Έλα στη θέση μου

Καθόταν στο σαλόνι και έπινε τον απογευματινό του καφέ. Ο Δημήτρης δεν είχε επιστρέψει ακόμα και χαλάρωνε ικανοποιημένος στη σκέψη του. Προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που τον έκανε να τον ηρεμεί όποτε βρίσκονταν μαζί. Είχε μια ικανότητα να νιώθει, να καταλαβαίνει και το παραμικρό που τον απασχολούσε, σαν να το έκανε δικό του.
Ναι αυτό ήταν, αυτό τον γαλήνευε. Όχι τόσο που το μοιραζόταν, όσο που με το που τον άκουγε ο Δημήτρης σαν να έφευγε το πρόβλημα από πάνω του.
Μα όχι μόνο το πρόβλημα. Και τις χαρές του ακόμα.
Από αυτήν τη συμπεριφορά ξεκινούσε και η ηδονή που του έβγαινε όποτε ήταν μαζί.
Κατάφερνε ο Δημήτρης όταν του έλεγε το οτιδήποτε, να μπαίνει στη θέση του, να τον ακούσει προσεκτικά, να μην τον κρίνει, να μην του φέρνει παραδείγματα τρίτων που έκαναν κάτι διαφορετικό και το σημαντικότερο, δεν αναφερόταν ποτέ σε κάτι αντίστοιχο που συνέβη σ’ εκείνον.
Όλο αυτό λειτουργούσε μέσα του σαν μια τεράστια αποδοχή. Μια τεράστια κατανόηση που συνέβαινε από τα πιο απλά έως τα πιο σύνθετα και δύσκολα.
Αυτή η αποδοχή τον ηρεμούσε και τον έκανε διπλάσια δυνατό.
Τον έκανε να πιστεύει πως δεν είναι μόνος, πως ήταν ένας άνθρωπος σε δυο σώματα. Έστω και αν συνέβαινε στιγμιαία, έστω και αν τελικά δεν χρειαζόταν μετά να κάνει κάτι άλλο στην πράξη ο Δημήτρης. Του αρκούσε αυτό και μόνο.
Η ηδονή που του έβγαινε τότε μαζί του ήταν τόσο δυνατή που μετά τον έρωτα ο Δημήτρης δεν μπορούσε να πάρει ανάσα.
Αυτό το συναίσθημα, που προκαλούσε η ικανότητα του Δημήτρη να αφήνει τον εαυτό του στην άκρη και να κάνει το πρόβλημα του Αποστόλη δικό του, μέρα με την ημέρα δυνάμωνε. Όσο πιο πολύ γνωρίζονταν τόσο πιο εύκολα συνέβαινε. Σε αντίθεση με πολλούς που πίστευαν πως θα λιγόστευε. Αυτό ήταν που μεταμόρφωνε τον έρωτα που ένιωθε ο ένας για τον άλλον σε βαθιά αγάπη.
Έναν έρωτα που δεν περιοριζόταν μόνο στην κρεβατοκάμαρα, αλλά τύλιγε και τους δυο παντού, σαν αύρα, σαν ένα συννεφάκι που μπορούσαν μόνο εκείνοι να διακρίνουν. Δεν είχε όνομα, δεν μπορούσε κανείς τους να το προσδιορίσει με λέξεις, δεν ήταν κάτι μπορούσε να γίνει αντιληπτό από τις αισθήσεις. Η ψυχή τους όμως το ένιωθε δυνατά και καταλυτικά.
Ήταν αυτό που τελικά κινητοποιούσε και τις αισθήσεις και τις απογείωνε, ακόμη και μ’ ένα μικρό άγγιγμα, ακόμα και με μια φευγαλέα ανταλλαγή ματιάς όταν βρίσκονταν με άλλους.
Είχαν φτάσει σε σημείο που δεν χρειαζόταν να πουν πολλά. Από τη στάση του σώματος και από τις εκφράσεις του προσώπου του, σαν να λειτουργούσε μηχανικά αυτή η συναισθηματική μηχανή, σαν να έπαιρνε μπροστά μόνη της και γινόταν αυτό το «μαγικό» αποτέλεσμα.
Τον ζήλευε, ήθελε να μπορεί κι εκείνος να το κάνει, αλλά δεν χρειαζόταν τελικά. Μόλις καταλάβαινε πως τον ένιωθε και δυνάμωνε, ησύχαζε και ο Δημήτρης. Λειτουργούσε πλέον με τη δύναμη και των δυο, κατάφερνε να κάνει κάτι που λίγο πριν ίσως ήταν αδύνατο.
Ήταν τότε που ακουμπούσε στο στήθος του Αποστόλη ήσυχος και ξεκουραζόταν. Ήξερε καλά πως αν πάρει μπροστά η μηχανή του, απλά θα τον απολάμβανε.
Στο λίγο χρόνο που ήταν μαζί κόλλησαν. Δυνατά και με πάθος. Χωρίς ζήλειες, χωρίς υστερίες, χωρίς να προσπαθεί ο ένας να απομονώσει τον άλλον από τον κόσμο. Η επιθυμία τους να βρίσκονται μαζί τους αρκούσε, ήταν καλυμμένοι ακόμα και με τη σκέψη.
Όποτε δημιουργείτο κάποια ένταση μεταξύ τους, όποτε θύμωναν, ήταν μόνο τότε που δοκίμαζαν πόση δύναμη έχει ο καθένας για να στηριχτεί στον άλλον. Μόνο τότε που λύγιζαν από κάτι δύσκολο και έπρεπε κάπου να ζητήσουν βοήθεια. Αλλά μόνο αν δεν το καταλάβαιναν από την αρχή, όταν ξέφευγαν λίγο τα πράγματα ο Αποστόλης έκανε πίσω. Θυμόνταν πόσο πολλά του χρωστάει και έστω και αν είχε δίκιο, το βούλωνε. Σαν να του ανταπέδιδε το δώρο.
Κόντευε να σκοτεινιάσει και ούτε που κατάλαβε πώς πέρασε η ώρα βυθισμένος στις σκέψεις του ο Αποστόλης, όταν άκουσε το κλειδί στην πόρτα. Κοίταξε το ρολόι του και παραξενεύτηκε που άργησε.
-Μωρό μου πού ήσουν, ανησύχησα, του είπε γλυκά.
Μια βιαστική καλησπέρα απάντησε ο Δημήτρης και πήγε στο μπάνιο.
Παράξενη συμπεριφορά, πάντα έρχεται να τον αγκαλιάσει μόλις μπαίνει στο σπίτι, αλλά δεν έδωσε σημασία.
Τον περίμενε αλλά είδε πως αργούσε και σηκώθηκε να τον βρει. Πήγε έξω από το μπάνιο:
-Μωρό μου είσαι καλά;
Άνοιξε την πόρτα ο Δημήτρης και το πρόσωπό του ήταν άσπρο και παγωμένες οι εκφράσεις του.
-Μα τι έγινε, ξαναρώτησε ο Αποστόλης κάνοντας μια κίνηση να τον αγκαλιάσει τρομαγμένος.
Ο Δημήτρης τραβήχτηκε και με σκυμμένο το κεφάλι του είπε:
-Έκανα κάτι πολύ κακό, παρασύρθηκα και πήγα με άλλον.
Πετάχτηκε πίσω ο Αποστόλης σαν να έφαγε μπουνιά.
Δεν είπαν τίποτε άλλο για δυο ώρες περίπου.
Στην ψυχή του Αποστόλη πάλευαν δυο δυνατά συναισθήματα: ο τεράστιος θυμός και η κατανόηση που θα έπρεπε να δείξει όπως τόσο καιρό έκανε ο Δημήτρης μαζί του.
Αδύνατο να καταλήξει.
Πήρε το μπουφάν του και βγήκε έξω να πάρει λίγο αέρα.
Αρκετές ώρες μετά ήταν βαθιά λυπημένος αλλά πιο ήσυχος.
Ο Δημήτρης του έμαθε μεν να κάνει δικό του το όποιο πρόβλημα και δυσκολία αντιμετώπιζαν σαν ζευγάρι, αλλά αυτό να περιορίζεται μεταξύ τους και όχι με τρίτους.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

  +  82  =  88