Κρύωνες.
Τυλίχτηκες ολόκληρος με τα ζεστά υπαρξιακά σου σκεπάσματα.
Ζεστάθηκαν οι φόβοι σου, μα το λίγο οξυγόνο σου έκοβε την ανάσα.
Τα’ ανασήκωσες ψάχνοντας μια χαραμάδα, μήπως εισπνεύσεις καθαρό αέρα.
Στον αέρα δεν αρκούσε μια σχισμή, απαιτούσε δίκαια το ξεσκέπασμα.
Δεν το τόλμησες, ανάσαινες δύσκολα μα δεν κρύωνες.
Προτίμησες την γνωστή διαρκή δύσπνοια, από το κρύο που δεν άντεχες.
Το ψυχικό κρύο που το γνώρισες και το φοβόσουν.
Πιο γνώριμη σου ήταν η δύσκολη αναπνοή, με τον πνιγμό να κρυφοκοιτάζει.
Κι ας κόμπαζε στο θρόνο του νικητή το πάπλωμα, λοιδορώντας σε.
Η χλεύη του επί τέλους σε θύμωσε.
Είπες θαρραλέα: ας γνωριστούμε λοιπόν με το ψύχος.
Και ώ του θαύματος κρύωσες λιγότερο απ’ όσο φανταζόσουν,
με την απρόσμενη αποδοχή του να σε κρατά σ’ επιφυλακή.
Σ’ αγκάλιασε όμως, σου μίλησε, σου είπε πως είσαι εσύ, καταλαγιάζοντας φόβους και παραμερίζοντας συνήθειες.
Μια πλάγια ματιά έριξες όρθιος στο πάπλωμα, αποχωρώντας ξέσκεπος με τη δική σου πια ζέστη.
Μια ματιά κατανόησης και συμπόνιας. Την χρειαζόταν πιο πολύ το πάπλωμα απ’ ότι εσύ.
Τώρα έμαθες.
Τώρα δεν κρυώνεις.
Απόπειρα
