Έτσι νόμιζε ο Λάκης χωρίς να γνωρίζει ακόμα πως όσο και να προσπαθούσε δεν θα μάθαινε καμιά αλήθεια από τον Κυριάκο. Μετά από λίγο σηκώθηκε να φέρει ποτά και κάθισε κοντά στον Κυριάκο στον καναπέ. Τον ακούμπαγε και τον χάιδευε διακριτικά και προσεκτικά ο Λάκης και όχι μόνο δεν αντέδρασε αλλά του άρεσε κιόλας. Χωρίς να το δείξει βέβαια. Έμενε παγωμένος. Δεν είχε κάνει και μπάνιο από χτες και ένιωθε ακόμα πιο άβολα. Ειδικά όταν του είπε να βγάλει τα παπούτσια του και να χαλαρώσει λίγο. Όχι πως δεν ήταν καθαρός ο Κυριάκος αλλά τσακώθηκε με τη μάνα του το απόγευμα και έφυγε χωρίς να κάνει μπάνιο. Δεν είχε και κανένα ραντεβού με γκόμενο και το άφησε για αύριο. Διακριτικός ο Λάκης το κατάλαβε και τον ρώτησε μήπως ήθελε να κάνει ένα ντουζάκι να χαλαρώσει.
– Ναι θα ‘θελα να κάνω ένα ντουζάκι αλλά, θέλω να σου πω πως δεν έχω ξαναπάει με άντρα, άρχισε τα ψέματά του ο Κυριάκος.
– Δεν πειράζει μωρό μου αν κάτι δεν σου αρέσει μπορείς όποτε θέλεις να φύγεις.
Όταν πήγε στο μπάνιο ο Κυριάκος ακούστηκε ο ήχος από μήνυμα που ήρθε στο κινητό του. Δεν το είχε κλειδωμένο και αμέσως ο Λάκης το διάβασε:
– Καλησπέρα καυλιάρικο μωρό μου, ήταν φοβερή η βραδιά που περάσαμε προχτές, φιλιά Γιώργος.
Ήταν ο τύπος που είχε το γυμναστήριο που πήγαινε ο Κυριάκος και είχαν παρθεί μερικές φορές.
Ο Λάκης έσβησε αμέσως το μήνυμα και, παλιός και με εμπειρία στα αγόρια, κατάλαβε με ποιον έχει να κάνει.
Όταν βγήκε από το μπάνιο ο Κυριάκος δεν του είπε τίποτα και φορώντας το μπουρνούζι που του έδωσε κάθισαν πάλι στον Καναπέ. Χαμήλωσε λίγο τα φώτα και άρχισε να τον χαϊδεύει.
– Μη φοβάσαι, του είπε, δεν πρόκειται να κάνω τίποτε που να μη σου αρέσει.
Τον φίλησε δυνατά στο στόμα και άρχισε να τον γλύφει σε όλο του το σώμα, παντού. Τον γύρισε μπρούμυτα για τον πηδήξει και ο Κυριάκος τραβήχτηκε απότομα.
– Δεν πηδιέμαι, του είπε σχεδόν άγρια, αλλά μην είσαι και εσύ τόσο απότομος.
Άφηνε μια πόρτα ανοιχτή γιατί ήθελε αλλά να μην νομίζει ο άλλος πως είναι και κανένας του χεριού του.
– Εντάξει μωρό μου θα το κάνω πιο ήρεμα, δεν φταίω εγώ φταίει το φοβερό σου κορμί που με τρελαίνει. Η εμπειρία του έλεγε πως δεν ήταν καθόλου παρθένος, αλλά έπαιζε και αυτός το παιχνίδι του Κυριάκου, έτσι για να μην τον κάνει να αισθανθεί άσχημα, αλλά και γιατί πραγματικά το γούσταρε πολύ το μικρό. Ένα γλειφιτζούρι ήταν να το πιπιλίσεις ολόκληρο. Αν του το έδειχνε όμως από την πρώτη φορά θα τον έχανε. Θα το καψούρευε πρώτα, έτσι σχεδίαζε.
Όταν τελείωσε ο Λάκης σηκώθηκε σχεδόν αμέσως να πάει στο μπάνιο. Σαν να τον χρησιμοποίησε όσο ήθελε και μετά έφυγε.
Σηκώθηκε και άρχισε να ντύνεται, και όσο ήταν στο μπάνιο, έριξε μια ματιά στο τσαντάκι του. Είδε το γεμάτο πορτοφόλι και βούτηξε ένα χαρτονόμισμα γρήγορα πριν έρθει. Δεν ήξερε πως ο Λάκης είχε κάμερες σε όλο το σπίτι και θα έβλεπε μετά τι έκανε. Όταν βγήκε ο Λάκης καθόταν ντυμένος στον καναπέ και έκανε το στεναχωρημένο. Δεν είπε τίποτα παρά μόνο πως πρέπει να φύγει γιατί δεν θέλει ν’ αργήσει να πάει σπίτι του. Ήταν ο πατέρας του στο νοσοκομείο και δεν θέλει να λείπει πολλή ώρα.
Το γνωστό φτηνό σενάριο, για να μπορέσει να μου ζητήσει λεφτά, σκέφτηκε ο Λάκης.
– Κρίμα γιατί ήθελα να μείνουμε λίγο ακόμα μαζί, μου αρέσεις και θέλω να ξαναβρεθούμε.
Αντάλλαξαν τηλέφωνα και έφυγε με το μπουφάν ο Κυριάκος. Μόλις βγήκε από το σπίτι φόρεσε το καινούριο του μπουφάν και καμάρωνε για τη βραδιά που πέρασε. Στη μάνα του θα έλεγε πως του το δάνεισε ένας φίλος του, για ν’ αποφύγει τις πολλές ερωτήσεις.
Στο δρόμο σκεφτόταν πόσο τυχερός ήταν που του έτυχε τέτοιο κελεπούρι, αν τον κάνω να με καψουρευτεί έχω λύσει το πρόβλημά μου. Λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο και όπως πάντα πίστευε πως τα ήξερε και μπορούσε να τα χειριστεί όλα.
Όταν είδε το βίντεο ο Λάκης έγινε έξαλλος, αλλά του άρεσε πολύ αυτό το κωλόπαιδο. Έγινε έξαλλος όχι γιατί του έκλεψε το χαρτονόμισμα, αλλά γιατί τον έφτιαχνε τα τεκνά να τον ψήνουν να του τα πάρουν όχι να τους τα δίνει χωρίς να προσπαθήσουν να τον ευχαριστήσουν. Αν τον έψηναν και πέρναγε καλά τότε γινόταν πολύ ανοιχτοχέρης. Και ήθελε να τον στρώσει σ’ αυτό τον Κυριάκο, όπως είχε κάνει και με πολλούς άλλους.
Τρεις μέρες περίμενε τηλέφωνο ο Κυριάκος αλλά ο άλλος είχε εξαφανιστεί. Κοίταζε συνέχεια το κινητό του αλλά τίποτα. Δεν ήθελε να πάρει πρώτος εκείνος, έπρεπε να δείξει πως δεν καίγεται κιόλας. Τη τέταρτη μέρα δεν άντεξε και του έστειλε ένα μήνυμα. Τέσσερις ώρες περίμενε για απάντηση και κοίταζε συνέχεια το κινητό του. Δεν άντεξε τελικά και τον πήρε αυτός τηλέφωνο. Είχε μια αγωνία μήπως και κατάλαβε πως τον έκλεψε. Και δεν ήθελε να χάσει με τίποτα αυτό το κελεπούρι. Δεν έπρεπε να τον κάνει από τη πρώτη φορά σκέφτηκε, αλλά ήταν τελείως άφραγκος.
Ο Λάκης είδε το τηλέφωνο και απάντησε έχοντας ένα μειδίαμα στα χείλια. Τον σκεφτόταν συνέχεια αλλά και αυτός δεν ήθελε να πάρει πρώτος τηλέφωνο για να μη νομίζει πως τον έχει του χεριού του.
– Έλα ρε μωρό, του είπε, που χάθηκες; Ρώτησε δήθεν άνετα. Το είδα το μήνυμά σου αλλά ήμουνα με κόσμο και δεν μπορούσα να απαντήσω, μόλις θα σε έπαιρνα και εγώ.
– Είχα κάτι τρεχάματα με τον πατέρα μου και δεν μπόρεσα να σε πάρω, εσύ όλα καλά;
– Όλα καλά στη Θεσσαλονίκη είμαι και θα γυρίσω αύριο το μεσημέρι, θέλεις να βρεθούμε το βραδάκι;
– Ναι μπορώ να βρεθούμε, σε πεθύμησα του είπε έχοντας πάρει το γλυκό του ύφος.
– Ωραία κλείσε τώρα να μην πληρώνεις και θα σε πάρω να κανονίσουμε. Ήθελε να τον αφήσει στην αγωνία του λίγο ακόμα. Ψέματα έλεγε δεν ήταν στη Θεσσαλονίκη αλλά είχε κανονίσει να βρεθεί το βράδυ με ένα παιδαρά Αλβανό που είχε γνωρίσει πρόσφατα. Τον Άλντι. Του στοίχιζε κάτι παραπάνω αλλά τον είχε και σαν σωματοφύλακα εκτός από εραστή. Όταν έφερνε κάποιο καινούριο τεκνό ο Λάκης ένιωθε ασφάλεια να είναι στο διπλανό δωμάτιο ο Άλντι.
Άρχισαν να βρίσκονται συχνά με τον Κυριάκο ο Λάκης, να πηγαίνουν για φαγητό, σινεμά, θέατρο, του αγόρασε και ρούχα για να μπορούν να κυκλοφορούν μαζί και τον χαρτζιλίκωνε καλά. Είχε βάλει όμως έναν όρο : να μην τον πιάσει με άλλον. Τον ήθελε μόνο δικό του. Έτσι γνωρίστηκε και με τον Άλντι ο Κυριάκος. Είχε γίνει του σπιτιού πια. Αυτό που άρεσε πιο πολύ απ’ όλα ήταν τα βράδια που έμενε στο σπίτι του Λάκη και δεν ήταν μόνος του με τις φοβερές ενοχές που τον βασάνιζαν για όλα αυτά που έκανε. Δεν είχε ξανακοιμηθεί με κάποιον και η παρουσία μιας ζεστής αγκαλιάς το βράδυ τον έκανε να σκεφτεί, πως ίσως και να μη χρειάζεται πάντα να προσποιείται να κρύβεται και να λέει ψέματα. Αλλά αυτό μόνο σαν σκέψη υπήρχε. Στην πράξη ήταν το εντελώς αντίθετο. Ήταν όμως πρωτόγνωρη εμπειρία και σαν να μαλάκωνε λίγο η ψυχή του. Ένιωθε επιθυμητός, έστω και με πληρωμή, αλλά το ένιωθε. Και το ένιωθε ακόμα πιο πολύ μέσα στην αγκαλιά του Λάκη τα βράδια.
Το πρωί γινόταν πάντα ό γνωστός Κυριάκος.
Ο Λάκης τον γνώρισε στους φίλους του, έτσι για να εντυπωσιάσει και να τους κάνει να ζηλέψουν με το τεκνό που κυκλοφορούσε. Σχεδόν όλοι του την έπεσαν κρυφά από το Λάκη και του έδωσαν το τηλέφωνό τους.
Αλλά ο Κυριάκος είχε βάλει άλλο στόχο τώρα. Από καιρό του κλαιγόταν του Λάκη πως όλοι οι φίλοι του έχουν μηχανή και αυτός αναγκάζεται να πηγαίνει με το λεωφορείο, και πως νιώθει κατώτερος ειδικά τώρα που κοντεύει να πάει στο στρατό θα φύγει με αυτόν τον καημό.
Σκεφτόταν πως αν πάρει την μηχανή θα τον παρατήσει και θα πάει με κάποιον άλλον από τους φίλους του Λάκη που ήταν όλοι φραγκάτοι. Πες πες τον έψησε το Λάκη να του πάρει μια μηχανή. Και μάλιστα ακριβή. Όταν κατέβηκε με τη καινούρια του μηχανή στην πλατεία στους φίλους του, έμειναν όλοι με το στόμα ανοιχτό. Προφανώς και δεν τους είπε αλήθεια για το που βρήκε τα λεφτά. Έκανε, είπε, οικονομίες έβαλε και κάτι γραμμάτια και την αγόρασε. Τώρα πια δεν τον χρειαζόταν το Λάκη, αλλά δεν θα τον άφηνε, θα του έπαιρνε ακόμα όσα μπορούσε και μετά θα κόλλαγε σε κάποιον από αυτούς που του την έπεφταν. Έτσι και έγινε. Για να είναι σίγουρος πως δεν θα ξεμείνει πήρε πρώτα τηλέφωνο ένα φίλο του Λάκη και του είπε πως θα κάνανε μαζί ότι γουστάρει αλλά να μη πει τίποτα στο Λάκη γιατί τον ζήλευε πολύ και θα είχε μπλεξίματα. Που να φανταστεί πως αυτόν που πήρε τον είχε βάλει ο Λάκης να του δώσει το τηλέφωνο για να τον τεστάρει αν ο όρος που του είχε βάλει να μην πάει με άλλον θα τον τηρούσε. Αμέσως ειδοποίησε το Λάκη ο φίλος του και κανονίσανε να συναντηθούνε. Χαρούμενος και φρεσκοπλυμένος ο Κυριάκος πήγε στο ραντεβού και αντί για το φίλο του Λάκη ήρθε ο Άλντι ο Αλβανός. Τα ‘χασε ο Κυριάκος αλλά αυτός τον ησύχασε και του είπε πως και ο ίδιος τα έχει με το φίλο του Λάκη και θα τον πήγαινε σπίτι του με το αυτοκίνητο και μετά θα έφευγε. Κάτι δεν του πήγαινε καλά του Κυριάκου, αλλά μπήκε στο αυτοκίνητο. Έμενε κάπου στους Θρακομακεδόνες και όταν βγήκαν από τη πόλη ο Άλντι σταμάτησε σε ένα ερημικό μέρος και με ύφος πολύ άγριο του είπε να κατέβει από το αυτοκίνητο. Άρχισε να φοβάται ο Κυριάκος και όχι άδικα. Όταν έφαγε τη πρώτη μπουνιά του εξήγησε ο Άλντι πως έχει έρθει για να τον σπάσει στο ξύλο και να τον παρατήσει εκεί γιατί ενώ του είχε πει ο Άλκης να μη πάει με κανέναν, αυτός καμάκωνε όλους τους φίλους του. Και πως δεν του έχει συγχωρέσει που τον έκλεβε. Στη δεύτερη μπουνιά που έφαγε άρχισε να φωνάζει βοήθεια, μα είχε βραδιάσει και δεν υπήρχε ψυχή γύρω. Έπρεπε να σκεφτεί κάτι και γρήγορα αν ήθελε να σωθεί. Τον πλήρωνε καλά για τέτοιες δουλειές ο Λάκης τον Αλβανό και αυτός του ήταν πιστός και έκανε ότι του έλεγε.
– Σταμάτα και έχω να σου πω κάτι που σε αφορά, κατάφερε να πει μέσα στα βογκητά του ο Κυριάκος.
– Λέγε του είπε άγρια.
– Άκουσα προχτές τον Λάκη να μιλάει με ένα φίλο του αστυνομικό και να του λέει πως του κοστίζεις πολλά και πως δεν σε θέλει άλλο. Κανονίζει να σε απελάσουν και θα το κάνει ξαφνικά χωρίς να καταλάβεις τίποτα. Σου την έχει στήσει γιατί πάντα έτσι κάνει με όσους τους βαριέται.
Ήταν το ευαίσθητο σημείο του Άλντι και τσίμπησε αμέσως. Σταμάτησε να τον χτυπάει και προσπαθούσε να καταλάβει αν λέει αλήθεια. Χαρτιά δεν είχε που μπήκε στην Ελλάδα και ένσημα δεν σου κολλάνε όταν κάνεις βίζιτες. Όποτε και αν τον πιάνανε θα τον έστελναν πίσω αμέσως. Είχε και πολλές εκκρεμότητες με την αστυνομία στην Αλβανία και τρόμαξε.
– Δεν σε πιστεύω κωλόπαιδο αλλά θα το ψάξω και αλίμονό σου αν μου λες ψέματα. Μέχρι να μάθω τι γίνεται έχεις προθεσμία ως αύριο το μεσημέρι να μου μεταβιβάσεις τη μηχανή που σου αγόρασε ο Λάκης. Αλλιώς εκτός από το ξύλο που θα φας θα μάθουν και οι δικοί σου όλα όσα κάνεις και πως είσαι πούστης.
– Εντάξει ότι θέλεις, είπε κατατρομαγμένος ο Κυριάκος. Μάλλον γλύτωσα σκέφτηκε.
– Αλλά δεν τελειώσαμε εδώ, του είπε και άρχισε να ξεκουμπώνεται.
– Τι κάνεις; Ρώτησε ο Κυριάκος και πόναγε όλο το σώμα του από το ξύλο που έφαγε. Αίματα έτρεχαν από τη μύτη και τα χείλια του από τις μπουνιές που είχε φάει.
– Αυτό το κωλαράκι σου το χαλβαδιάζω πολύ καιρό και το θέλω τώρα. Θα γδυθείς μόνος σου να σε πηδήξω ή θα σου σκίσω και τα ρούχα; Από τον τόνο της φωνής του κατάλαβε πως δεν υπήρχε περίπτωση να το γλυτώσει. Γδύθηκε και τον βίασε στα όρθια. Και όση ώρα τον πηδούσε τον έβριζε και τον ξεφτίλιζε. Έβγαλε επάνω του όλο το μίσος που έκρυβε για τη ζωή που έκανε και τη ζήλεια που ένιωθε για τους Έλληνες. Αλλά και τη ζήλεια που είχε προς τον Κυριάκο επειδή τον γούσταρε περισσότερο ο Λάκης.
– Περιμένω τηλέφωνό σου μέχρι αύριο το μεσημέρι, του είπε κουμπώνοντας το παντελόνι του, παλιοπουστάρα. Μη πάρεις και θα δεις τι θα πάθεις. Και μη σκεφτείς να πας στην αστυνομία έχω τόσους πολλούς φίλους εδώ που δεν θα ξέρεις που να κρυφτείς.
Μπήκε στο αυτοκίνητο και τον παράτησε εκεί στην ερημιά ματωμένο και σχεδόν λιπόθυμο. Και απελπισμένο.
Ήταν η πρώτη φορά που έχανε τον έλεγχο, που δεν μπόρεσε να χειριστεί μια κατάσταση. Πέρναγε τη χειρότερη νύχτα της ζωής του. Και το χειρότερο απ’ όλα ήταν πως κατηγορούσε τον εαυτό του για όσα έγιναν. Αισθανόταν τιποτένιος και σιχαινόταν τον εαυτό του για μια ακόμα φορά. Αισθανόταν τιποτένιος ακόμα περισσότερο αυτή τη φορά γιατί μόλις λίγες μέρες πριν είχε σκεφτεί μέσα στην αγκαλιά του Λάκη πως μπορεί και να χαλαρώσει λίγο από τον απόλυτο έλεγχο που προσπαθούσε να ασκήσει σε όλους που γνώριζε. Το απόλαυσε αλλά πολύ λίγο και το είχε πολύ ανάγκη. Είχε τόσο ανάγκη να μπορεί και αυτός να ακουμπήσει σε κάποιον να του ανοίξει τη ψυχή του και να νιώσει τη ζέστη της ανθρώπινης επαφής. Έκλαιγε για πολλή ώρα και πόναγε όλο του το σώμα αλλά πιο πολύ πόναγε η ψυχή του γιατί ένιωθε αδιέξοδο. Δεν μπορούσε να δει τίποτα σαν λύση, ούτε ένα σημάδι δεν υπήρχε μέσα του πως μπορούσε να αλλάξει τα πράγματα. Δεν ήξερε καθόλου πώς να το κάνει. Και αυτό τον έπνιγε. Ντρεπόταν τόσο πολύ και τους γονείς του που όχι μόνο δεν ήξεραν τι συνέβαινε, αλλά τους είχε πείσει πως ήταν από τα καλύτερα παιδιά. Και αυτοί με το δίκιο τους καμάρωναν. Ένιωθε πάλι πολύ έντονα πόσο σαθρή, πόσο εύθραυστη ήταν η ψυχή του. Πόσο έτοιμος ήταν να καταρρεύσει και να γίνει χίλια κομμάτια. Πόσο σκληρό σαν γυαλί ήταν όλο του το είναι και πόσο μα πόσο θα ‘θελε να μπορέσει να κοιτάξει κάποιος μέσα από αυτό το γυαλί και να παρατηρήσει πως η πιο βαθειά του επιθυμία είναι να του σπάσει το γυαλί και να τον αγκαλιάσει με αγάπη. Να τον φροντίσει και να τον στηρίξει για να μπορέσει και αυτός να του επιστρέψει όλα τα καταχωνιασμένα αποθέματα αγάπης που είχε και δεν ήξερε τι να τα κάνει, με ποιον να τα μοιραστεί. Με αυτές τις σκληρές και πικρές σκέψεις τον πήρε ο ύπνος. Για πολύ λίγο. Πετάχτηκε πάλι μόλις τον κατάχνιαζε ο ύπνος πιο πολύ τρομαγμένος, κάποια εικόνα που δεν μπορούσε να την θυμηθεί τον τρόμαξε την στιγμή που κουλουριασμένος χαλάρωνε και βυθιζόταν για να κοιμηθεί. Ούτε εκείνη τη στιγμή δεν άντεχε να μην έχει τον έλεγχο του εαυτού του και ξύπνησε. Προσπάθησε να σηκωθεί αλλά κάθισε πάλι. Πόναγε όλο του το σώμα, αλλά ήταν και σε απόγνωση μόνος του σε μια ερημιά και έκανε και κρύο. Κατάφερε μετά από πολλή προσπάθεια να σταθεί στα πόδια του και προσπαθούσε να σκεφτεί τι θα κάνει.
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν χτύπησε το τηλέφωνο του Κώστα.
– Έλα ρε κολλητέ πως και με παίρνεις τέτοια ώρα;
– Έμπλεξα άσχημα φίλε, πάρε αν μπορείς το αμάξι και έλα να με πάρεις από τους Θρακομακεδόνες, ακούστηκε η φωνή του Κυριάκου βαριά και ξεψυχισμένη.
Τρόμαξε ο Κώστας και προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει.
– Μη με ρωτάς μαλάκα έλα και θα σου τα πω από κοντά και του εξήγησε που βρίσκεται.
Ξεκίνησε αμέσως ο Κώστας και μετά από λίγη ώρα είδε τον Κυριάκο σ’ αυτή τη κατάσταση και τα ‘χασε. Μόνο του και χτυπημένο στην ερημιά.
– Τι έγινε φιλαράκο ποιος σε έκανε έτσι;
– Πήδαγα μια παντρεμένη και μας έκανε τσακωτούς ο άντρας της και με έσπασε στο ξύλο με ένα φίλο του. Πήγαινέ με σπίτι γιατί δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου.
– Σπίτι σου ρε μαλάκα; και τι θα πουν οι δικοί σου;
– Λείπουν στο χωριό θα γυρίσουν σε μια βδομάδα.
Τον έβαλε προσεκτικά στο αυτοκίνητο και τον πήγε σπίτι του. Αφού τον έπλυνε λίγο και του περιποιήθηκε όσο μπορούσε τα τραύματά του τον πήγε στο κρεβάτι του να ηρεμήσει λίγο και να ξεκουραστεί.
– Φεύγω ρε συ έχω τη γκόμενα σπίτι και θα περιμένει, δεν κατάλαβε γιατί έφυγα.
– Έτσι είναι, ο κολλητός σου πεθαίνει και εσύ να πηδήξεις μόνο σκέφτεσαι.
Άρχισε πάλι τα γνωστά του ο Κυριάκος. Ειδικά αυτή τη νύχτα δεν θα άντεχε καθόλου να μείνει μόνος.
Αλλά έπιασε η ενοχή που του έβαλε του Κώστα και έμεινε μαζί του τη νύχτα, κοιμήθηκαν στο ίδιο κρεβάτι όπως παλιά. Πήρε τηλέφωνο και τη γκόμενα και της είπε πως έγινε κάτι σοβαρό και θα της εξηγούσε αύριο. Την είχε πολύ ανάγκη αυτή την αγκαλιά ο Κυριάκος σήμερα και χώθηκε μέσα της. Όταν ήρθε πολύ κοντά του ο Κώστας του ήρθε εκείνη η γνωστή μυρωδιά του που τόσο πολύ τον έφτιαχνε. Η αντρίλα που δεν είχε κάνει ακόμα μπάνιο. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί, αλλά τον έκανε να νιώθει σιγουριά. Του την είπε όμως για να μη καταλάβει πως ένιωθε.
– Πάλι δεν έχεις κάνει μπάνιο ρε μαλάκα του είπε τάχα δυσαρεστημένος.
Κόμπλαρε πάλι ο καημένος ο Κώστας και του είπε απολογητικά:
– Το πρωί έκανα μπάνιο ρε κολλητέ αλλά δούλευα όλη μέρα σήμερα και την ώρα που με πήρες τηλέφωνο ετοιμαζόμουνα να μπω για μπάνιο επειδή θα ερχόταν η γκόμενα. Τα παράτησα όλα και έτρεξα να σε βρω, αν σ’ ενοχλεί πες μου να κάνω ένα ντουζάκι.
– Τέλος πάντων γάμησέ το τώρα δεν αντέχω. Έκλεισε τα μάτια του και αποκοιμήθηκε με αυτή τη μυρωδιά. Και ο Κώστας με τις ενοχές.
Κοιμήθηκαν πάνω από δέκα ώρες. Το πρωί έστειλε τον Κώστα να κάνει όλες τις διαδικασίες για να δώσει στον Αλβανό τη μηχανή και τότε ήταν που μπερδεύτηκε τελείως ο Κώστας.
– Καλά ρε μαλάκα δεν ήταν δική σου η μηχανή;
– Δική μου ήταν αλλά είχε υπογράψει και η παντρεμένη μερικά γραμμάτια και δεν θέλω να έχω καμιά σχέση μαζί της, θα στείλει έναν Αλβανό εργάτη που έχει στη οικοδομή ο άντρας της και θα τη μεταβιβάσεις σ’ αυτόν.
Ο γνωστός Κυριάκος με τα ψέματά του. Δεν ρώτησε τίποτε άλλο ο Κώστας, ήξερε πως θα τον μπέρδευε ακόμα περισσότερο και πήγε και έκανε τη μεταβίβαση.
Όταν έφυγε ο Κώστας έφτιαξε έναν καφέ και προσπάθησε να καταλάβει πιο ψύχραιμα τώρα τι έγινε χτες. Ήταν η πρώτη φορά που δεν μπόρεσε να χειριστεί μια κατάσταση. Κατέληξε πως δεν υπολόγισε καλά τον αντίπαλο και με την αλαζονική του συμπεριφορά τα έχασε όλα. Έτσι άδοξα τελείωσε η καριέρα του στη πορνεία σκεφτόταν αλλά όχι με θλίψη, μόνο θυμό με τον εαυτό του είχε. Έμαθε όμως πολύ καλά πως δεν θα μπορεί να χειρίζεται τους γύρω του πάντα όπως πίστευε απόλυτα μέχρι τώρα. Αυτό που τον προβλημάτιζε πιο πολύ ήταν πως είχε σχεδόν εξασφαλίσει την οικονομική άνεση που θα είχε όταν θα πήγαινε φαντάρος. Του είχε υποσχεθεί ο Λάκης πως θα του έστελνε λεφτά και μετά από αυτά που έγιναν ένιωθε απελπισία γιατί θα παρουσιαζόταν και θα υπηρετούσε στον Έβρο τους πρώτους μήνες και άφραγκος, δηλαδή με τα λίγα λεφτά που θα του έστελναν οι γονείς του.
Πόσο αλλιώς τα είχε υπολογίσει σκεφτόταν κοιτάζοντας από το παράθυρο του λεωφορείου που τον πήγαινε να παρουσιαστεί στη μονάδα. Ένιωθε σαν να πήγαινε στη κόλαση. Είχαν κανονίσει με το Λάκη να τον πάει να παρουσιαστεί εκείνος με το ακριβό του αυτοκίνητο και τώρα πήγαινε με το λεωφορείο. Χάλια.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

  +  62  =  65