Αμείλικτη γλύκα

Πάνω από είκοσι χρόνια φίλοι στα πενήντα κοντά και οι δυο τους.
Μια γυναίκα γλυκιά. Αυτό την χαρακτήριζε. Η γλυκιά της συμπεριφορά σε όλα. Μα για όλα τα δύσκολα θέματα, όταν κάτι ήταν σοβαρό προτιμούσε την ουδετερότητα. Δεν άντεχε και δεν ήθελε στη ζωή της κανενός είδους σύγκρουση ή ανατροπή, συντηρούσε με ευλάβεια όλα όσα της παρέδωσαν οι πρόγονοί της.
Τις συνταγές για γλυκά, το γλυκό σπίτι που είχε, τις γλυκές κουρτίνες, τη γλυκιά εμφάνιση, τη γλυκιά σύζυγο, τη γλυκιά μητέρα, τη γλυκιά φίλη.
Αυτό τον έκανε να της μιλήσει για την ομοφυλοφιλία του.
Αντέδρασε γλυκά και τον έκανε να νιώσει όμορφα, δεν κινδύνευε.
Υπήρχαν βέβαια πάντα και παντού τα γλυκά όρια.
Ποτέ αυτός δεν πήγε σπίτι της, ποτέ δεν γνώρισε τα παιδιά της ή κάποιον συγγενή της, ποτέ εκείνη δεν γνώρισε κανέναν σύντροφό του.
Πάντα το απέφευγε γλυκά.
Η ανοχή της στις σεξουαλικές του επιθυμίες τις περισσότερες φορές ήταν βάλσαμο σε σχέση με μια ενδεχόμενη κοινωνική απομόνωση.
Το απέφευγε με μια γλυκιά φράση και τον αποκοίμιζε.
Ήταν μια γλυκιά κοινωνική απομόνωση που δεν την καταλάβαινες, σαν να βρισκόταν όποτε τη συναντούσε μέσα σ’ ένα βαρέλι με σιρόπι.
Αλλά στο βαρέλι μέσα, όχι έξω. Να κολλάς από τη γλύκα και μην μπορείς να κινηθείς.
Αλλά ήταν γλυκά, δεν ήταν πικρά ή ξινά και αυτό τον μπέρδευε.
Χρόνια ολόκληρα δεν έδινε σημασία και ας τον έτρωγε μέσα του. Κάτι δεν του πήγαινε, κάτι τον έκανε να θυμώνει αλλά επειδή ήταν γλυκιά δεν το εξέφραζε.
Έτσι γλυκά μια μέρα, και αφού τα δυο της κορίτσια είχαν περάσει τα είκοσι πέντε, του μίλησε για τους συντρόφους τους.
-Κοιτάζω τ’ αγόρια που έρχονται να τις πάρουν να βγουν έξω και προσπαθώ να παρατηρήσω μήπως είναι σαν εσένα. Μην τύχει τέτοιο κακό στα παιδιά.
Έτσι γλυκά το είπε.
Έμεινε στήλη άλατος, δεν πίστευε αυτό που άκουγε.
-Δηλαδή εγώ τι έχω;
– Ε μα, δεν καταλαβαίνεις σαν μάνα νοιάζομαι για την ευτυχία των παιδιών μου.
Σαν ν’ απασφάλισε το καπάκι της χύτρας, κόντεψε να τρελαθεί από την τόση γλύκα που είχε φτάσει να τον πνίγει.
Τα είπανε όλα. Και με καθόλου γλύκα.
Μέχρι φόνισσα ψυχών την αποκάλεσε, μια φόνισσα όμως που το δηλητήριό της ήταν το σιρόπι.
Αυτή η αμείλικτη δύναμη που έχει η γλύκα δηλητηριάζει αργά αλλά σταθερά την ψυχή. Είναι αυτή που δολοφονεί και επειδή είναι γλυκιά γυναίκα φταίει το θύμα.
Τουλάχιστον το ξινό και το πικρό σε κινητοποιεί, σε βάζει σ’ επιφυλακή.
Το γλυκό σε ναρκώνει και σε θανατώνει ήρεμα.
Δεν ξαναμίλησαν ποτέ και για μήνες ολόκληρους δεν μπορούσε να γευτεί με τίποτα το αγαπημένο του γλυκό.
Την πλήρωσαν και όσοι ήταν πραγματικά γλυκείς άνθρωποι γύρω του, δεν τους εμπιστευόταν πλέον.
Έκανε ένα χρόνο να επανέλθει, αλλά το κατάφερε.
Αυτή η αμείλικτη γλύκα όμως τον σημάδεψε βαθιά.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

8  +  2  =