Αυτά σκεφτόταν ο Κυριάκος κοιτάζοντας τον Αργύρη. Του φάνηκε σαν πίνακας αυτός ο άντρας που σαπουνιζόταν, με τις κινήσεις που κάνει κάποιος που ξέρει πως δεν τον βλέπει κανείς όταν πλένεται. Αυτές τις τόσο προσωπικές και ηδονικές κινήσεις που δεν περνάει απλά το σαπούνι πάνω στο σώμα, αλλά το αγκαλιάζει και το χαϊδεύει ερωτικά. Που αν τον έβλεπε κάποιος αυτή την ώρα θα ήταν κινήσεις χωρίς ερωτισμό. Κινήσεις ανάγκης και υποχρέωσης. Βιαστικές και με λίγη ντροπή. Κινήσεις αυτές είναι διαφορετικές στον κάθε ένα. Γιατί η ομορφιά είναι στο διαφορετικό όχι στο ίδιο.
Αυτό έκανε και ο Αργύρης, μα μόλις είδε τον Κυριάκο ξαφνιάστηκε και σταμάτησε να τραγουδάει. Για μια στιγμή μόνο, μετά συνέχισε. Τραγουδούσε και κοίταζε στα μάτια τον Κυριάκο. Με ένα ειρωνικό και απαξιωτικό βλέμμα και ένα μειδίαμα στα χείλια του. Το βλέμμα του άντρα που είναι σίγουρος για τον εαυτό του. Το βλέμμα του άντρα που φοβάται μόνο όταν υπάρχει πραγματικός λόγος. Όχι φανταστικός και αρρωστημένος όπως αυτός του Παύλου. Και με τον Κυριάκο όχι απλά δεν ένιωθε καθόλου φόβο, αλλά το ότι τον έδειρε τον έκανε να νιώθει ικανοποιημένος που έκανε το σωστό. Τις συνέπειες ποτέ δεν τις υπολόγιζε. Ας του έκαναν ότι ήθελαν. Η περηφάνια του θα τον έκανε να αντέξει και τα δύσκολα χωρίς να παραπονιέται ή να διαμαρτύρεται. Έτσι ζούσε πάντα. Και έτσι μπορούσε να αγαπάει τον εαυτό του σεμνά χωρίς να καμαρώνει με το αυτονόητο. Κάνοντας τους άλλους που τον είχαν κοντά τους να τον θέλουν να τον αγαπούν και να είναι περήφανοι. Γιατί η ηδονή και το γέμισμα της ψυχής του ήταν να δίνει και όχι να παίρνει. Θεωρούσε συναισθηματικά πεινασμένους σαν ζητιάνους αυτούς που ήθελαν να παίρνουν συνέχεια χωρίς να δίνουν, γιατί ελάχιστα χρειάζονταν τελικά από αυτά που έπαιρναν μα τα ήθελαν όλα. Είχε μάθει πως η ψυχή χορταίνει με πιο απλά πράγματα. Τα πολλά είναι δύσπεπτα και τα κάνει εμετό επειδή δεν τα χρειάζεται. Τα διδάχτηκε όλα αυτά από τον πατέρα του αλλά και από ένα υπέροχο καθηγητή που είχε στο λύκειο, τότε που διαμορφωνόταν η ψυχή του σαν άνθρωπος αλλά και σαν άντρας. Ήταν από τους λίγους τυχερούς που διδάχτηκε αλλά και ένιωσε αυτά που έμαθε. Κυρίως του έμαθαν πως αυτή η γνώση θα του ήταν άχρηστη αν δεν μπορούσε να τη περάσει στη ζωή του και να τη χαρεί.
Τέτοιους εμετούς είχε καταλάβει πως έκανε ο Κυριάκος. Είχε μάθει από τον Παύλο πόσο άσχημα ένιωθε μερικά βράδια και πόσο αυτό τον έκανε να θυμώνει με τον πληγωμένο και στερημένο από αγάπη εαυτό του, ρίχνοντας το φταίξιμο στους άλλους. Να προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τους γύρω του και να εκμεταλλευτεί τις αδυναμίες τους για να περνάει εκείνος καλά. Τον έπνιγε ο θυμός τον Αργύρη για όλα αυτά που είχε κάνει στον Παύλο Γι’ αυτό και δεν κρατήθηκε στο επεισόδιο με τη πόρτα και τον χτύπησε. Σκεφτόταν πως κάποιος που κάνει έναν τέτοιο εμετό είναι άρρωστος και χρειάζεται συμπαράσταση, αλλά αν αυτός ο εμετός σε πνίξει και εσένα πρέπει ή να φύγεις μακριά ή να το αντιμετωπίσεις. Και ο Αργύρης δεν ήταν από αυτούς που έφευγαν. Έμπαινε στο πόλεμο πάντα και ή θα κέρδιζε ή θα έχανε. Δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να λιποτακτήσει. Δεν του έπρεπε και δεν το επέτρεπε στον εαυτό του.
Είχε όμως ένα κενό σ’ αυτά που σκεφτόταν για τον Κυριάκο. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί πεταγόταν στον ύπνο του νομίζοντας πως πέφτει από ένα σκαλοπάτι, όπως του είχε πει ο Παύλος. Σκέφτηκε, σαν άντρας που έκανε ήσυχο ύπνο επειδή δεν τον βασάνιζαν στενάχωρες σκέψεις, πως θα πρέπει να του ήταν πολύ δύσκολο αυτό που πέρναγε, νιώθοντας λίγη συμπόνια. Αλλά υπερίσχυσε ο θυμός για τον τρόπο που συμπεριφερόταν στον Παύλο.
Του γύρισε τη πλάτη επιδεικτικά και συνέχισε να τραγουδάει και να σαπουνίζεται.
Ο Κυριάκος, ενώ σκεφτόταν να του κάνει επίθεση, για πρώτη φορά στη ζωή του δεν είχε να πει λέξη. Κοίταζε απλά αυτό το υπέροχο θέαμα. Και καύλωσε. Καύλωσε με το βλέμμα και το ύφος του Αργύρη. Τον ηδόνιζε και τον θύμωνε ταυτόχρονα που δεν ένιωθε ικανός να τον αντιμετωπίσει. Όχι από φόβο αλλά από σεβασμό στην ανωτερότητά του.
Το να είναι καυλωμένος ήταν ότι χειρότερο θα μπορούσε να του συμβεί τώρα. Όταν ήταν πολλοί μέσα στα μπάνια τα βόλευε κάπως όταν του σηκωνόταν γιατί ήταν και άλλοι καυλωμένοι, αλλά τώρα τι να πει που ήταν μόνο οι δυο τους; Τι να του έλεγε όταν θα τον έβλεπε. Πρωτόγνωρο του ήταν να μη μπορεί να σκεφτεί κάτι για να κρύψει αυτό που ένιωθε. Όση ώρα του είχε γυρισμένη τη πλάτη ο Αργύρης, χτύπαγε με τα χέρια του τ’ αρχίδια του μήπως και του πέσει από το πόνο, αλλά τίποτα.
– Έλα ρε μαλακισμένο να κάνεις μπάνιο, μη φοβάσαι δεν πρόκειται να σε χτυπήσω, του είπε ο Αργύρης γελώντας δυνατά. Και για να μη ντρέπεσαι δεν θα σε κοιτάζω που γδύνεσαι. Και γέλασε πιο δυνατά.
– Γιατί βρίζεις ρε συ; Σου έκανα τίποτα και με χτύπησες στον ΚΨΜ;
Είχε πάρει πάλι το μελιστάλαχτο ύφος του μέχρι να δει πως θα τον χειριστεί. Αλλά όχι με τη σταθερή φωνή που είχε με όλους τους άλλους. Είχε γδυθεί και ετοιμαζόταν να ανοίξει τη βρύση.
– Τι έγινε μικρέ πρίγκιπα καύλες έχουμε; Είπε ο Αργύρης γυρίζοντας να του απαντήσει, βλέποντάς τον καυλωμένο.
– Είμαι συνέχεια καυλωμένος γιατί έχω καιρό να πηδήξω, είπε σχεδόν ψελλίζοντας ο Κυριάκος, αλλά ήταν φανερό ότι έλεγε ψέματα. Ψέλλιζε γιατί ήταν από τις ελάχιστες φορές που δεν κατάφερε να κρύψει αυτό που αισθάνεται και αυτό τον έκανε να νιώθει ακόμα χειρότερα. Αλλά χωρίς να του πέφτει, λες και γινόταν επίτηδες.
– Α καλά και εγώ για μια στιγμή σκέφτηκα πως καυλώνεις με άντρες.
Το ύφος του ήταν περιπαικτικό. Δεν είχε τίποτα με τους ομοφυλόφιλους, είχε μάλιστα πάει μια φορά με κάποιον και είχε απολαύσει πολύ μια πίπα που του είχε κάνει. Από τότε δεν τον φόβιζε πολύ το να καυλώσει και μ’ έναν άντρα. Ήταν ανοιχτό μυαλό και δεν φοβόταν κυρίως τον εαυτό του. Αγαπούσε και εκτιμούσε αυτό που ήταν και αυτό τον έκανε ξεκάθαρο με τους άλλους. Και όταν εκτιμάς εσύ τον εαυτό σου το εκτιμούν όλοι. Αν δεν ενοχλώ κάποιον με αυτό που με φτιάχνει, σκεφτόταν, δεν έχω να δώσω λόγο σε κανένα για τίποτα. Αυτό έκανε τους άλλους να θέλουν να είναι κοντά του. Η αυτάρκεια και η ικανότητά του να του αρκούν λίγα πράγματα για να περνάει καλά. Σπάνια παραπονιόταν και ακόμα πιο σπάνια γαντζωνόταν πάνω σε κάποιον. Ήταν Σπαρτιάτης και όλη αυτή τη συμπεριφορά που του έβγαινε φυσικά και χωρίς μεγάλη προσπάθεια, την έβλεπαν και τη θαύμαζαν οι γύρω του. Οι πολύ φοβισμένοι από τη ζωή τους τη ζήλευαν κιόλας, αλλά δεν τους παρεξηγούσε και τους ανεχόταν εκτός και αν τον ενοχλούσαν ή φέρονταν άδικα. Τότε γινόταν θηρίο που επιτίθεται στο θήραμά του.
Του άρεσαν όμως πολύ οι γυναίκες, τις αγαπούσε και τις ήθελε κοντά του. Όχι μόνο για να πηδήξει, όπως τις λαχταρούσαν οι περισσότεροι, αλλά γιατί όποτε είχε μια στη αγκαλιά του ένιωθε την ολοκλήρωση της ένωσης. Τη χαρά της διαφορετικότητας. Την ηδονή που θα τη κυνηγούσε και θα τη κατακτούσε. Μόνο έτσι απολάμβανε το σεξ μαζί τους. Το έτοιμο το βαριόταν και γι’ αυτό δεν είχε πάει και ποτέ σε πουτάνα. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς μπορεί να πηδήξει ένας άντρας αν δεν του κάνει τα διάφορα κόλπα το θηλυκό για να τον καυλώσει. Χαιρόταν πολύ όταν καταλάβαινε πως το θηλυκό υγραίνεται περιμένοντας τη κατάκτησή του από αυτόν. Πάντα έπαιζε αυτό το παιχνίδι με τις γυναίκες γιατί ήξερε πως όσο πιο πολύ κρατούσε τόσο περισσότερο θα τον ήθελαν στο τέλος. Γέλαγε ικανοποιημένος όταν τελικά συνέβαινε και επειδή το είχε μάθει καλά το παιχνίδι, όταν έπεφταν στην αγκαλιά του όλα γίνονταν γλυκά και λειτουργούσαν δυναμικά όλες οι αισθήσεις του. Έτρεφε όμως μεγάλο σεβασμό για τις γυναίκες. Θεωρούσε πάντα πως όποτε τις είχε στην αγκαλιά του, του έκαναν ένα μεγάλο δώρο. Το δώρο της ολοκλήρωσης μέσα από την ένωση.
– Να ξέρεις πως ο Παύλος μου τα έχει πει όλα και είχα ορκιστεί να σε σπάσω στο ξύλο για τον τρόπο που του συμπεριφέρεσαι. Μα καλά δεν ντρέπεσαι λίγο ρε μαλάκα, έχεις κάνει υπηρέτη σου ένα παιδί που είναι τόσο φοβισμένο και τρομαγμένο; Να ξέρεις πως αν συνεχίσεις θα έχεις να κάνεις μαζί μου, ο Παύλος είναι φίλος μου και τον αγαπάω. Το ότι είναι δειλός δεν σημαίνει πως είναι και απροστάτευτος από κάτι κωλόπαιδα σαν εσένα. Θα σε κάνω μαύρο από το ξύλο αν τον ξαναπειράξεις και στ’ αρχίδια μου η εξουσία που έχεις. Έχω μάθει στη ζωή μου να μη φοβάμαι κάτι μαλακισμένα σαν εσένα. Μα καλά, δεν καταλαβαίνεις ρε μαλάκα πως δεν σε γουστάρει κανένας εδώ μέσα; Δεν σε νοιάζει που κανένας δεν σε θέλει για φίλο και έχεις καταντήσει σαν αγρίμι και τελείως μόνος σου; Πώς το αντέχεις ρε μαλάκα να ξέρεις πως όλοι σε φτύνουν από πίσω σου αλλά δεν μιλάνε γιατί σε φοβούνται; Και εδώ δεν τρέχει τίποτα σε λίγο θα φύγεις, όταν βγεις έξω και κάνεις τα ίδια, πώς θα μπορέσεις να έχεις μια αγκαλιά, έναν άνθρωπο που να τον εμπιστεύεσαι και να σε αγαπάει; Θα σε τρελάνει αυτή η μοναξιά που διάλεξες για τη ζωή σου μαλάκα, άλλαξε αν θέλεις να χαρείς αλλιώς και θα μπλέξεις άσχημα με κανέναν που δεν θα μπορέσεις να τον κάνεις ότι θέλεις, αλλά σίγουρα θα έρθει και μια στιγμή που θα μετανιώσεις για όσα έχεις κάνει. Πρόσεξε μόνο να μην είναι αργά.
Το πρόσωπο του Αργύρη είχε αγριέψει και ο Κυριάκος σκέφτηκε πως θα τον πλακώσει στο ξύλο και εδώ μέσα.
Από τη ταραχή του για όσα άκουσε και τον πόνεσαν γλίστρησε και κόντεψε να πέσει. Τρόμαξε ο Αργύρης και έτρεξε να τον πιάσει. Ήταν θυμωμένος αλλά στην ανάγκη του άλλου έβαζε το θυμό στην άκρη. Είχε σηκωθεί όταν πλησίασε.
– Δεν χρειάζομαι τη βοήθειά σου, είπε σχεδόν ειρωνικά.
– Εδώ δεν τη χρειάζεσαι αλλά όταν πας να κοιμηθείς και πετάγεσαι από τον ύπνο σου νομίζοντας πως πέφτεις από σκαλοπάτι, ίσως τη χρειάζεσαι, του απάντησε και αυτός επιθετικά.
Πάγωσε ο Κυριάκος με αυτό που άκουσε. Χρόνια προσπαθούσε να καταλάβει τι σκεφτόταν τη στιγμή που νόμιζε πως έπεφτε. Τώρα που του το είπε ο Αργύρης έμεινε ακίνητος. Τον είχε βασανίσει τόσο πολύ αυτό το πέταγμα από τον ύπνο και επί τέλους μάθαινε τι συνέβαινε. Από τον Αργύρη. Αυτόν που τον είχε χτυπήσει και που δεν τον φοβόταν.
Έμεινε για πάνω από ένα λεπτό άφωνος κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
– Πως το ξέρεις αυτό, κατάφερε να ψελλίσει.
Δεν περίμενε να του κάνει τέτοια εντύπωση αυτό που του είπε ο Αργύρης, αλλά ένιωσε πως εκτός από την έκπληξη είχε μαλακώσει η φωνή του. Δεν επρόκειτο βέβαια να καρφώσει τον Παύλο.
– Ξέρω και πολλά άλλα που ούτε τα έχεις φανταστεί μαλακισμένο που μου το παίζεις ξερόλας και πως τα μπορείς όλα μόνος σου. Κανέναν δεν θα έχεις ποτέ δίπλα σου να σε κρατήσει την ώρα που πέφτεις. Και αν συνεχίσεις έτσι θα πεθάνεις με αυτόν το φόβο.
Επίτηδες τα έλεγε ο Αργύρης γιατί γούσταρε που τον είχε μπροστά του τρομαγμένο. Επί τέλους και μια στιγμή που ο πρίγκιπας είχε κατέβει από το θρόνο του σκεφτόταν.
Ο Κυριάκος μόλις άκουσε όλα αυτά κατέρρευσε. Κάθισε κάτω γυμνός με το νερό να τρέχει πάνω του και ξέσπασε σε λυγμούς. Ήταν ένα κλάμα σιγανό και συνεχές που τον τράνταζε ολόκληρο.
Τα ‘χασε ο Αργύρης, του ήταν αδύνατο να βλέπει άνθρωπο να κλαίει, και ειδικά εξαιτίας του. Πήγε κοντά του και κάπως μαλάκωσε και αυτός.
– Έλα ρε μαλακισμένο αν ήξερα πως σε πονάει τόσο πολύ αυτό που είπα δεν θα στο έλεγα ποτέ. Αν με ήξερες θα καταλάβαινες πως δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος.
Ήταν πολύ κακός στις δικαιολογίες γιατί δεν του χρειάζονταν. Ήταν ευθύς τύπος και όποτε έπρεπε να δικαιολογηθεί, προτιμούσε να ζητήσει συγνώμη για μια μαλακία που είχε κάνει.
– Σταμάτα να κλαις ρε σειρά μου ματώνεις τη ψυχή και δεν ξέρω τι να κάνω του είπε και τον χάιδεψε τρυφερά στο κεφάλι.
Είχε καθίσει κοντά του πάνω στα πόδια του. Σε άλλη περίπτωση ο Κυριάκος θα τον είχε χουφτώσει πρόστυχα. Όμως το μόνο που ένιωθε τώρα ήταν πως μπορούσε για πρώτη φορά στη ζωή του να πει αλήθεια. Να πει στον Αργύρη όλα αυτά που περνάει με τις φρικτές ενοχές που έχει κάθε βράδυ για όλα τα απαίσια πράγματα που έχει κάνει. Δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει και ο Αργύρης δεν ήξερε τι να του πει για να τον ηρεμήσει. Δεν του είχε ξανατύχει τέτοια περίπτωση και δεν ήξερε πώς να την αντιμετωπίσει.
Επί τέλους σταμάτησαν οι λυγμοί του Κυριάκου και του σκούπισε τρυφερά και με πολλή συμπόνια ο Αργύρης το πρόσωπο. Δεν μίλησαν καθόλου για μερικά λεπτά. Τον άφησε ο Αργύρης έχοντας βάλει το χέρι του στον ώμο του Κυριάκου για να νιώσει καλύτερα. Ήταν το πιο ζεστό άγγιγμα που είχε νιώσει ποτέ. Είχε δίπλα του έναν άντρα που του άρεσε ακουμπάει κάποιος πάνω του. Είχε μάθει να μη στηρίζεται σε άλλους παρά μόνο στον εαυτό του. Το αντίθετο ακριβώς ήταν που χρειαζόταν τόσο πολύ τώρα ο Κυριάκος.
Τον κοίταξε και η ματιά του για πρώτη φορά στη ζωή του ήταν καθαρή και ας ήταν κόκκινα από το κλάμα τα μάτια του. Ήταν καθαρή και όχι ύπουλη και πονηρή που όποιος την έβλεπε ήταν σίγουρος πως από πίσω υπήρχε και δεύτερη σκέψη. Και επειδή η δεύτερη σκέψη είναι πάντα άγνωστη, όλοι ήταν επιφυλακτικοί μαζί του.
– Θέλω πάρα πολύ να σου μιλήσω, είσαι ο μόνος που αισθάνομαι πως μπορεί να με καταλάβει, του είπε με πολύ βραχνή φωνή αλλά σταθερά και αποφασισμένα.
– Όποτε θέλεις ρε σειρά άνθρωποι είμαστε και πρέπει να βοηθάει ο ένας τον άλλον είπε ο ψυχοπονιάρης Αργύρης. Αλλά υπάρχει ένας όρος.
– Ζήτα μου ότι θέλεις, είπε ο Κυριάκος.
– Δεν θέλω τίποτα ρε μαλάκα που όλες τις σχέσεις τις βάζεις στο πάρε δώσε.
– Τότε ποιος είναι ο όρος;
– Δεν θα μου μιλήσεις μόνο εσύ αλλά θα το βουλώσεις και θα με ακούσεις κι εμένα.
– Ό,τι πεις, θα κάνω ό,τι θέλεις.
Όση ώρα συνομιλούσαν δεν κατάλαβε πως ο Αργύρης δυσκολευόταν να κρατηθεί καθιστός στα πόδια του. Και ξαφνικά έπεσε και ξαπλώθηκε κάτω, ανάσκελα. Έμεινε εντελώς ακίνητος αλλά αντιλαμβανόταν τι συνέβαινε γύρω του. Πετάχτηκε πάνω ο Κυριάκος τρομαγμένος προσπαθώντας να καταλάβει τι έπαθε.
– Δεν είναι τίποτα μην τρομάζεις, υποφέρω από ιλίγγους και το παθαίνω συχνά τώρα τελευταία. Σε λίγη ώρα θα συνέλθω αλλά πρέπει να μείνω ξαπλωμένος για λίγο διάστημα. Ευτυχώς που έχω φίλους εδώ και με βοηθάνε γιατί θα είχα μεγάλο πρόβλημα με τις σκοπιές και τις δουλειές της μονάδας.
Τρόμαξε πολύ ο Κυριάκος γιατί δεν ήξερε τι να κάνει. Είχε νιώσει τεράστια ανακούφιση που επί τέλους βρήκε κάποιον να του ανοιχτεί. Όση ώρα όμως ήταν ξαπλωμένος ο Αργύρης πάλευε μέσα του με τον παλιό του εαυτό. Σκεφτόταν πως τώρα που ήταν ανήμπορος μπορούσε να τον χρησιμοποιήσει όπως ήθελε. Και να πάρει εκείνος το πάνω χέρι αφού τον είχε ανάγκη. Χωρίς όμως να μπορεί να ερμηνεύσει γιατί, έμεινε δίπλα του μέχρι να συνέλθει. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσε την ανάγκη να φροντίσει κάποιον χωρίς υστεροβουλία και χωρίς να έχει κάποιο όφελος. Ταυτόχρονα θυμήθηκε πως τον είχε χτυπήσει και τον έπιανε θυμός, σε σημείο που να θέλει να του κάνει κακό. Να τον εκδικηθεί που δεν μπόρεσε να τον χειριστεί. Όλη αυτή η σύγκρουση μέσα του τον έκανε να μη μπορεί να κινηθεί. Ήταν εξ’ ίσου έντονα και τα δύο συναισθήματα και δεν μπορούσε να καταλήξει τι να κάνει. Τόσα χρόνια μαθημένης συμπεριφοράς δεν μπορούσαν να αλλάξουν σε λίγη ώρα. Άσε που δεν ήξερε πώς είναι να φέρεται κανείς χωρίς να χειρίζεται ανθρώπους και καταστάσεις. Ένιωσε απελπισμένος και πανικόβλητος.
– Που ταξιδεύεις ρε μαλακισμένο πάλι, βοήθησέ με να σηκωθώ. Είμαι καλά τώρα.
– Και τι είμαι εγώ ρε συ, υπηρέτης σου; Να σε βοηθήσει ο φίλος σου ο Παύλος, είπε ο Κυριάκος που θυμήθηκε το γνωστό του εαυτό.
– Ε τώρα θα το φας το ξύλο δεν θα το γλιτώσεις παλιοκαριόλη, τι σκατά ψυχή κουβαλάς δεν μπορώ να καταλάβω. Στ’ αρχίδια μου, θα σηκωθώ μόνος μου και να πας να γαμηθείς. Δεν σε χρειάζομαι μαλάκα όπως ποτέ μου δεν χρειάστηκα σκουπίδια σαν εσένα στη ζωή μου. Με παρέσυρες με τις κλάψες σου και πίστεψα για λίγο πως είσαι άνθρωπος. Αλλά έχεις πολύ άρρωστο μυαλό.
Τρόμαξε ο Κυριάκος αλλά σκέφτηκε να πάει με τα νερά του μέχρι να καταλήξει τι θα κάνει μαζί του. Προσπάθησε να τον βοηθήσει.
– Φύγε και μη μ’ ακουμπάς δε γουστάρω τη βοήθειά σου. Πήγαινε να φωνάξεις τον Παύλο, και μόνο που σε βλέπω με αηδιάζεις.
Σηκώθηκε ντροπιασμένος ο Κυριάκος αλλά είχε μπει για καλά πάλι στο παλιό του εαυτό. Έκρυψε τη ντροπή του ντύθηκε και όντας όρθιος του είπε:
– Δεν με χρειάζεσαι τώρα και με διώχνεις, αλλά να ξέρεις πως γρήγορα θα με χρειαστείς και τότε θα σε γράψω και εγώ.
Τα λόγια του και το ύφος του έκρυβαν πολύ θυμό ίσως και μίσος. Είπε πάλι και έδειξε το αντίθετο από αυτό που ένιωσε για τον Αργύρη. Τη συμπάθεια τη συγκίνηση και την ανακούφιση για όσα είχαν γίνει πριν τη μετέτρεψε σε θυμό, τόσο δύσκολο και άγνωστο του ήταν να τα εκφράσει. Στο μοναδικό άνθρωπο που τον έκανε να χαλαρώσει και να αισθανθεί γλυκά και για λίγο πως δεν είναι μόνος του, φερόταν σαν να του είχε κάνει το μεγαλύτερο κακό. Τον τρόμαζε το καλό και η ντόμπρα συμπεριφορά. Δεν είχε μάθει να χαίρεται και δεν ήξερε πώς να απολαύσει τη χαρά του. Οι γνωστές και αβάσταχτες ενοχές για τη συμπεριφορά του, αλλά ο άλλος του εαυτός δεν τον άφηναν ήσυχο.
Ουρλιάζοντας σχεδόν είπε στον Κυριάκο:
– Σήκω φύγε ρε κωλόπαιδο από εδώ που θα τολμήσεις να με απειλήσεις κιόλας. Όταν θα σηκωθώ φρόντισε να μη σε συναντήσω. Δεν θα ξέρεις από πού να φύγεις που πίστεψες, επειδή για λίγο με είδες ανήμπορο, πως μπορείς να μου κάνεις οτιδήποτε.
Κλείνοντας την πόρτα στα μπάνια έφυγε ο Κυριάκος σε κακό χάλι. Τον Αργύρη δεν τον άφησε να καταλάβει τίποτα αλλά στη διαδρομή μέχρι το δωμάτιό του τα μάτια του έτρεχαν και δεν μπορούσε να σταματήσει. Σκεφτόταν τι θα έλεγε ο Παύλος όταν τον έβλεπε σ’ αυτήν την κατάσταση αλλά ήταν η πρώτη φορά που δεν τον ένοιαζε. Τα λόγια του Αργύρη τον είχαν ταράξει πολύ. Ειδικά το ότι ήξερε για το πέταγμά του στον ύπνο του. Αυτό τον σόκαρε ακόμα περισσότερο αλλά ο άλλος του εαυτός του σκλήραινε την καρδιά και δεν μπορούσε να ηρεμήσει και να χαρεί αυτό τον Καινούριο συναίσθημα. Πόσο πολύ θα ‘θελε να επιμείνει λίγο ο Αργύρης και να μην τον αφήσει να γυρίσει πίσω. Αλλά γιατί να το κάνει, σκεφτόταν, μήπως τον ήξερε και από παλιά; Μέχρι και ο τρόπος που γνωρίστηκαν ήταν βίαιος και άσχημος, ειδικά δε μετά την τελευταία του συμπεριφορά δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να ξαναμιλήσουν και να μπορέσει να αφεθεί πάνω του λίγο που τόσο πολύ το είχε ανάγκη. Πολύ έντονα και συγκρουόμενα όλα αυτά και ήταν σε πανικό. Από την μια έβριζε, κατηγορούσε και σιχαινόταν τον εαυτό του για τον τρόπο που συμπεριφερόταν και από την άλλη ήταν χαρούμενος που επί τέλους βρέθηκε ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να του ανοίξει ειλικρινά την καρδιά του και να ξαλαφρώσει λίγο από το τόσο βάρος. Αυτό το βάρος που τώρα, για πρώτη φορά, άρχισε να βλέπει καθαρά πως δεν είναι μια κανονική κατάσταση αλλά μια διαρκής ψυχική εξάντληση. Πρώτη φορά σαν να είδε μέσα του μια αχτίδα να λάμπει και να του λέει πως μπορεί να υπάρχει και μια συμπεριφορά που δεν είναι τόσο βασανιστική. Να ανοιχτεί λίγο, να μη λέει συνέχεια ψέματα, να μην κρύβεται και να μη δείχνει πάντα έναν άλλο Κυριάκο από αυτόν που στην πραγματικότητα είναι. Έναν Κυριάκο που με αυτό και μόνο που είναι πραγματικά, μπορεί να τον επιθυμούν και να τον θέλουν. Μα το πιο σημαντικό ακόμα, αυτό που τον έκανε να σκιρτήσει ήταν πως ένιωσε χαρά που βοήθησε και φρόντισε και νοιάστηκε, έστω και για πολύ λίγο, κάποιον χωρίς υστεροβουλία, έτσι επειδή του βγήκε από μέσα του σαν ανάγκη. Και η έκπληξη: Ο Αργύρης του το ανταπέδωσε αμέσως χωρίς να χρειαστεί να κάνει κάτι για να το πάρει. Αυτό το τόσο απλό και συναίσθημα έγινε χωρίς τα γνωστά ψέματα.
Ένιωθε σαν να βρισκόταν η ψυχή του μέσα σ’ ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι χωρίς την εξώπορτα. Και εκείνος κοίταζε το δρόμο με το άπλετο φως μέσα από τη πόρτα, όντας στο μισοσκόταδο. Ήταν ακίνητος και δεν μπορούσε να κάνει τα τρία βήματα που χρειάζονταν, για να βγει στο φωτεινό δρόμο και να φύγει. Κοίταζε μόνο τη χαλασμένη κάσα της πόρτας από μέσα και έκλαιγε και λαχταρούσε να μπορέσει να κουνήσει τα πόδια του για να βγει. Μα ο φόβος του δρόμου έκανε τα πόδια του ν’ αρνούνται να κινηθούν. Κανείς δεν του έμαθε ποτέ τι δρόμος είναι αυτός, πως να τον περπατήσει, πού θα τον πάει, ήταν σίγουρος όμως πως ήταν ο δρόμος ο δικός του. Ο δρόμος της ζωής του.
Όταν η αλήθεια μπει μέσα στον οργανισμό, λειτουργεί σαν πανίσχυρο και πολύ ανθεκτικό μικρόβιο, που μολύνει όλο το είναι. Δεν αφήνει κανένα σημείο της ύπαρξης χωρίς να εισβάλλει. Και δρα αργά, αλλά σταθερά και μόνιμα. Έρχεται η στιγμή που σε κατακλύζει και σε κυριεύει. Δεν έχει καμιά ελπίδα αυτός που θα μολυνθεί να το ξεριζώσει από μέσα του. Και όταν πια θα υπάρχει παντού, νιώθει τη ζωή σαν πλοίο σε θάλασσα ήρεμη. Τη θάλασσα της ζωής του. Που έχει περάσει η τρικυμία και απολαμβάνει το ταξίδι.
Πολλοί το φοβούνται αυτό το μικρόβιο και τρομάζουν με την ιδέα αυτής της μόλυνσης, το αποφεύγουν και κάνουν προσπάθειες να προστατευτούν. Δεν αντέχουν τα συμπτώματά του. Έτσι πίστευε και ο Κυριάκος. Αλλά ο Αργύρης τον μετέδιδε παντού όπου βρισκόταν. Και τον κόλλησε και τον Κυριάκο.
Με αυτές τις σκέψεις μπήκε στο δωμάτιο όπου είχε αφήσει τον Παύλο να τον περιμένει για να τον βοηθήσει να ντυθεί και να φύγει.
– Που είναι ρε τα ρούχα μου, του είπε απότομα μπαίνοντας μέσα.
Το γνώριζε αυτό το φουρτουνιασμένο πρόσωπο και το φοβόταν ο Παύλος και έτρεξε να του τα φέρει.
– Εδώ στα έχω όλα έτοιμα απάντησε και τον κοίταζε στο πρόσωπο.
Δεν είχε ξαναδεί τα μάτια του κόκκινα και παραξενεύτηκε, αλλά δεν είπε τίποτα. Δεν τολμούσε να μιλήσει όταν τον έβλεπε έτσι.
– Τι κοιτάς έτσι ρε μαλάκα, κάτι μπήκε στο μάτι μου το έτριψα και κοκκίνισε.
Όση ώρα ετοιμαζόταν δεν ανέφερε τίποτα για τον Αργύρη. Τον ηδόνιζε η αγωνία που θα πέρναγε ξαπλωμένος και γυμνός στο πάτωμα χωρίς να μπορεί να σηκωθεί. Μέσα του όμως δεν πίστευε πως με αυτά τα παλιά κόλπα θα έπαιρνε το παιχνίδι. Από συνήθεια το έκανε.
Φεύγοντας, μετά από αρκετή ώρα που είχε καθυστερήσει επίτηδες για να εκνευρίσει περισσότερο τον Αργύρη, είπε του Παύλου:
– Πήγαινε να βοηθήσεις τον Αργύρη στα μπάνια, είχε πάλι ίλιγγο και είναι ξαπλωμένος χωρίς να μπορεί να σηκωθεί, με ένα δήθεν αδιάφορο ύφος.
Πετάχτηκε ο Παύλος γιατί ήξερε πόσο δύσκολο ήταν για το φίλο του αυτό.
– Και δεν το λες τόση ώρα ρε συ, τόλμησε να του πει απορημένος αλλά και πολύ θυμωμένος.
– Άντε γαμήσου ρε μαλάκα που θα μου κάνεις και παρατήρηση.
Του έριξε και ένα άγριο βλέμμα και έφυγε για να συναντήσει τον Μπάμπη.
Έτρεξε βρίζοντας στο δρόμο ο Παύλος να βοηθήσει τον Αργύρη. Του ήταν αδύνατο να καταλάβει γιατί ήταν τόσο σκληρός άνθρωπος ο Κυριάκος. Και τον φοβήθηκε ακόμα περισσότερο.
Όταν μπήκε στα μπάνια βρήκε τον Αργύρη ξαπλωμένο και σε έξαλλη κατάσταση βρίζοντας τον Κυριάκο.
– Άντε ρε που είσαι τόση ώρα, πάγωσα εδώ κάτω. Ο άλλος ο καριόλης δεν σου είπε τίποτα;
– Μου το είπε αμέσως αλλά εκείνη την ώρα ήμουνα με τον αξιωματικό υπηρεσίας που ήθελε κάτι και δεν μπορούσα να φύγω.
Ψέματα έλεγε από φόβο μη ξανατσακωθεί με τον Κυριάκο.
– Καλά βοήθησέ με να πάω στο θάλαμο και θα ασχοληθώ αργότερα με τον Κωλόπαιδο.
Είχε βραδιάσει σχεδόν όταν έφτασε στο μπαρ του Μπάμπη.
– Καλώς την εξουσία, είπε γελώντας ο Μπάμπης μόλις μπήκε μέσα.
– Μπορείς αν θέλεις να την έχεις και εσύ, του απάντησε με υπονοούμενο ο Κυριάκος.
– Πάντα πίστευα πως εμείς οι δυο θα συνεννοηθούμε και θα περάσουμε καλά, του είπε και κάθισε στο τραπέζι του.
– Φέρε ποτά, είπε σε μια από τις γυναίκες του μπαρ.
Από τους προμηθευτές είχε μάθει τα κατορθώματα του Κυριάκου ο Μπάμπης και κατάλαβε πως έχει να κάνει με πολύ πονηρό αγόρι. Αυτό από τη μια τον βόλευε και από την άλλη τον έκανε να είναι προσεκτικός μαζί του. Ήταν ο μόνος που του είχε πολύ εμπιστοσύνη ο Διοικητής και σίγουρα μάθαινε πράγματα που θα μπορούσαν να του είναι χρήσιμα. Θυμόταν τις ματιές που του έριξε στο σορτσάκι όταν πρωτοσυναντήθηκαν και προσπαθούσε να ξετυλίξει το κουβάρι για να δει πως θα μπορέσει τον διπλαρώσει. Το να μπορεί να μαθαίνει πώς σκέφτεται ο Διοικητής και τι σχεδιάζει θα του ήταν πολύ χρήσιμο.
Ήταν ένα μπαρ με πουτάνες που τις έφερνε από τη Βουλγαρία. Από εκεί έφερνε και του γαμιάδες του Διοικητή. Τους πέρναγε όλους από τα σύνορα με τη βοήθεια κάποιων φίλων του τελωνειακών. Με το αζημίωτο πάντα. Στις πουτάνες κρατούσε τα διαβατήρια και τις έβαζε να δουλεύουνε για δυο τρεις μήνες και μετά τις έστελνε πίσω. Τους γκόμενους του Διοικητή τους κρατούσε μόνο μια δυο μέρες και μετά τους έδιωχνε. Ήταν πολλά τα λεφτά που έβγαζαν οι Βούλγαροι από τις βίζιτες για τη χώρα τους και τον είχαν πολύ σε εκτίμηση τον Μπάμπη. Έφερε τα ποτά ο μπάρμαν, ένας πολύ ωραίος γκόμενος που έκανε τον Κυριάκο να ταραχτεί από την ηδονή. Φορούσε άσπρο πουκάμισο και μαύρο στενό παντελόνι. Καθαρός και περιποιημένος με καδένα στο λαιμό, χρυσό δαχτυλίδι και νυχάκι στο μικρό δάχτυλο. Ήταν γύρω στα τριάντα. Από τότε που ήρθε στην μονάδα δεν είχε κάνει καθόλου σεξ και ήταν πολύ φανερό στο βλέμμα που του έριξε. Έχοντας μάθει από τον Μπάμπη ποιος ήταν, του ανταπέδωσε ένα έντονα προσκλητικό βλέμμα. Κάτι τέτοιοι τύποι είναι πάντα χρήσιμοι, σκέφτηκε. Ήθελε όμως να γνωριστεί με τον Κυριάκο και τον βόλευε πολύ που ο Μπάμπης τον έβαλε να του τη πέσει. Ήθελε με κάθε τρόπο ο Μπάμπης να τον κάνει δικό του άνθρωπο γιατί δεν πολυεμπιστευόταν το Διοικητή, και όσα περισσότερα μάθαινε γι’ αυτόν τόσο πιο πολύ θα τον είχε στο χέρι. Πήγε να κατουρήσει ο Μπάμπης επίτηδες για να δώσει την ευκαιρία στον μπάρμαν να πλησιάσει τον Κυριάκο. Αμέσως ήρθε ο μπάρμαν και του έδωσε ένα χαρτάκι που του έγραφε: πρέπει να μιλήσουμε, σχολάω σε μια ώρα πάρε με τηλέφωνο. Το έβαλε στη τσέπη του ο Κυριάκος και του έκλεισε το μάτι διακριτικά.
– Λοιπόν για πες μας πως τα περνάς με το Διοικητή σου φιλαράκι; Ρώτησε τάχα αδιάφορα ο Μπάμπης.
– Κοίταξε επειδή δεν έχω πολύ χρόνο θέλω να μιλήσουμε ανοιχτά. Τα ξέρω όλα. Από εμένα δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα, είπε πολύ σοβαρά ο Κυριάκος.
– Όλα; Είπε ο Μπάμπης. Ρε το μαλάκα το Διοικητή και μου έλεγε πως δεν το έχει πει σε κανένα. Θα πρέπει να σου έχει πολύ εμπιστοσύνη για να σου μιλήσει ανοιχτά. Σου είπε και για του Βούλγαρους γκόμενους;
– Σου είπα τα ξέρω όλα. Αν όμως μάθει πως σου τα είπα θα με καθαρίσει. Εγώ ήρθα εδώ γιατί νομίζω πως δεν είναι εντάξει μαζί σου. Σε τέτοιες επικίνδυνες δουλειές πρέπει να υπάρχει απόλυτη εμπιστοσύνη. Αλλιώς χαλάνε και μπλέκουν όλοι. Εμένα δε μου πέφτει λόγος αλλά δεν το μπορώ το άδικο. Να του ξηγιέσαι εσύ τόσο σπαθί και αυτός να κοιτάζει τη πάρτη του μόνο.
Άδεια έριχνε για να πιάσει γεμάτα ο Κυριάκος και τσίμπησε ο Μπάμπης.
– Δηλαδή τι εννοείς κοιτάζει τη πάρτη του μόνο; Ρώτησε με αγωνία τώρα ο Μπάμπης.
– Δεν μπορώ να σου πω περισσότερα αλλά από τότε που με βοήθησες να έρθω στη μονάδα σε έχω εκτιμήσει πως είσαι εντάξει τύπος. Πιο πολύ γουστάρω να τα έχω καλά μαζί σου παρά με τον κωλόγερο που μου έχει σπάσει τα νεύρα με τις ιδιοτροπίες του και τις αναποδιές του. Και είμαι και σε μια φάση τώρα που δεν μπορώ να ησυχάσω. Είναι η μάνα μου πολύ άρρωστη και δεν με αφήνει να πάω να τη δω. Του ζήτησα μερικές μέρες άδεια για να πάω να δουλέψω για να βγάλω τα λεφτά για μια ακριβή εγχείρηση που πρέπει να κάνει και δεν μου τις έδωσε. Με χρειάζεται λέει εδώ. Αφού του βρήκα του μαλάκα οδηγό που θα με αντικαθιστούσε για λίγο, πάλι δεν με άφησε. Τόσο καθίκι είναι, Γι’ αυτό τα έχω πάρει άσχημα μαζί του. Ούτε τη μάνα μου δε σεβάστηκε. Είμαι πολύ στεναχωρημένος γιατί ούτε δάνειο μπορούμε να πάρουμε και περίμενε η καημένη μόνο από εμένα.
Βλάκας δεν ήταν ο Μπάμπης, της πιάτσας ήταν και τα ήξερε αυτά πολύ καλά. Αμέσως κατάλαβε πως ήθελε ο Κυριάκος να μπει στο παιχνίδι. Δεν θα τολμούσε όμως να ρωτήσει το Διοικητή γιατί αν λέει αλήθεια αυτό το κωλόπαιδο, θα έμπλεκε άσχημα. Τον ήθελε όμως μαζί του τον Κυριάκο.
– Τι λες ρε συ, σου φέρθηκε τόσο σκάρτα εσένα που όλη μέρα τρέχεις για πάρτη του; Τι να πω; Τόσο καριόλη δεν τον περίμενα. Μη στεναχωριέσαι αν έχεις φίλο τον Μπάμπη θα τα βολέψουμε όλα.
– Αλήθεια ρε φίλε, είπε τάχα χαρούμενος ο Κυριάκος.
– Ναι ρε, πόσο κάνει η εγχείρηση της μάνας σου, θα σου τα δώσω εγώ και όποτε μπορείς μου τα επιστρέφεις.
– Δεν έπεσα έξω για σένα τελικά, έκανα καλά που σου μίλησα. Τις τελευταίες μέρες, ενώ πάντα ήμουνα μπροστά όταν τηλεφωνούσε, θυμάσαι μέχρι που απαντούσα και στο κινητό του, τώρα κάνει κάτι περίεργα τηλεφωνήματα και με διώχνει να μην ακούω. Ήθελα να στο πω να το ξέρεις, σαν κάτι να ετοιμάζει.
Τώρα φοβήθηκε πραγματικά ο Μπάμπης. Λες να μου τη κάνει ο καριόλης; Σκέφτηκε πανικόβλητος.
– Και πόσο κάνει αυτή η εγχείρηση; Ρώτησε.
Ο Κυριάκος του είπε ένα μεγάλο ποσό που έκανε τον Μπάμπη να μείνει άφωνος με το θράσος του. Αλλά αμέσως σκέφτηκε πως για να ζητάει τόσα πολλά σίγουρα ξέρει κάτι πολύ σοβαρό. Ήθελε οπωσδήποτε να το μάθει.
– Αύριο θα το έχεις, αλλά θέλω να μάθεις ακριβώς τι ετοιμάζει. Αν μου πεις δεν θα χάσεις από εμένα.
– Εντάξει φίλε, ο Κυριάκος ότι πει το κάνει. Φεύγω τώρα πάω μέσα μη με ψάχνει. Όταν δεν είμαι κοντά του δε νιώθει καλά.
Ο Μπάμπης σκέφτηκε πως μόνο αν το πηδάει το κωλόπαιδο θα του έχει τόση εμπιστοσύνη. Του ήταν αδύνατο να καταλάβει όλο αυτό το παραμύθι που του είχε στήσει ο Κυριάκος. Για να τον δελεάσει ακόμα περισσότερο του είπε.
– Για να δεις πόσο εντάξει μάγκας είμαι, διάλεξε μια πουτάνα από εδώ μέσα και ότι βγάζει είναι για πάρτη σου.
Φώναξε και τις πέντε που ήταν εκεί και διάλεξε τη πιο όμορφη ο Κυριάκος. Ότι προλάβω να βγάλω σκέφτηκε.
– Τη πιο όμορφη διάλεξες μπαγάσα, χαλάλι σου όμως. Θα κάνεις ό,τι σου λέει το παλικάρι και τα λεφτά θα του τα δίνεις όλα, της είπε. Δώστου το τηλέφωνό σου και κανονίστε τα. Όποτε θέλεις τη πηδάς κιόλας, για πάρτη σου είναι.
Πήρε το τηλέφωνο ο Κυριάκος και σκέφτηκε πως όποιος φαντάρος πάει να πηδήξει άλλη πουτάνα θα έχει να κάνει μαζί του. Θα έβγαζε πολλά λεφτά και από εδώ και χάρηκε. Αλλά δεν το έδειξε στον Μπάμπη.
– Ίσα ίσα να μαζέψω και τα έξοδα για τη μάνα μου που θα είναι ένα χρόνο κατάκοιτη μετά την εγχείρηση, είπε κάνοντας το λυπημένο.
– Δώστου και ότι έβγαλες σήμερα, είπε στη πουτάνα ο Μπάμπης.
Είχε τρομοκρατηθεί και είχε χάσει τον έλεγχο. Τον είδε πια τον Κυριάκο σαν σωτήρα του.
– Νάσαι καλά ρε φίλε είπε και έβαλε ένα αρκετά μεγάλο ποσό στη τσέπη του που του έδωσε η πουτάνα. Λοιπόν φεύγω και τα λέμε αύριο. Α! ξέχασα να σου πω πως έχω αντικλείδια από το σπίτι του Διοικητή. Το είπε με αδιάφορο ύφος, μα ο Μπάμπης παρόλο που ήταν τόσα χρόνια στη πιάτσα δεν το έπιασε αμέσως.
– Τι να τα κάνω ρε συ;
– Σκεφτόμουνα πως μια κρυφή κάμερα ίσως σου ήταν χρήσιμη για το σπίτι του όταν έχει του Βούλγαρους μέσα. Αφού μόνο εσύ και ο Διοικητής γνωρίζετε πότε είναι εκεί.
Φωτίστηκε το πρόσωπο του Μπάμπη και σκέφτηκε πως πιο πανούργο μυαλό δεν είχε ξανασυναντήσει. Αλλά ήταν φοβερή ιδέα, μάλιστα τώρα κατάλαβε γιατί άλλαξε τη κλειδαριά μόλις έπιασε το σπίτι ο Διοικητής.
– Είσαι φοβερός, είπε με θαυμασμό στον Κυριάκο. Αύριο τέτοια ώρα σε περιμένω. Μ’ εσένα έπρεπε να κάνω όλες τις δουλειές μου και όχι με τον κάθε μαλάκα που πάω και μπλέκω.
– Τώρα που γνωριστήκαμε θα κάνουμε καλές δουλειές. Έχω επαφή και με άλλους οδηγούς Διοικητών που τους έχω γνωρίσει στις συναντήσεις που κάνουν μεταξύ τους οι αξιωματικοί. Με μικρά δωράκια που θα τους κάνω θα μπορούμε να μαθαίνουμε ότι θέλουμε χωρίς να καταλαβαίνει κανείς τίποτα.
Καληνύχτα με το ζόρι του είπε ο Μπάμπης. Είχε μείνει άφωνος με το μυαλό του. Αλλά και πολύ χαρούμενος γιατί σκεφτόταν πως θα κάνουνε μαζί χρυσές δουλειές.
– Κερνάω όλο το μαγαζί, φώναξε ο Μπάμπης από τη χαρά του όταν έφυγε. Τέτοιο κελεπούρι ούτε στον ύπνο του δεν μπορούσε να το φανταστεί.
Μόλις απομακρύνθηκε λίγο από το μαγαζί πήρε τηλέφωνο τον μπάρμαν. Είχε βάλει απόκρυψη στο κινητό. Δεν υπήρχε λόγος να έχει ο καθένας τον αριθμό του. Έπρεπε να προσέχει πολύ από εδώ και πέρα. Και τον μπάρμαν τον ήθελε μόνο για ένα πήδημα. Αλλιώς σκεφτόταν να τον χρησιμοποιήσει στην αρχή, αλλά όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα δεν χρειαζόταν. Θα τον χρησιμοποιούσε ενάντια στον Μπάμπη αν δεν μπορούσε να τον πείσει για αυτά που ήθελε να κάνει. Όλα πήγαν μια χαρά όμως και τον ήθελε απλά να διασκεδάσει.
– Καλησπέρα ο Κυριάκος είμαι που μου έδωσες το τηλέφωνό σου.
– Έλα ρε φίλε και νόμιζα πως δεν θα πάρεις.
– Μου φάνηκε πως με ήθελες για κάτι σοβαρό, τι συμβαίνει;
– Είμαι στο σπίτι μου, είναι τρία στενά πιο κάτω από το μαγαζί, δεν έρχεσαι να τα πούμε με την ησυχία μας, να πιούμε και κανένα ποτό;
– Οκ έρχομαι του είπε.
Σε λίγη ώρα χτύπαγε το κουδούνι του. Του άνοιξε αμέσως λες και ήταν πίσω από την πόρτα. Έχει άγχος σκέφτηκε ο Κυριάκος, αλλά του κόπηκε η ανάσα μόλις τον είδε. Φορούσε μόνο ένα σορτσάκι και ένα φανελάκι κολλητό. Καύλωσε αμέσως ο Κυριάκος αλλά σιγά μην άφηνε το βλάχο να καταλάβει ότι τον γουστάρει. Έκλεισε την πόρτα ο μπάρμαν, αφού έριξε μια ματιά μήπως τον είδε κανένα μάτι που έμπαινε. Χωριό ήταν και φοβόταν τα λόγια. Είχε και τη φήμη μεγάλου εραστή και δεν ήθελε να δει κανένας να μπαίνει βραδιάτικα ένα αγόρι στο σπίτι του. Μπαίνοντας στο σπίτι ο Κυριάκος πέρασε κοντά από το μπάρμαν και του άρεσε που μύριζε σαπούνι και καθαρό αντρίκιο ιδρώτα. Αυτό τον ερέθισε ακόμα περισσότερο.
– Έλα ρε συ τι συμβαίνει; Με ανησύχησες.
– Περίμενε να βάλω ποτό και θα τα πούμε με την ησυχία μας, είπε ο μπάρμαν και πήγε να φέρει δυο ποτά.
Το σπίτι μύριζε μαγειρεμένο φαγητό και ρώτησε ο Κυριάκος:
– Είμαστε μόνοι μας;
– Ναι λείπουν οι δικοί μου, έχουμε ένα εξοχικό και πηγαίνουν για να ταΐσουν τα ζώα δυο φορές τη βδομάδα. Αύριο βράδυ θα γυρίσουν, είπε φέρνοντας τα ποτά. Έβαλε και μουσική, αλλά ήταν ένας σταθμός που είχε μόνο σκυλάδικα.
– Δεν ακούς ξένη μουσική; Ρώτησε ο Κυριάκος.
Δεν του έκαναν τα σκυλάδικα για την ατμόσφαιρα που ήθελε να φτιάξει. Ήταν πολύ κουρασμένος και αγχωμένος μετά τη συνάντησή του με τον Μπάμπη αλλά και με το επεισόδιο με τον Αργύρη και ήθελε να χαλαρώσει λίγο και να απολαύσει τον παίδαρο.
– Εδώ πιάνουμε μόνο Τουρκία αλλά θα ψάξω. Βρήκε ένα σταθμό με απαλή μουσική και πήγε και κάθισε απέναντι στον καναπέ με τα πόδια ανοιχτά, έτσι για να φαίνονται τα φοβερά μπούτια του. Ήθελε να τον καυλώσει τον Κυριάκο και ήξερε πώς να το κάνει. Αλλά δεν ήξερε με ποιον έχει μπλέξει.
– Τι του έκανες ρε του Μπάμπη και είναι τσαντισμένος μαζί σου; Ρώτησε δήθεν αδιάφορα ο Κυριάκος.
– Γιατί το λες αυτό;
– Τον άκουσα, να συζητάει στο διπλανό τραπέζι με κάποιον και να του λέει πως δεν είσαι εντάξει μαζί του. Φέρνεις, έλεγε, πελάτες για τις πουτάνες και δεν του το λες και κρατάς τα λεφτά. Μη του πεις τίποτα, εγώ σε συμπάθησα και είδα πόσο σκληρά δουλεύεις. Αλλά πρόσεχέ τον γιατί τον είδα που είχε γίνει έξαλλος.
Το παραμύθι έπιασε, προφανώς γιατί κάτι θα έκανε ο μπάρμαν κρυφά από το αφεντικό του. Από ένα φίλο μπάρμαν που είχε ο Κυριάκος ήξερε πως όλοι κλέβουν από το ταμείο όταν πληρώνονται από τους πελάτες. Δεν υπήρχε ούτε ένας που να μην το έκανε, αυτός γιατί να διαφέρει, σκέφτηκε. Και επειδή το μαγαζί δούλευε με πουτάνες, κάτι θα έκανε κι αυτός. Η έκφραση του μπάρμαν άλλαξε αμέσως και κατάλαβε ο Κυριάκος πως είχε πέσει διάνα.
– Άκουσες και τίποτε άλλο; Ρώτησε με αγωνία.
– Μη με βάζεις να κάνω το ρουφιάνο, δεν είμαι τέτοιος τύπος και αυτά στα είπα γιατί μου φάνηκε μοναχοφαγάς ο Μπάμπης. Όλα για πάρτη του τα θέλει. Άκουσα και άλλα, αλλά μη βιάζεσαι, περίμενε να γνωριστούμε λίγο πρώτα και θα τα πούμε.
Ήταν μια απλή περίπτωση για τον Κυριάκο να χειριστεί αυτήν την κατάσταση, με τόσους το είχε κάνει δεν θα δυσκολευόταν τώρα με τον μπάρμαν.
– Που το έμαθε ο καριόλης, έχω μερικούς γέρους που τους φέρνω όταν λείπει να βγάζω και εγώ ένα χαρτζιλίκι, δίνω και κάτι παραπάνω στις πουτάνες από αυτά που τους δίνει ο Μπάμπης και δεν μιλάνε. Ήταν ένας κωλόγερος που δεν του έστειλα αυτήν που μου παράγγειλε και με απειλούσε πως θα με κάρφωνε στον Μπάμπη. Αυτός θα του το είπε. Θα τον γαμήσω όταν τον συναντήσω.
– Μην είσαι μαλάκας ρε συ, αν τον πλακώσεις στο ξύλο είναι σαν να παραδέχεσαι πως έχει δίκιο. Θα μπλέξεις άσχημε μετά.
– Έχεις δίκιο, δεν το σκέφτηκα.
Που να το σκεφτείς ηλίθιε, το μυαλό του κόκορα που κουβαλάς δεν φτάνει για να σκεφτείς τέτοια δύσκολα πράγματα, σκέφτηκε ειρωνικά ο Κυριάκος. Δεν ήθελε να τον ξενερώσει όμως γιατί ήθελε πολύ να πηδηχτεί μαζί του, είχε πιει και για πρώτη φορά στη ζωή του ένα ποτό και είχε καυλώσει πολύ. Έπρεπε να τον ηρεμήσει γιατί θα του έπεφτε από το φόβο που τον έβαλε ο Κυριάκος.
– Μπορείς να υπολογίζεις σε μένα, του είπε με ύφος που έδειχνε πως του συμπαραστέκεται. Μου έχει μεγάλη εμπιστοσύνη ο Μπάμπης γιατί του έκανα κάποιες εξυπηρετήσεις με το Διοικητή μου. Θα τον πείσω εγώ πως δεν τρέχει τίποτα, αλλά πρόσεχε και εσύ ρε, μέσα στο μαγαζί του φέρνεις δικούς σου πελάτες; Δυο σφαλιάρες να ρίξει στις πουτάνες θα του τα ξεράσουν όλα.
– Και που να τους πηγαίνω, είναι μικρό και κλειστό το μέρος και θα μας δούνε.
– Είσαι και μπούφος, στο εξοχικό σου ρε μαλάκα όταν λείπουν οι δικοί σου.
– Ναι ρε συ δεν το σκέφτηκα, πολύ καλή ιδέα.
– Και μην ανακατεύεις συγχωριανούς σου, μιλάνε μεταξύ τους και είναι σίγουρο πως θα έφταναν τα νέα και στ’ αυτιά του Μπάμπη.
– Μα δεν μπορώ να βρω άλλους πελάτες, του είπε με απελπισία.
– Εδώ είμαι εγώ, είπε ο Κυριάκος, δεν σου κάνουν οι φαντάροι για πελάτες; Μπορώ να σου στέλνω όσους θέλεις, κάνουμε μια καλύτερη τιμή και θα έρχονται όλοι εδώ.
Φωτίστηκε το πρόσωπο του μπάρμαν και σκέφτηκε πόσο έξυπνος είναι ο Κυριάκος.
Χτύπησε το τηλέφωνο του μπάρμαν. Ήταν ο Μπάμπης και του έκανε νόημα του Κυριάκου να μην μιλήσει και καταλάβει πως είναι εδώ. Πήγε σε άλλο δωμάτιο και του έλεγε του Μπάμπη πως όλα πάνε όπως τα έχουμε σχεδιάσει και τον μικρό τον έχει στο χέρι, να μην ανησυχεί. Θα του εξηγούσε αύριο γιατί είναι μέσα τώρα και δεν μπορεί να μιλήσει άνετα. Κρυφάκουσε ο Κυριάκος και σκέφτηκε: Πήγατε να μου τη στήσετε; Θα σας μάθω εγώ τι σημαίνει Κυριάκος και ποιος θα τη στήσει σε ποιον.
– Ο Μπάμπης ήταν, ρώτησε αν ήρθες από εδώ, αφού μου ξηγήθηκες έτσι θα είμαι και εγώ ντόμπρος μαζί σου. Του είπα πως έμεινες λίγο και έφυγες. Με έβαλε να σου την πέσω γιατί σε ήθελε κοντά του επειδή είσαι οδηγός του Διοικητή, αλλά μετά από αυτά που μου είπες, είμαι μαζί σου.
Όση ώρα μίλαγε είχε σηκώσει λίγο το στενό φανελάκι και χάιδευε την επίπεδη κοιλιά του. Σιγά, αλλά σταθερά κατέβασε το χέρι του και το έβαλε μέσα από το σορτσάκι του και χαϊδευόταν.
Αυτή η εικόνα τον έφτιαξε ακόμα πιο πολύ. Προσπάθησε να πει κάτι άσχετο και αδιάφορο αλλά δεν του έβγαινε τίποτα. Το έπιασε ο μπάρμαν, της πιάτσας παιδί κι’ αυτός, και πήγε πιο κοντά του. Του Κυριάκου η καρδιά χτύπαγε πιο δυνατά. Τον γούσταρε πολύ αλλά δεν θα έκανε εκείνος το πρώτο βήμα. Τον έπιασε λίγο στον ώμο έτσι για να υπάρξει ακόμα μεγαλύτερη οικειότητα και του είπε:
– Γουστάρω πολύ που μπορέσαμε να συνεννοηθούμε.
– Ναι και εγώ χάρηκα που θα έχω ένα δικό μου άνθρωπο εδώ στο χωριό απάντησε και η φωνή και των δύο άρχισε να γίνεται πιο βαριά.
Τον ακούμπησε και ο Κυριάκος λίγο στο πόδι και ο μπάρμαν άρχισε να τον χουφτώνει. Έτσι όπως ήταν όρθιος άπλωσε το χέρι του και έσβησε το φως. Του άρεσε ο Κυριάκος, είχε καλοφτιαγμένο σώμα αλλά ντρεπόταν κιόλας. Δεν πήγαινε με άντρες και τις πολύ λίγες φορές που του είχε τύχει ένιωθε αμήχανα. Ήταν όμως και η δουλειά που θα έκανε μαζί του και σκέφτηκε πως αν τον πηδήξει θα τον κάνει ότι θέλει. Έτσι νόμιζε.
Ο μπάρμαν ήταν ο κλασσικός μαλάκας γαμιάς που πίστευε πως επειδή ήταν αυτός που πηδούσε όλοι και όλες έπεφταν ανάσκελα από την ηδονή. Προφανώς δεν είχε μάθει ποτέ τι σημαίνει να κάνει έρωτα, να είναι με τον άλλον ή με την άλλη μαζί. Αυτά ήταν για τις γυναίκες. Να πηδήξει και να φύγει. Τρυφερότητες και αγάπες τα θεωρούσε μαλακίες. Οι γυναίκες και οι πούστηδες τα έκαναν αυτά. Πίστευε πως όσο πιο ζώο ήταν τόσο πιο πολύ άρεσε. Δεν είχε άδικο έτσι τον γούσταραν και στο χωριό που ζούσε. Το μόνο του θέμα ήταν να έχει μεγάλο αριθμό κατακτήσεων. Αυτό μόνο τον ανέβαζε στα μάτια της μικρής του κοινωνίας και τον σέβονταν οι συνομήλικοί του. Και τον ζήλευαν κιόλας. Καμαρωτός έμπαινε μετά από κάθε τέτοιο πήδημα στο καφενείο και απολάμβανε τα ζηλόφθονα βλέμματα των άλλων. Ήταν ένα πήδημα που δεν το χάρηκε, σκεφτόταν ο Κυριάκος ενώ έβαζε τα ρούχα του. Από την έκφραση του προσώπου του μπάρμαν αλλά και από το τόνο της φωνής του κατάλαβε ο Κυριάκος πως ήταν σίγουρος πως τώρα πλέον θα μπορεί να τον κάνει ότι θέλει. Έτσι γινόταν με τις χαζογκόμενες που πηδούσε, έτσι του έμαθε και η μανούλα του πως ο καβαλάρης είναι αυτός που κάνει ότι θέλει και ζούσε με αυτήν την πλάνη.
Μέσα στο ταξί επιστρέφοντας στην μονάδα ένιωθε ανακουφισμένος αλλά μόνο σωματικά. Είχε νευριάσει όμως γιατί για πρώτη φορά μετά από το επεισόδιο με τον Αργύρη ένιωθε πολύ άσχημα. Πάντα τα θεωρούσε αυτά τα πηδήματα σαν μια διεκπεραίωση που πρέπει να γίνει, και πίστευε πως πέρναγε καλά, αλλά τώρα του φάνηκε πολύ λίγο.
Καλά τα κατάφερα σκεφτόταν όμως, αν κάνω και με το Διοικητή τα ίδια θα βγάλω πολλά λεφτά για το λίγο διάστημα που θα μείνω εδώ. Μετά όταν φύγω ψάξτε να βρείτε τι έγινε μόνοι σας μαλάκες, και χαμογέλασε κρυφά από τον ταξιτζή. Αυτό τον ηρέμησε λίγο. Το μόνο αγκάθι, και μάλιστα που πόναγε πολύ ήταν το θέμα με τον Αργύρη. Δεν μπορούσε να καταλήξει τι θα κάνει. Τον είχε αναστατώσει πολύ μέσα του και τον είχε μπερδέψει. Ήταν και νύχτα και άρχισαν να τον πιάνουν πάλι αυτές οι καταραμένες ενοχές.
Το ταξί τον άφησε στην πύλη της μονάδας, πλήρωσε και κατέβηκε. Όπως ήταν εξαντλημένος δεν πρόσεξε πως σκοπός φύλαγε ο Αργύρης.
– Τι έγινε ρε μαλακισμένο ανέβηκαν οι μετοχές σου και πλούτισες; Μου κυκλοφοράς και με ταξί τώρα; Που στο διάολο είσαι μπλεγμένος και έχεις λεφτά για ταξί δεν μπορώ να καταλάβω.
Το σκέφτηκε ο Κυριάκος να τον αφήσει το ταξί μακριά από τη μονάδα γιατί πολλοί λίγοι έπαιρναν ταξί για να γυρίσουν από το χωριό, αλλά ήταν πολύ κουρασμένος για να περπατήσει. Πετάχτηκε τρομαγμένος μόλις κατάλαβε πως ήταν ο Αργύρης. Τον είδε που ερχόταν απειλητικά προς το μέρος του και φοβήθηκε ακόμα περισσότερο. Αλλά δεν έκανε πίσω. Ούτε του βγήκε να τον χειριστεί. Ένιωθε φόβο αλλά και πολύ σεβασμό πια απέναντί του. Ας μου κάνει ότι θέλει, δεν με νοιάζει. Το δικαιούται μάλιστα όταν λίγες ώρες πριν του φέρθηκα με αυτό τον τρόπο. Τον μοναδικό που μπόρεσε να με κάνει να νιώσω γλυκά και ήρεμα, τον παράτησα άρρωστο και ακίνητο στα μπάνια και έφυγα. Καλά έκανε και με έλεγε σκουπίδι, τέτοιος είμαι. Κόντεψαν πάλι να τον πάρουν τα κλάματα αλλά κρατήθηκε. Τότε αποφάσισε τελικά να δείξει στον Αργύρη τον αληθινό του εαυτό και ας γίνει ότι θέλει. Για πρώτη φορά τον έπνιγε αβάσταχτα που δεν μπορούσε να είναι αληθινός. Δεν ήξερε καθόλου πώς να το κάνει όμως.
– Δεν μιλάς ρε καριόλη, εμείς οι δύο έχουμε πολλά να πούμε. Αυτό που μου έκανες στα μπάνια θα το πληρώσεις πολύ ακριβά. Θα σε κάνω να με θυμάσαι για όλη σου τη ζωή.
Ήταν σε έξαλλη κατάσταση από το θυμό ο Αργύρης, αλλά είχε πάντα μια αυτοπειθαρχία αρχοντική. Ήταν σίγουρος ο Κυριάκος πως θα του ρίξει μπουνιά γιατί είχε πλησιάσει και τον κοίταζε με το αγριεμένο του βλέμμα. Φόβο πολύ ένιωσε αλλά δεν κινήθηκε ούτε να αμυνθεί όταν σήκωσε το χέρι του να τον χτυπήσει ο Αργύρης.
– Κάνε μου ότι θέλεις, δεν πρόκειται να αντιδράσω έχεις απόλυτο δίκιο ήταν μεγάλη μαλακία αυτό που έκανα. Σου λέω αλήθεια δεν ξέρω ούτε εγώ γιατί τα κάνω αυτά.
Κατέβασε το χέρι ο Αργύρης και τον κοίταξε επίμονα με το βλέμμα του να βγάζει σπίθες.
– Τι να σε χτυπήσω ρε μαλάκα, εγώ έχω μάθει να παλεύω με τον άλλον όχι να κάθεται σα μαλάκας να τις τρώει. Είναι σαν να δέρνω γέρο.
Δεν τον πίστευε όμως τον Κυριάκο. Από το λίγο που τον είχε γνωρίσει ήταν σίγουρος πως του έλεγε ψέματα. Είχε μάθει καλά τι παλιοχαρακτήρας ήταν και δεν του είχε καμιά εμπιστοσύνη. Παρόλο που δεν τον χτύπησε, ήταν σε επιφυλακή. Δεν μπορούσε να σκεφτεί πως ν’ αντιδράσει. Είχε μάθει πως όταν προκαλούσε κάποιον, θα τσακωνόταν και αν χρειαζόταν θα έπαιζε και ξύλο. Αλλά με τον Αργύρη τα έχανε, δεν ήξερε τι να κάνει.
– Τι άνθρωπος είσαι ρε δεν μπορώ να καταλάβω, τη μια φέρεσαι σαν το μεγαλύτερο σκουπίδι και την άλλη μου λες κάνε ότι θέλεις. Δεν πρέπει να είσαι στα καλά σου μαλάκα. Σήκω φύγε μην αλλάξω γνώμη και σε κάνω τόπι στο ξύλο και βρω και κανένα μπελά.
Του τα έλεγε δυνατά και πολύ κοντά στο πρόσωπο, τόσο κοντά που από την ένταση της φωνής, έρχονταν στο πρόσωπο του Κυριάκου σταγόνες από τα σάλια του που πετάγονταν.
Κρατούσε το κινητό στο χέρι του ο Κυριάκος και από τη ταραχή του, του έπεσε. Την ώρα που του έφυγε από το χέρι έκανε μια απότομη κίνηση να το πιάσει και ο Αργύρης, που δεν κατάλαβε τι γινόταν, νόμισε πως πάει να τον χτυπήσει. Τότε πείστηκε πως τον κορόιδεψε πάλι και βγήκε εκτός εαυτού. Άρχισε να τον χτυπάει με δύναμη και μίσος γιατί δεν γούσταρε καθόλου τα ύπουλα χτυπήματα που νόμισε πως πήγε να του κάνει. Μπουνιές κλωτσιές σφαλιάρες όπου έβρισκε τον χτύπαγε. Τον έβριζε και τον ξεφτίλιζε την ώρα που τον χτύπαγε. Σιχαμένε, κωλόπαιδο, τσογλάνι, χαφιέ, καριόλη, πουλημένε και τι δεν του έσουρε. Θα πληρώσεις τώρα για ό,τι έχεις κάνει σε όλους μαλάκα. Έβριζε και χτύπαγε πολλή ώρα. Ούτε που προλάβαινε ο Κυριάκος να αντιδράσει καθόλου. Έπεσε κάτω σχεδόν λιπόθυμος. Τότε μόνο σταμάτησε λαχανιασμένος αλλά ανακουφισμένος ο Αργύρης. Οι φωνές του Αργύρη ακούστηκαν μέχρι το θάλαμο. Σε λίγο είχαν βγει πολλοί φαντάροι και πήγαν να δουν τι συμβαίνει. Όταν είδαν πεσμένο και ματωμένο τον Κυριάκο τα ‘χασαν και φοβήθηκαν. Όχι τόσο για τον Κυριάκο αλλά για το τι θα γινόταν αν μάθαινε ο Διοικητής τίποτα. Με την αδυναμία που είχε στον Κυριάκο θα τη πλήρωναν όλοι. Ειδοποίησαν και τον αξιωματικό υπηρεσίας και πήραν σηκωτό τον Κυριάκο και τον πήγαν στο δωμάτιο. Τον Αργύρη τον αντικατέστησε αμέσως ο αξιωματικός και τον έβαλε στον Κρατητήριο, και μάλιστα στην απομόνωση. Την ώρα που τον κουβαλούσαν στο δωμάτιό του ψιθύρισε ο Κυριάκος:
– Εγώ φταίω, εγώ τον προκάλεσα και του επιτέθηκα, μη του κάνετε τίποτα του Αργύρη. Και λιποθύμησε.
Στο δωμάτιο έτρεξε αμέσως ο Παύλος να τον περιποιηθεί και να τον συνεφέρει. Έτρεμαν τα χέρια του από το φόβο του γιατί είχε μάθει τι είχε γίνει. Όταν συνήλθε λίγο ο Κυριάκος ζήτησε να δει τον αξιωματικό. Ήρθε αμέσως και τον ρώτησε τι συνέβη.
– Ήμουνα πιωμένος και τον έβρισα τον Αργύρη όταν γύρισα, δεν φταίει αυτός εγώ φταίω για ότι έγινε. Που είναι τώρα;
– Στην απομόνωση τον έβαλα τον μαλάκα που τόλμησε να σε πειράξει.
Τον φοβόταν και αυτός τον Κυριάκο και του φερόταν λες και είχε μπροστά του το Διοικητή.
– Να τον βγάλεις αμέσως και να μην πει κανείς τίποτε για το επεισόδιο στο Διοικητή, είπε σχεδόν φωνάζοντας ο Κυριάκος, αλλά πόναγε και ξάπλωσε πάλι το κεφάλι του.
Τα ‘χασε ο αξιωματικός γιατί ήξερε τι άνθρωπος είναι και πόση δύναμη είχε πάρει από το Διοικητή. Σε άλλη περίπτωση θα ζήταγε να τον στείλουν φυλακή επειδή τον χτύπησε. Δεν είπε όμως τίποτα γιατί τον βόλευε και αυτόν να αποσιωπήσουν το γεγονός. Μέρες τώρα προσπαθούσε να πάρει μια άδεια και δεν του την έδινε ο Διοικητής. Αν μάθαινε και αυτό το επεισόδιο θα έβαζε όλη τη μονάδα σε επιφυλακή και μπορεί να τους κράταγε εκεί μήνες. Δεν ήξερε τι να κάνει.
– Είσαι σίγουρος; Τον ρώτησε επιφυλακτικά.
– Ναι κάνε αυτό που σου λέω και θα του εξηγήσω εγώ τι έγινε. Βγάλε αμέσως τον Αργύρη από το κρατητήριο γιατί θα μπλέξουμε όλοι.
– Και το πρωί ποιος θα πάει να τον πάρει από το σπίτι; Ρώτησε με αγωνία.
– Στείλε όποιον θέλεις, σου είπα θα του εξηγήσω εγώ τι έγινε, μην ανησυχείς, αφού το ξέρεις μόνο εμένα θα πιστέψει, ό,τι και να του πείτε εσείς. Το μόνο που θα του πει ο οδηγός που θα πάει να τον πάρει είναι πως κάποιος με χτύπησε. Τίποτε άλλο.
– Εντάξει αλλά αν δεν γίνουν όπως τα λες θα σε κυνηγάει όλη η μονάδα.
– Πήγαινε σου είπα, ξέρω τι κάνω. Του έριξε και ένα άγριο βλέμμα και έφυγε.
Τα ‘χασε ο Αργύρης όταν άνοιξε η πόρτα στον Κρατητήριο και είδε τον αξιωματικό.
– Πήγαινε στο θάλαμό σου και μη κουνήσεις από εκεί. Είσαι τυχερός που επέμενε ο Κυριάκος να βγεις, αλλιώς θα βρισκόσουνα στη φυλακή χωρίς να το καταλάβεις μαλακισμένο, του είπε τσαντισμένος. Τσακώνεσαι και παίζεις ξύλο στη σκοπιά μαλάκα, δεν καταλαβαίνεις πόσο επικίνδυνο είναι; Θα σε περιποιηθώ εγώ προσωπικά μόλις τελειώσει αυτή η ιστορία.
Ζακέτα (τέταρτο κεφάλαιο)
